Το πολυβραβευμένο έργο "Αμφιβολία" του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ μάς μεταφέρει στην ταραγμένη Αμερική της δεκαετίας του ’60. Με φόντο ένα καθολικό σχολείο, η αδελφή Αλοΐσιους, αυστηρή και άκαμπτη διευθύντρια, έρχεται σε σύγκρουση με τον προοδευτικό πατέρα Φλιν, κατηγορώντας τον για σεξουαλική παρενόχληση προς έναν δωδεκάχρονο μαύρο μαθητή. Η "Αμφιβολία" δεν είναι απλώς το χρονικό μιας κατηγορίας, αλλά και μια ευφυής παραβολή του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η σύγκρουση του παλιού με το νέο, η επιρροή της κοινής γνώμης, η cancel culture και η δύναμη των social media μάς καλούν να αναλογιστούμε πόσο εύκολα κρίνουμε, κατηγορούμε ή παρασυρόμαστε από φήμες, και είναι μόνο κάποια από τα θέματα για τα οποία συζητήσαμε με τη Φιλαρέτη Κομνηνού και τον Νικόλα Χανακούλα, με αφορμή τη θεατρική παράσταση που πρωταγωνιστούν στο θέατρο "Δημήτρης Χορν” σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαγεωργίου.
Γνωστό στο ευρύ κοινό και μέσα από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστές τη Μέριλ Στριπ και τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, το έργο εξερευνά βαθιά ζητήματα, όπως η αλήθεια, η δικαιοσύνη και η ανθρώπινη φύση, χωρίς να προσφέρει εύκολες απαντήσεις. Ο πατέρας Φλιν υπερασπίζεται τις πράξεις του, προβάλλοντας την επιθυμία του για μια πιο ανοιχτή εκκλησία και ένα προοδευτικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Στην παράσταση που, με πυρήνα την αμφιβολία, μας προκαλεί να εξετάσουμε τα όρια της εμπιστοσύνης και της βεβαιότητας, ενώ μας υπενθυμίζει πως η σύγκρουση είναι συχνά ο καταλύτης για την πρόοδο, παίζουν επίσης οι Χριστίνα Χριστοδούλου και Ξένια Ντάνια.
Πρώτες σκέψεις για την "Αμφιβολία”: Είναι ένοχος τελικά ή δεν είναι;
Νικόλας Χανακούλας: Μου άρεσε πάρα πολύ ο παραβολικός χαρακτήρας του έργου. Ενώ η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την υποψία μιας παρενόχλησης, αναδεικνύονται πολλά επίπεδα ανάγνωσης, τα οποία προσδίδουν στο έργο μια διαχρονική επικαιρότητα. Μπορεί να ιδωθεί ως αστυνομική υπόθεση ή να οδηγήσει σε μια πιο υπαρξιακή ανάγνωση: εγώ έχω τη δική μου αλήθεια, εσύ τη δική σου – υπάρχει μία αλήθεια που επικρατεί, ή μήπως μπορούμε να βρούμε μια κοινή; Υπάρχει επίσης και μία θεώρηση που αγγίζει τον πυρήνα της πίστης: ποιος είναι πιο πιστός, ποια είναι η ουσία της πίστης, και πώς αυτή, στην κοινωνική της διάσταση, καθορίζει τη ζωή μας. Αυτό καθιστά το έργο πολύ πυκνό και ταυτόχρονα μαγνητικό για τον αναγνώστη ή τον θεατή. Με βάση τις πρώτες παραστάσεις, διαπίστωσα πως οι θεατές συχνά δυσκολεύονται να καταλήξουν σε μια οριστική ερμηνεία. Κάθε νέος προβληματισμός τούς οδηγεί αλλού. Αυτή η περιπλάνηση της σκέψης είναι μια πολύ ισχυρή πτυχή του έργου. Η δική μας πρόθεση και διαίσθηση ως δημιουργοί φαίνεται να επιβεβαιώνεται μέσα από την επαφή μας με το κοινό.
