Περιμέναμε είναι η αλήθεια περισσότερα από την παράσταση που φιλοξένησε η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Η κεντρική ιδέα της ήταν σίγουρα ενδιαφέρουσα και αυτή που ανέβασε τον πήχη των προσδοκιών μας: Μια οικογένεια Πορτογάλων έχει την τελετουργική συνήθεια να σκοτώνει μια φορά τον χρόνο έναν φασίστα και γυναικοκτόνο (ή που με κάποιο τρόπο έχει συντελέσει στο θάνατο κάποιας γυναίκας). Εβδομήντα τέσσερα χρόνια κρατάει αυτή η παράδοση, από το 1954 όταν μια προγιαγιά της οικογένειας σκότωσε τον άντρα της, γιατί δεν απέτρεψε τη δολοφονία της επαναστράτριας Καταρίνας Ευφημίας από το καθεστώς του δικτάτορα Σαλαζάρ. Επί 74 χρόνια, τα μέλη της οικογένειας συγκεντρώνονται σε μια απόμερη περιοχή γι’ αυτό το "γιορτινό τελετουργικό", που αποτελεί και μια τελετή "ενηλικίωσης" μόλις συμπληρώσουν τα 26 τους χρόνια: ντυμένοι όλοι και όλες με γυναικεία ρούχα εποχής και παίρνοντας το όνομα "Καταρίνα" εκτελούν τον άνδρα που έχουν αιχμαλωτίσει γι’ αυτό το σκοπό. Στην παράσταση, βρισκόμαστε στο 2028, όταν τη χώρα κυβερνάει ένα ακροδεξιό, λαϊκίστικο κόμμα, όμως η νεαρή Καταρίνα που έχει προετοιμαστεί για την πρώτη της δολοφονία (ενός μέλους της κυβέρνησης), τελικά αρνείται.
Η παράσταση έδωσε χρόνο στο να μας συστήσει αυτή την οικογένεια και δημιούργησε μία άμεση συνθήκη, ρεαλιστική θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, παρά το "παραξένισμα" που προκαλούσε αυτή η ομάδα ανθρώπων που λέγονταν όλοι Καταρίνα. Με αμεσότητα ακόμη και με χιούμορ (αν και υπήρχαν σημεία που ακούγονταν στεγνά, όταν ο λόγος γινόταν πολιτικός και αναπαρήγαγε τα ρητορικά κλισέ των συντηρητικών κυβερνήσεων), η δράση προχώρησε ώστε να κορυφωθεί στην άρνηση της νεαρής Καταρίνας. Τέθηκε έτσι ο βασικός προβληματισμός της παράστασης, το ηθικό δίλημμα αν ο φόνος είναι ενδεδειγμένος ή ηθικά αποδεκτός τρόπος για να αντιμετωπίσεις τον φασισμό, δίλημμα που επί σκηνής εξελίχθηκε μέσα από έναν "αγώνα λόγων", από μια παράθεση αντεπιχειρημάτων μεταξύ της Καταρίνας και των υπόλοιπων μελών της οικογένειας που προσπαθούσαν να τη "συνεφέρουν" ώστε να εκτελέσει την αποστολή της, για την οποία μάλιστα μέχρι πρότινος αδημονούσε. Εκτός όμως από το γεγονός ότι από το σημείο αυτό και έπειτα η παράσταση γινόταν όλο και πιο σχηματική και γι’ αυτό διδακτική, η αντιπαράθεση δεν εμβάθυνε στο ζήτημα: δεν έθιξε ούτε στιγμή τη σημαντικότερη παράμετρο, δηλαδή το πλέγμα των αιτιών που έχει οδηγήσει στην επικράτηση των συντηρητικών κυβερνήσεων ανά την Ευρώπη και η συζήτηση παρέμεινε ασφυχτικά προσηλωμένη στο δίλημμα αν νομιμοποιείται ή όχι ο φόνος ενός φασίστα.