Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Μάρκελλος και η ηθοποιός Ελένη Στεργίου, ιδρυτικά μέλη των This Famous Tiny Circus theater group, ταξίδεψαν με τον συνεργάτη τους Πέτρο Μακρή στο Βουκουρέστι και κατέγραψαν, στην κάμερα και στο χαρτί, μαρτυρίες πολιτών που έζησαν στο καθεστώτος Τσαουσέσκου. Οι συγκλονιστικές αφηγήσεις τους έγιναν το έδαφος για να γεννηθεί το τέταρτο θεατρικό έργο του Μάρκελλου, "Δυο πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα", που ακροβατεί ανάμεσα στο ιστορικό ντοκουμέντο και την μυθοπλασία. Διαβάστε παρακάτω το συναρπαστικό χρονικό της έρευνας και της συγγραφής του.
Πριν από μερικά χρόνια είχα δει ένα ντοκιμαντέρ για την Ιρίνα Νίστορ, μία γυναίκα που επί καθεστώτος Τσαουσέσκου εργαζόταν στην κρατική τηλεόραση ως μεταφράστρια για τους λογοκριτές. Με την προτροπή ενός συναδέλφου της και την βοήθεια ενός εμπόρου που έφερνε παράνομα βιντεοκασέτες από την Δύση, έφτασε να μεταγλωττίσει μέσα σε 5 χρόνια, με μόνη τη φωνή της, πάνω από 3.000 αμερικανικές ταινίες (κυρίως b-movies). Μέσω ενός υπόγειου δικτύου διανομής, οι αντιγραμμένες βιντεοκασέτες έφταναν στους πολίτες που διψούσαν για ένα "παράθυρο στον έξω κόσμο". Σε κάθε γειτονιά υπήρχε τουλάχιστον ένα σπίτι που διέθετε, παράνομα φυσικά, VCR player, το οποίο κόστιζε -στην μαύρη αγορά- όσο ένα αυτοκίνητο Dacia. Οι γείτονες, πληρώνοντας ένα μικρό αντίτιμο στον "οικοδεσπότη" γίνονταν το κοινό της εκάστοτε κρυφής κινηματογραφικής βραδιάς, κατά τη διάρκεια της οποίας φαντασιώνονταν μια καλύτερη και πιο άνετη ζωή, χωρίς στερήσεις. Η φωνή της Ιρίνα Νίστορ ταυτίστηκε, γι’ αυτούς, με την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο και -ενδεχομένως- με την σπίθα που πυροδότησε την διάθεσή τους για αντίσταση στον ολοκληρωτισμό.
Συναντηθήκαμε με την Ιρίνα Νίστορ στο Βουκουρέστι τον Αύγουστο του '23. Εγώ, η Ελένη Στεργίου και ο συνεργάτης μας στα βίντεο Πέτρος Μακρής, της ζητήσαμε να μας συστήσει ανθρώπους οι οποίοι θα ήθελαν να μας μιλήσουν στην κάμερα για την εμπειρία τους με τις βιντεοκασέτες. Μας έφτιαξε μια λίστα με ονόματα. Την δεύτερη μέρα θα συναντούσαμε, στο φιλόξενο σπίτι της, την Άννα-Μαρία Γκριγκόρε, καθηγήτρια Πανεπιστημίου και προσωπική φίλη της Ιρίνα. Μπαίνοντας μέσα, μας σύστησε τον σύζυγό της Βλαντ, ως εκείνον που είχε ζήσει από πολύ κοντά τα γεγονότα των τελευταίων ημερών που οδήγησαν στην πτώση του καθεστώτος. Τον ρωτήσαμε αν, μετά την Άννα-Μαρία, θα ήθελε να μας μιλήσει κι αυτός για την εμπειρία του. Δέχτηκε. "Αφού είμαι εδώ, γιατί όχι;".