Φιλαρέτη Κομνηνού: Μελετώντας την "Αμφιβολία” ήδη από το καλοκαίρι που ξεκινήσαμε τις πρόβες και τη δραματουργική επεξεργασία και έρευνα, είναι πραγματικά ένα ευφυέστατο έργο. Θίγει ένα πάρα πολύ ευαίσθητο θέμα, την σεξουαλική παρενόχληση ενός δωδεκάχρονου μαύρου μαθητή. Είναι ένα παιδί που και λόγω ηλικίας και λόγω του ότι προέρχεται από μία οικογένεια με ένα βάναυσο πατέρα, θεωρείται ευάλωτο και εύκολο θύμα. Η αδερφή Αλοΐσιους που υποδύομαι, υποψιάζεται ότι ο ιερέας και δάσκαλος το έχει παρενοχλήσει σεξουαλικά. Και από εκεί και πέρα ένα δίλημμα πλανάται διαρκώς. Ο συγγραφέας το χειρίζεται με πάρα πολύ μαστοριά και ευφυΐα, χωρίς να πέφτει στην παγίδα μιας απλοϊκότητας, ενός διδακτισμού.
Σύγκρουση παλιού και νέου
Το έργο φέρνει στο προσκήνιο τη διαχρονική σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό και το νέο, μέσα από δύο ανθρώπους της Εκκλησίας που έχουν διαφορετική αντίληψη για την πίστη και τον τρόπο λειτουργίας της.
Ν.Χ.: Αυτή η σύγκρουση, ωστόσο, δεν περιορίζεται στον χώρο της Εκκλησίας. Σε κάθε τομέα της ζωής και της Ιστορίας υπάρχει η ανάγκη να αμφισβητηθεί το κατεστημένο για να υπάρξει ανανέωση. Το ίδιο συμβαίνει και στην ιστορία μας. Αυτή η πάλη ανάμεσα στο παλιό και το νέο –είτε αφορά τη γνώση είτε τη σύγκρουση γενεών– είναι η κινητήρια δύναμη της προόδου. Ορισμένοι άνθρωποι πιστεύουν στη σταθερότητα, σε όσα γνωρίζουν και θεωρούν ότι λειτουργούν. Άλλοι βλέπουν την αλλαγή ως ανάγκη. Στη συγκεκριμένη ιστορία, η διευθύντρια του σχολείου αντιπροσωπεύει τη συντήρηση, ενώ ο ιερέας φέρνει μια ανανεωτική, φωτεινή ματιά. Και οι δύο θεωρούν πως η δική τους στάση είναι η σωστή. Η διευθύντρια επιμένει ότι η Εκκλησία δεν χρειάζεται αλλαγή. Ο ιερέας, αντίθετα, υποστηρίζει ότι απαιτείται επαναπροσδιορισμός. Αυτή η σύγκρουση περιπλέκει την κατηγορία που διατυπώνεται εναντίον του ιερέα ακόμα περισσότερο. Το όριο στο οποίο μία έκφραση αγάπης γίνεται ποινικό αδίκημα είναι διαφορετικό για τον καθένα. Η αντιπαράθεση ξεκινά από τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ο καθένας για να υπερασπιστεί την οπτική του.
Ο ρόλος του ιερέα
Ν.Χ.: Η δική μου πρόθεση ως ηθοποιός είναι να υπερασπιστώ την καλοσύνη και την αγάπη. Για μένα, ο ρόλος αυτός είναι μια άσκηση καλοσύνης. Παρότι ο ιερέας βάλλεται και κατηγορείται, προσπαθεί να υπερβεί την κατηγορία και να συμπεριλάβει ακόμα και την κοντόφθαλμη ματιά των άλλων.
Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, γιατί όταν κάποιος βρίσκεται στο επίκεντρο κατηγοριών, όταν δηλαδή το περιβάλλον που τον ορίζει ως άνθρωπο τον απορρίπτει και θέλει να τον ακυρώσει - γιατί πλέον μιλάμε για μία ακύρωση χαρακτήρα για να μιλήσουμε και με τους σύγχρονους όρους της cancel culture. Αυτή η ακύρωση μπορεί να συμβεί πλέον και πάρα πολύ γρήγορα και πάρα πολύ εύκολα, χωρίς αποδείξεις. Οπότε χρειάζονται τεράστια ψυχικά αποθέματα για να επιμείνει ο ιερέας στην καλοσύνη και την αγάπη. Το έργο αυτό είναι γεμάτο λεπτές αποχρώσεις, και κάθε παράσταση μου αποκαλύπτει νέες πτυχές του.