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στο φινάλε, όπου η παράσταση αποφάσισε να πετάξει το μπαλάκι στην πλατεία, με έναν μάλλον προσχηματικό τρόπο: η Καταρίνα συνεχίζει να αρνείται να εκτελέσει τον φασίστα πολιτικό, τον προστατεύει μάλιστα με το σώμα της, ώσπου, ξαφνικά, όλες οι Καταρίνες, πλην μίας (άγνωστο γιατί η μία επιβιώνει) πέφτουν νεκρές από μια σειρά πυροβολισμών άγνωστης προέλευσης. Ο βουβός ως τώρα αιχμάλωτος έρχεται στο προσκήνιο και ξεκινάει να εκφέρει έναν πολιτικό λόγο "τραμπικού" περιεχομένου που φέρει όλα τα συντηρητικά, νεοφασιστικά και λαϊκίστικα κλισέ, για τους μετανάστες, την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, τη νομιμοποίηση της αστυνομικής βίας, την προστασία της ιδέας της πυρηνικής οικογένειας, το σωφρονισμό των γυναικών ως μέσο εξάλειψης της ενδοοικογενειακής βίας κλπ. Κατά τη διάρκεια του σχεδόν δεκαλέπτης διάρκειας λόγου του, οι νεκρές Καταρίνες "ανασταίνονται", παίρνουν θέση απέναντί του και με τα όπλα ανά χείρας, περιμένουν… Τι; Ίσως τους θεατές, να αποφάσισουν αν θα του κλείσουν το στόμα πυροβολώντας τον ή όχι…
Ενδεχομένως στόχος της παράστασης ήταν να κατεβάσει το δίλημμα στην πλατεία, προκαλώντας διχογνωμίες και αντεγκλήσεις, εξάλλου κάτι από όλα όσα ακούστηκαν στον τελευταίο μόνολογο μπορούσε να προκαλέσει δυσφορία και θυμό. Θεωρητικά το κατάφερε ως ένα βαθμό, καθώς υπήρξαν (αν ήταν πράγματι αυθόρμητες) δυσανεξία και λεκτικές αντιδράσεις από μερίδα των θεατών για το περιεχόμενο του τελευταίου μονολόγου. Προκαλεί εντύπωση, παρ’ όλ’ αυτά, πώς το καλλιεργημένο κοινό των ευρωπαϊκών φεστιβάλ, ή της Στέγης στην προκειμένη περίπτωση, που είναι τόσο εξοικειωμένο με τη θεατρική συνθήκη και με το είδος εκείνο της τέχνης που προορίζεται να ενοχλήσει, ταυτίστηκε με όσα ακούγονταν από σκηνής, προβάλλοντας αληθινές καταστάσεις σε ένα θεατρικό πρόσωπο και έναν θεατρικό λόγο. Από αυτή την άποψη, η "Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες" περισσότερο από (πολιτική) παράσταση αποτελεί ίσως ένα κοινωνικό πείραμα που έχει ως κύριο μέλημα να τσιγκλήσει το θυμικό και την ενστικτώδη αντίδραση.
Περισσότερες πληροφορίες
Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες
Είναι μια όμορφη βραδιά. Η οικογένεια έχει μαζευτεί στο εξοχικό της, κάπου στον πορτογαλικό Νότο. Κάτι όμως δεν πάει καλά. Γιατί τους λένε όλους Καταρίνα, άνδρες και γυναίκες; Και γιατί όλοι φορούν ποδιές και φούστες κλαρωτές; Τα πάντα είναι μέρος μιας παράδοξης τελετουργίας. Διότι αυτή η οικογένεια σκοτώνει φασίστες. Είναι μια παράδοση που όλα τα μέλη της ακολουθούν για πάνω από 70 χρόνια. Η αρχή έγινε το 1954, ως αντίποινα στον φόνο της 26χρονης εξεγερμένης αγρότισσας Catarina Eufémia, μιας τρόπον τινά «Αντιγόνης», που ήταν υπαρκτό πρόσωπο και σύμβολο του αγώνα των Πορτογάλων κατά της δικτατορίας. Έκτοτε, κάθε χρόνο, ένας φασίστας φονιάς γυναικών θανατώνεται στον βωμό της εκδίκησης για τον άδικο χαμό της. Βρισκόμαστε πλέον στο 2028 και, ενώ ένα ολοκληρωτικό καθεστώς βρίσκεται και πάλι στην εξουσία, το νεαρότερο μέλος της οικογένειας, η Καταρίνα, πρόκειται να σκοτώσει τον πρώτο της φασίστα, ο οποίος έχει απαχθεί για αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Ωστόσο, η νεαρή Καταρίνα αρνείται να προχωρήσει στη θανάτωση του ομήρου. Ξεσπάει τότε οικογενειακή έριδα.