Κουβαλάω ακόμη μέσα μου το συναισθηματικό φορτίο της τετράωρης αφήγησής του. Φεύγοντας από εκεί, ήξερα ήδη ότι η ιστορία με τις βιντεοκασέτες είχε παίξει τον ρόλο του δολώματος για μένα˙ ότι η δική μου ιστορία θα εκκινούσε από τον Βλαντ. Τον Βλαντ που ζει ακόμη με δύο σφαίρες (από τις οκτώ που έφαγε τη νύχτα της 21ης Δεκεμβρίου του '89) μέσα στο κορμί του. Ξαναείδα το βίντεο της συνέντευξης μία φορά όλη κι όλη, για να υπογραμμίσω κάποιες λεπτομέρειες που θα ήταν χρήσιμες στη δραματουργία. Μετά από μια πρώτη επεξεργασία του υλικού, εκεί κοντά στην φορτισμένη γι’ αυτόν (και για εμάς πλέον) περίοδο των Χριστουγέννων, είχα μαζί του άλλη μία, διαδικτυακή συνάντηση. Αυτή τη φορά οι δυο μας, χωρίς την κάμερα, τους συνεργάτες ή τη (δεύτερη, όπως αποδείχθηκε τελικά) σύζυγό του. Τότε ήταν που έμαθα για τις απώλειές του, για την πρώτη του σύζυγο, για το πώς τους πυροβόλησαν μαζί με μέσα στο αυτοκίνητό τους, για το πώς γλίτωσε ο γιος τους. Ξαφνικά οι "δύο σφαίρες που κοιμούνται μέσα του" έμοιαζαν να 'ναι το μικρότερο από τα τραύματα που κουβαλούσε 35 χρόνια τώρα.
Πίσω στο Βουκουρέστι, την τρίτη ημέρα, είχαμε ένα κενό. Ψάχνοντας την προηγουμένη στους ψηφιακούς τουριστικούς οδηγούς, ανακαλύψαμε πως υπήρχαν αρκετά guided tours σχετικά με την πρόσφατη ιστορική περίοδο του καθεστώτος. Διαλέξαμε, στην τύχη, να πάρουμε μια ξενάγηση με τίτλο "Communism and History". Η ξεναγός μας η Αντρία, κοντά στα σαράντα, με σπουδές στις πολιτικές επιστήμες και θέση στο πανεπιστήμιο, θα μας συναντούσε νωρίς το επόμενο πρωί. Περιηγηθήκαμε σε μέρη ιστορικού ενδιαφέροντος, ακούγοντας, επίσης, ιστορικές πληροφορίες ανακατεμένες, όμως, με προσωπικές της αφηγήσεις και βιώματα. Τελειώνοντας, την ρώτησα γιατί, ούσα ακαδημαϊκός, έχει επιλέξει να κάνει και την ξεναγό. Μου απάντησε πως, μεγαλώνοντας ως παιδί μέσα στο καθεστώς, και μη μπορώντας να αντιστοιχίσει τα βιώματα του τότε με τις συνειδητοποιήσεις του σήμερα, ψάχνει απαντήσεις. Αρχικά δεν κατάλαβα, ζήτησα περισσότερες εξηγήσεις. Έχοντας γεννηθεί μέσα σε καθεστώς στερήσεων και ανελευθερίας, σε μια οικογένεια που φρόντιζε, παρά τις δυσκολίες, να παρέχει τη χαρά και την ελπίδα στο κοριτσάκι της, οι αναμνήσεις που είχε, που έχει από την παιδική της ηλικία, ήταν τόσο ευχάριστες όσο κι αναντίστοιχες με το αποτύπωμα που είχε η συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία στην κοινωνία, στις ζωές των πολιτών.