Ο ρόλος της μοναχής
Φ.Κ.: Η Αλοΐσιους είναι μια μοναχή, και η συμπεριφορά της κυριαρχείται από τους αυστηρούς κανόνες της Εκκλησίας. Όταν όμως υποψιάζεται ότι ένας ιερέας μπορεί να βρίσκεται πίσω από αυτή την παρενόχληση, δεν διστάζει να συγκρουστεί προκειμένου να υπερασπιστεί και να προστατεύσει τα παιδιά του καθολικού σχολείου που διευθύνει. Παρόλο που είναι ταγμένη στην Εκκλησία και έχει δηλώσει υποταγή στους κανόνες της, όταν αντιλαμβάνεται ότι ενδέχεται να συμβαίνει κάτι που θίγει, προσβάλλει ή παραβιάζει ηθικούς κανόνες, συγκρούεται τόσο με τους κανόνες της Εκκλησίας όσο και με τον ίδιο τον ιερέα, φτάνοντας στα άκρα. Βασίζεται σε ενδείξεις, όχι αποδείξεις. Οι υποψίες της την οδηγούν ακόμα και στο σημείο να χρησιμοποιήσει το ψέμα για να παγιδεύσει τον ιερέα, προκειμένου να ανακαλύψει την αλήθεια — ένα στοιχείο που κάνει τον ρόλο της σύνθετο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Δημιουργείται μια έντονη αντίφαση: ένας άνθρωπος της Εκκλησίας φτάνει στο σημείο να χρησιμοποιήσει κάτι που αντίκειται στους ίδιους τους κανόνες της. Κατά κάποιο τρόπο, λογοδοτεί απέναντι στο καθήκον της και στον Θεό.
Αμφιβολία σε όλα τα επίπεδα | Η επικαιρότητα του έργου
Ν.Χ.: Το έργο είναι πιο επίκαιρο σήμερα απ’ ό,τι όταν γράφτηκε, κυρίως λόγω της εξάπλωσης της τεχνολογίας και της κουλτούρας των κοινωνικών δικτύων. Η κουλτούρα της ακύρωσης και το #MeToo έχουν φέρει στο προσκήνιο ζητήματα που συνδέονται άμεσα με την πλοκή. Ας πούμε τα λαϊκά δικαστήρια των social media. Η ευκολία με την οποία μπορεί να κατηγορηθεί κάποιος –ακόμη και χωρίς αποδείξεις– και η ταχύτητα με την οποία οι κατηγορίες διαλύουν ζωές. Τα φαινόμενα αυτά δεν υπήρχαν πριν από 15-20 χρόνια. Υπήρχε βέβαια και αναφέρεται στο έργο πολύ συχνά η έννοια του κουτσομπολιού. Βλέπουμε δηλαδή ότι γίνονται καταγγελίες, πάνε οι άνθρωποι στα δικαστήρια και μετά αποδεικνύεται ότι αυτό δεν είναι κάτι πραγματικό. Όμως η ζημιά έχει γίνει. Έχει ένα πολύ ωραίο κήρυγμα ο ιερέας μέσα στο έργο: "Το κουτσομπολιό είναι σαν τα πούπουλα που τα παίρνει ο αέρας. Δεν μπορείς να τα μαζέψεις ποτέ. Το ποιον θα επηρεάσει μια φήμη και με τι τρόπο δεν το ξέρουμε”. Είναι μία πολύ ωραία στιγμή της παράστασης αυτή.
