Η ποιηση, ο συμβολισμός και η πραγματικότητα συμπορεύονται στη δραματουργία της σπουδαίας Λούλας Αναγνωστάκη, η οποία θέτει στον θεματικό πυρήνα των έργων της την ιδιομορφία της ελληνικής οικογένειας, όπως αυτή διαμορφώνεται στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Ωστόσο, πάντα βρίσκει τον τρόπο να κάνει αναφορές στα τραύματα του παρελθόντος και στις ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνουν το παρόν. Στην "Κασέτα”, το έργο που σκηνοθέτησε ο Μάνος Καρατζογιάννης και παρουσίασε, για πρώτη φορά πέρυσι, στο θέατρο Σταθμός κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Παύλος, ένας νεαρός άνδρας σε πόλεμο με όλους και όλα γύρω του, που δεν τον χωράει ο τόπος.
Ονειρεύεται να αποδράσει από την πρωτεύουσα και να καταφύγει στο χωριό της μητέρας του, ενώ ηχογραφεί μηνύματα σε μια κασέτα που απευθύνονται προς τον παιδικό του φίλο, έναν Τούρκο που μόλις αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Πάπα: ένα πραγματικό γεγονός το οποίο η Αναγνωστάκη -που συνηθίζει να φέρνει την ταραγμένη εξωτερική πραγματικότητα μέσα στα σπίτια των δραματικών προσώπων- χρησιμοποιεί ως εφαλτήριο. Ο Παύλος θα συμβιβαστεί, τελικά, θα παραμείνει στην Αθήνα και θα παντρευτεί μια κοπέλα που δεν αγαπάει, καθώς αυτή περιμένει το παιδί του, έως ότου αποτολμήσει το μεγάλο βήμα, που θα είναι όμως προς το απόλυτο κενό και την αυτοχειρία.
Πρωταγωνιστούν οι: Γιώργος Δεπάστας/Φώτης Κοτρώτσος, Βάσω Καμαράτου, Μάνος Καρατζογιάννης, Σταύρος Μερμήγκης, Αναστασία Ραφαέλα Κονίδη, Ερμίνα Κυριαζή, Σμαράγδα Σμυρναίου, Γιάννης Τσουμαράκης. Η μουσική ενορχήστρωση είναι του Γιώργου Ανδρέου. Οι παραστάσεις θα διαρκέσουν έως τις 17 Νοεμβρίου.
Ο Καρατζογιάννης σκηνοθέτησε - στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής στο πανεπιστήμιο του Ηull με τίτλο "Η πνευματική παρακαταθήκη της Λούλας Αναγνωστάκη" - ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Μάνος Καρατζογιάννης, έχοντας στο ενεργητικό του τη μακρόχρονη εργασία του πάνω στη δραματουργία της Αναγνωστάκη (Η Κασέτα, Η Παρέλαση, Ο ήχος του όπλου, Ο Ουρανός κατακόκκινος, Σ’ εσάς που με ακούτε, Δωμάτια Μνήμης, Ενέδρες της Ζωής – Λούλα Αναγνωστάκη mixage, Στην Πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη, Εντευκτήριο: Αφιέρωμα Λούλα Αναγνωστάκη).
Ο Μάνος Καρατζογιάννης στο σημείωμα του για την παράσταση υπογραμμίζει:
Αν μπορούσα να χωρέσω σε ένα έργο όλο μου τον ενθουσιασμό, την πνευματική αναζήτηση αλλά και την αγωνία μου, αυτό θα ήταν αναμφίβολα η "Κασέτα". Όχι μόνο γιατί βγήκα στο θέατρο με αυτό, μαθητής ακόμα, στο πλευρό του δασκάλου μου Γιώργου Αρμένη, αλλά γιατί τότε γνώρισα για πρώτη φορά τη Λούλα Αναγνωστάκη, η οποία καθόρισε τον τρόπο που σκέφτομαι από τα πρώτα μου ήδη βήματα ως ηθοποιός και αργότερα ως σκηνοθέτης. 20 χρόνια σχεδόν μετά την πρώτη μου επαφή μαζί του, θέλησα να ανεβάσω ξανά το έργο - ίσως γιατί τον ενθουσιασμό μου διαδέχεται πια μια αγωνία όλο και πιο έντονη, για όσα συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας. Σήμερα που κυριαρχεί ένα έντονο χνάρι εμφύλιας διαμάχης κάτω από οποιαδήποτε δημόσια συζήτηση, είτε πρόκειται για έναν μεταρρυθμιστικό νόμο, είτε για μια δήλωση ενός προβεβλημένου προσώπου ή ακόμα και για μια μορφή σάτιρας, η επικαιρότητα του έργου είναι συγκλονιστική. Κι όσο συνεχίζουμε να υποτιμάμε επιδεικτικά ο ένας τον άλλο μέσα στην ασφυκτική μας καθημερινότητα, αναζητώντας τη μεγάλη πράξη μόνο στη σφαίρα της ουτοπίας, η ομοψυχία αντί για προϋπόθεση θα εξακολουθεί να είναι συλλογικό αλλά και προσωπικό ζητούμενο ανέφικτο.
Προπώληση: more.com
Περισσότερες πληροφορίες
Η κασέτα
Σαράντα περίπου χρόνια μετά τη θρυλική παράσταση του Κάρολου Κουν και είκοσι μετά το τελευταίο ανέβασμα του στην Αθήνα, το ανατρεπτικό και αναρχικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη επιστρέφει. Τα πρόσωπα του έργου προέρχονται από τον οικείο γύρω μας κοινωνικό χώρο. Μετέωροι, ανάμεσα στην πρωτόγονη ύπαιθρο, απ’ όπου κατάγονται και το αφιλόξενο τοπίο της πόλης, απ’ όπου μετανάστευσαν, εντάσσονται στο μεγάλο πλήθος των Νεοελλήνων. Κάτοικοι των παρυφών της πρωτεύουσας - αλλά και ακατάπαυστα κυκλοφορώντας στο κέντρο της - προσπαθούν να επιβιώσουν με έναν σπασμωδικό και εύθραυστο ρεαλισμό. Χρησιμοποιώντας βιαστικά τα καινούργια πρότυπα, που αφειδώς, τους προσφέρονται υποχρεώνονται να υπάρξουν με «μικρές» καθημερινές πράξεις. Μέσα όμως σε αυτές τις μικρές πράξεις συμπιέζεται ένας αρχέγονος ψυχισμός, που με αμετάλλακτα τα δικά του συναισθηματικά και φυλετικά στοιχεία, εξακολουθεί να διατηρείται μέσα τους. Τότε τα πρόσωπα αισθάνονται αδικαίωτα, συνειδητοποιούν ότι δεν είναι ευτυχισμένα, χωρίς να είναι σε θέση να αντιληφθούν τα αίτια, η ζωή τους χάνεται στο τίποτα. Το πρόσωπο που έχει την κασέτα είναι το μόνο που φαίνεται να ξέρει.