Είχα βρει, άραγε, τόσο γρήγορα, το δεύτερο πρόσωπο της ιστορίας μου; Δεν τολμούσα να το παραδεχτώ ούτε καν στον ίδιο μου τον εαυτό. Της ζητήσαμε να συναντηθούμε ξανά την επομένη για να μας πει, λόγω και της εξειδίκευσής της, περισσότερα για το ιστορικό πλαίσιο, αλλά και για τα βιώματα που την ακολουθούσαν. Μας πήγε στο εστιατόριο που συνήθιζαν να γευματίζουν οι καθεστωτικοί. Είχε πλέον ανακαινιστεί, όμως έστεκε ακόμη αναλλοίωτη στον πάνω όροφο, η ειδική αίθουσα που χρησίμευε για τις σύντομες συνεδριάσεις τους ανάμεσα στα γεύματα. Εκεί, μας αφηγήθηκε, μέσα από το φίλτρο των παιδικών αναμνήσεων, τα τελευταία χρόνια του καθεστώτος. Βιώσαμε κι εμείς τη συγκίνησή της όταν αναφέρθηκε στα Δύο Πορτοκάλια, το "δώρο" που συνήθιζε να κάνει η Ελένα Τσαουσέσκου σε κάθε οικογένεια ανήμερα των Χριστουγέννων, ενώ όλο τον υπόλοιπο χρόνο η πρόσβαση σε τέτοιου είδους εκλεκτά εδέσματα ήταν απαγορευτική. Μεταξύ άλλων, της οφείλω και τον τίτλο αυτού του έργου. Με την επιστροφή στην Αθήνα, "βρεθήκαμε" διαδικτυακά άλλες δυο φορές˙ την τελευταία, παρουσία της μητέρας της. Μου είχε ήδη αναφέρει την ύπαρξη του Τσε-Νε-Σας (CNSAS), του κρατικού ιδρύματος όπου φυλάσσονται σήμερα τα αρχεία των Μυστικών Υπηρεσιών. Το βρήκα σχεδόν εξωτικό, να έχει κανείς την δυνατότητα να αναζητήσει τον φάκελό του ή του -πρώτου βαθμού- συγγενή του και να διαβάσει τι είχε καταγραφεί γι’ αυτόν. Τι είχε "μαρτυρυθεί" και από ποιον. Πληροφοριοδότης της Σεκουριτάτε, όμως, θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. Ο γείτονας, ο φίλος, ο γνωστός, κάποιος συνάδελφος ή συγγενής, ακόμα και το παιδί τους. Σε ερώτησή μου, η μητέρα της Αντρία απέρριψε κατηγορηματικά την πιθανότητα να θελήσει να ανοίξει τον φάκελό της, ο Βλαντ, έπειτα από μια παύση κι ένα ισχνό χαμόγελο απάντησε "Θα το κάνω κάποια στιγμή, το έχω αμελήσει".
Ένιωθα πως είχα σημαντικό υλικό στα χέρια μου, αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς να το κάνω. Θα μπορούσε να ήταν η βάση για ένα παραστασιακό κείμενο θεάτρου ντοκουμέντο; Σίγουρα ναι. Πώς, όμως, έπρεπε να το χειριστώ, ώστε να αφορά τον έλληνα αναγνώστη-θεατή; Πώς θα κατάφερνα να του μεταδώσω την ίδια συγκίνηση που βίωσα στις συναντήσεις μας με τους αληθινούς πρωταγωνιστές της Ιστορίας; Και με ποιον τρόπο, τέλος, θα εμβολίαζα το έργο μου με τις προσωπικές μου αναφορές, μνήμες βιώματα χωρίς να γίνει αυτοαναφορικό ή με τις δικές μου ιδέες και τοποθετήσεις χωρίς να γίνει διδακτικό και μανιφέστο; Εκεί, γεννήθηκε η ανάγκη ενός τρίτου προσώπου, τότε ήταν που γεννήθηκε ο Λουτσιάν. Ο χαρακτήρας της φαντασίας μου, που λειτούργησε σαν την κόλλα που έδεσε τα υλικά από τις πρωτότυπες αφηγήσεις. Σαν ένα υπερ-απορροφητικό σφουγγάρι που γλιστρούσε ανάμεσα στον Βλαντ και την Αντρία, τους έκλεβε τα "καύσιμα" -και πριν τα διυλίσει- απειλούσε να τα στραγγίσει σε κανέναν υπόνομο ή να τους βάλει φωτιά και να εξατμιστούν. Λουτσιάν ο ενοχικός. Λουτσιάν, ο ματαιωμένος συγγραφέας με το αινιγματικό παρελθόν και το δισυπόστατο όνομα (φωτεινός αλλά και Εωσφόρος).