Φ.Κ.: Ειδικά μετά το κίνημα #MeToo και τα σκάνδαλα που έχουν αποκαλυφθεί, έχει προκληθεί μία κατάσταση υποψίας και αμφιβολίας για το τι ακριβώς συνέβη. Και ειδικά όταν ξεσπάνε σκάνδαλα παιδεραστίας. Ειδικά στα παιδιά ας πούμε που είναι ευάλωτα και ανυπεράσπιστα, οποιαδήποτε κακοποιητική προσέγγιση μπορεί Να καταστρέψει και να ακυρώσει τη συναισθηματική ζωή του παιδιού. Αυτή τη στιγμή γίνεται χαμός στην Αμερική με το τεράστιο σκάνδαλο που έχει ξεσπάσει με τον P. Diddy. Κι εδώ σε μας έχει ξεσπάσει ένα σκάνδαλο που αφορά καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκων και μάλιστα εμπλέκονται και άνθρωποι της εκκλησίας και ώσπου να αποφανθεί η δικαιοσύνη πλανάται αυτή η υποψία και η αμφιβολία. Τελικά έγινε, δεν έγινε; Υπάρχουν κάποια κίνητρα πίσω από αυτές τις καταγγελίες; Ξέρεις, έχει χαθεί η εμπιστοσύνη. Και εγώ προσωπικά το βλέπω και για μένα. Ήμουν έτοιμη πριν από κάποιο καιρό να κάνω μία δωρεά σε μία φιλανθρωπική οργάνωση. Έχω μείνει μετέωρη τώρα και πραγματικά αναρωτιέμαι πώς θα εμπιστευτεί ξανά ο καθένας που έχει διάθεση να βοηθήσει, το κατά πόσο η κατάθεσή του θα πέσει σε λάθος χέρια ή θα φτάσει στον συγκεκριμένο στόχο.
Μαθαίνουμε τι έχει συμβεί στο τέλος;
Φ.Κ.: Στο τέλος του έργου υπάρχει μια μεγάλη ανατροπή. Πιστεύω πως το έργο αντικατοπτρίζει ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα της εποχής μας: τη βραδύτητα της δικαιοσύνης και των διαδικασιών της. Όταν η δικαστική εξουσία καθυστερεί να εκδώσει ένα πόρισμα, δημιουργείται στον κόσμο ένα μόνιμο αίσθημα αμφιβολίας και υποψίας. Στο μεταξύ, οι ζωές κάποιων ανθρώπων μπορεί να αμαυρωθούν ή να στιγματιστούν, έστω και προσωρινά. Αυτό είναι ένα έντονο σύμπτωμα της εποχής μας, το οποίο επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο από την επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Η ατμόσφαιρα της παράστασης που δημιούργησε ο Γιώργος Παπαγεωργίου
Φ.Κ.: Στη σκηνή, τα πράγματα διαφέρουν εντελώς από τον ρεαλισμό της ταινίας. Το σκηνικό είναι μίνιμαλ, ενώ από άποψη εικαστικής προσέγγισης και φωτισμών, η παράσταση κινείται σε ένα πιο ποιητικό και ατμοσφαιρικό επίπεδο, επικεντρώνοντας την προσοχή μας στις σχέσεις των χαρακτήρων. Απομακρύνεται από τον ρεαλισμό και περνά σε μια διαφορετική αισθητική, η οποία, πιστεύω, προσδίδει μια νέα διάσταση στο έργο.
Περισσότερες πληροφορίες
Αμφιβολία
Το πολυσυζητημένο έργο, βραβευμένο με Ολίβιε και Τόνι, παρακολουθεί τις κατηγορίες της αδελφής Αλοΐσιους, διευθύντριας ενός καθολικού σχολείου, προς τον προοδευτικό πατέρα Φλιν για τη σεξουαλική παρενόχληση ενός δωδεκάχρονου μαύρου μαθητή, με φόντο την ταραγμένη Αμερική της δεκαετίας του '60. Στην ιστορία, που έγινε ευρέως γνωστή μέσα από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία με την Μέριλ Στριπ και τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν και απέσπασε πολλές υποψηφιότητες για Όσκαρ, ο πατέρας Φλιν υπερασπίζεται τον εαυτό του και τις πράξεις του. Ισχυρίζεται πως επιθυμία του είναι η εκκλησία του Θεού να είναι ανοιχτή σε όλο τον κόσμο και το εκπαιδευτικό σύστημα να γίνει πιο προοδευτικό.