Θα ήταν η τέταρτη φορά που μετουσίωνα ιστορικά γεγονότα και μαρτυρίες σε θεατρικό κείμενο. Η "Απαγωγή της Τασούλας" αφορούσε μια "κλεψιά" με κομματικές αποχρώσεις, που κόντεψε να προκαλέσει ξανά εμφύλιο στην Κρήτη του’50. Η "Χορευτική Πανούκλα" αναφερόταν στην ανεξήγητη χορεομανία που έπληξε τους κατοίκους του μεσαιωνικού Στρασβούργου και προκάλεσε πανικό και διάθεση καταστολής στις θρησκευτικές και πολιτικές Αρχές. Η "Ίτσα του Σάσμα" μιλούσε για την -μεταφυσικών διαστάσεων- αντίσταση των γυναικών του χωριού Αετομηλίτσα της Κόνιτσας απέναντι στην εντολή γενικής επιστράτευσης στην εισβολή του ’74 στην Κύπρο, αλλά και απέναντι στον παραλογισμό του πολέμου εν γένει. Ο παρονομαστής κοινός και ευδιάκριτος: Ο άνθρωπος ως πολιτικό και κοινωνικό ον, η σχέση του με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς που λειτουργούν έξω απ’ αυτόν και μέσα του, η αναμέτρησή του με δυνάμεις που τον υπερβαίνουν, ο τρόμος της συνάντησής του με δυνάμεις που λιμνάζουν μέσα του αδρανείς. Τι διαφοροποιούσε την τωρινή εργασία και μου ενέτεινε το αίσθημα της ευθύνης απέναντι στην διαχείριση του υλικού; Ήταν τα πρόσωπα που βρίσκονταν εν ζωή; Ήταν η προσωπική σχέση που ανέπτυξα μαζί τους, η άμεση εμπειρία που είχα ως ακροατής τους; Ήταν η χρονική εγγύτητα με τα ιστορικά γεγονότα, ακόμα και οι δικές μου μνήμες από αυτά; Έχω ακόμη έντονη την ανάμνηση των πλάνων της εκτέλεσης του ζεύγους Τσαουσέσκου όπως μεταδόθηκαν από την τηλεόραση και τα είδα σε ηλικία εννέα χρόνων. Εννέα μήνες περίμεναν. Εννέα μήνες, τα τρία πρόσωπα του έργου, γνώριζαν τα συμβάντα της ζωής τους, αλλά δεν τους δινόταν η φωνή. Ο τρόμος της λευκής σελίδας δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο του Λουτσιάν. Μια μέρα του Απριλίου κάθισα στο γραφείο μου, και την δωδέκατη είδα, έκπληκτος, την σελίδα να γράφει "τέλος". Τρεις μέρες μετά γεννήθηκε η κόρη μου και όλα έμοιαζαν να αρχίζουν απ’ την αρχή.
Το έργο αυτό δεν γράφτηκε από εμένα -ή έστω μόνο από εμένα. Γράφτηκε από πραγματικούς ανθρώπους που ήθελαν (και ήταν σα να περίμεναν χρόνια μια ευκαιρία να) ανοίξουν την κάνουλα της Ιστορίας και της ιστορίας τους και να μιλήσουν χωρίς φίλτρο για τα τραύματά τους, σωματικά και ψυχικά, για τις κληρονομημένες ενοχές και για το πώς αυτές μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη, για την Εξουσία, για το πώς μας επιβάλλεται και για το πόσο την ανεχόμαστε, για την ανελευθερία που εγκαθιδρύεται έξωθεν, αλλά και για το πως εμείς την εγκολπώνουμε και την κάνουμε ένα με την ύπαρξή μας, για το πόσο επικριτικοί μπορούμε να γίνουμε απέναντι στους άλλους αλλά και για το πόσο παραχωρητικοί ή υποχωρητικοί απέναντι στις αρχές, τις ιδέες και τα δικαιώματά μας ως ανθρώπων κι ως πολιτών, όταν πια έχουμε συνηθίσει το τέρας, όταν ζούμε μαζί του ή παρασιτεί μέσα μας. Ο τρόπος που το έκαναν ήταν συγκλονιστικός όσο και τα περιστατικά της ζωής τους όπως μας τα αφηγήθηκαν. Σε κάθε συνάντηση, σε κάθε απάντηση, αισθανόμασταν την βαθιά ανάγκη τους να καταβυθιστούν στην ανάμνηση του παρελθόντος σε μια ατελέσφορη προσπάθεια να ερμηνεύσουν το παρόν ή να μαντέψουν το μέλλον τους. Και τα τρία μοιάζουν, τελικά, να έχουν -παρά τις επιμέρους ειδικές συνθήκες και περιστάσεις- περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές από τα αντίστοιχα "δικά μας".
H παράσταση σε κείμενο και σκηνοθεσία του Κων/νου Μάρκελλου ανεβαίνει στο θέατρο Εν Αθήναις. Η μουσική & ο ηχητικός σχεδιασμός είναι του Γιώργου Χρυσικού. Ο σχεδιασμός φωτισμών του Αργύρη Θέου. Τα σκηνικά και κοστούμια της Αρετής Μουστάκα. Τα βίντεο του Πέτρου Μακρή. Ερμηνεύουν: Ανδρέας Νάτσιος (Βλαντ), Γιώργος Παπαπαύλου (Λουτσιάν), Ελένη Στεργίου (Αντρία). Στον ρόλο της Ιρίνα, ακούγετα η φωνή της Τζένης Σκαρλάτου. Φιλική συμμετοχή, στο ρόλο της Φοιτήτριας η Σοφία Φαρασοπούλου.
Περισσότερες πληροφορίες
Δύο πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα…
Η παράσταση αντλεί από μαρτυρίες πολιτών που έζησαν τις στερήσεις, τον φόβο, την ανασφάλεια και την λογοκρισία υπό το ρουμανικό καθεστώς Τσαουσέσκου, για να πει μια ιστορία, ακροβατώντας μεταξύ ιστορικού ντοκουμέντου και μυθοπλασίας, για μια κοινωνία με ανοιχτά τραύματα. Ο Βλαντ, που πυροβολήθηκε στα επεισόδια που ακολούθησαν την ανατροπή του δικτάτορα ζει, ακόμη, με δύο σφαίρες σφηνωμένες στο κορμί του κι έχει μια ιστορία να αφηγηθεί. Ο Λουτσιάν, με το αινιγματικό και ένοχο παρελθόν του, διευθύνει έναν εκδοτικό οίκο και αναζητά μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν στα περιθώρια της Ιστορίας και «φαντασιώθηκαν την επανάσταση». Η Αντρία, που μόλις έχασε την μητέρα της, ψάχνει -ως πολιτική επιστήμονας και ως κόρη- απαντήσεις. Αποτολμά να ανοίξει τον φάκελο των Μυστικών Υπηρεσιών που αφορά στους γονείς της κι έρχεται αντιμέτωπη με αλήθειες που θα κλονίσουν κάθε της βεβαιότητα. Με βιτριολικό χιούμορ και αδιάπτωτο σασπένς, μέσα από μια σειρά αποκαλύψεων και ανατροπών, οι ζωές των τριών θα διασταυρωθούν.