Ένα λευκό, ψυχρό κελί, χωρίς παράθυρα, στο κέντρο μια ηλεκτρική καρέκλα κι ένας προβολέας κρεμασμένος από πάνω της. Ένας ημίγυμνος άνδρας μπαίνει κρατώντας μια μάζα ρούχων· είναι η φόρμα του κρατούμενου που θα φορέσει σε λίγο. Η πρώτη δυνατή εικόνα στην πρόβα της νέας παράστασης του Άρη Μπινιάρη είναι αυτή η εξωρεαλιστική φιγούρα (Μιχάλης Βαλάσογλου) στην οποία συνυπάρχουν ένα νεανικό, ρωμαλέο σώμα και ένα γερασμένο πρόσωπο με μακριά γκρίζα μαλλιά. Ήχοι σκίζουν τον αέρα, βόμβοι δυναμώνουν και οξύνονται, ενώ το σώμα του άνδρα, σε παροξυσμό, πότε συνταράσσεται από σπασμούς, πότε κουλουριάζεται και μικραίνει. Στην κατά Μπινιάρη επαναπροσέγγιση του μύθου του Προμηθέα, γίνεται γρήγορα αντιληπτό πως ο βράχος του Καυκάσου είναι αυτό το κελί κι αυτή η καρέκλα που περιμένει τον δικό της δεσμώτη. Η άφιξη των εκπροσώπων του Κράτους και της Βίας το επιβεβαιώνει, ένας Εισαγγελέας πρώτα (Αυγουστίνος Κούμουλος) και μία Ψυχίατρος έπειτα (Βάσω Καβαλιεράτου) θα έρθουν για να επισημάνουν στον Προμηθέα πως οι "ευγενείς προθέσεις του τον έφεραν εδώ", αλλά και να τον καθησυχάσουν πως δεν θα υποστεί κάποια δοκιμασία αλλά μια "πράξη αφύπνισης", όχι βασανιστήρια αλλά "βελτιωμένες τεχνικές ανάκρισης", που θα τον οδηγήσουν στην υπακοή.
Η ειρωνεία είναι διάχυτη, καθώς τα λόγια τους, ο τόνος της φωνής τους, οι κινήσεις τους εκπέμπουν πραότητα και συγκατάβαση, κάτι που κάνει την απειλή να γλιστράει ύπουλα ανάμεσα από τις λέξεις. Πρόκειται για μια αντίθεση που εντείνει τον ζόφο, παραπέμπει δε σε αναγνωρίσιμες τακτικές χειραγώγησης, ενώ, όπως μας εξήγησε αργότερα ο σκηνοθέτης, πολλές από τις αναφορές του προέρχονται από μεθόδους των Ναζί, πειράματα ευγονικής, πρακτικές φυλακών υψίστης ασφαλείας. Η είσοδος μιας Συγκρατούμενης (Μαρία Μαντά) οριστικοποιεί την αόρατη απειλή και ενσαρκώνει το μαρτύριο (αντίστοιχα με την Ιώ του μύθου): αυτή είναι το παράδειγμα όσων περιμένουν τον Προμηθέα, καθώς αλυσοδεμένη και αιματοβαμμένη περιγράφει τη σωρεία των φριχτών και ταπεινωτικών βασανιστηρίων που υπέστη η ίδια και οι σύντροφοί της.
Έχω την αίσθηση πως ο Μπινιάρης υπογράφει την πιο σκοτεινή ως τώρα δουλειά του, όμως ο ίδιος διαφωνεί. "Βλέπω ελπίδα σε όλο αυτό", λέει και εξηγεί πως ό,τι έγραψε με αφορμή τον μύθο αγγίζει το πεδίο της ψυχανάλυσης και έχει να κάνει με την αναγνώριση και την αποδοχή του τραύματος: "η παράσταση διαχειρίζεται τα συναισθήματα της θλίψης, της οργής και της πίκρας που φέρνει ένας ματαιωμένος αγώνας και πιστεύω πως όλοι μας έχουμε βιώσει, και πολύ πρόσφατα ίσως, τέτοιους ματαιωμένους αγώνες. Λέει επίσης πως ο αγώνας να απεμπλακείς από τα δεσμά έχει κόστος. Προσωπικά, λοιπόν, πιστεύω πως η επαφή με αυτή την αποδοχή είναι μόνο θεραπευτική, γιατί έρχεσαι σε επαφή με το τραύμα κι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να οδηγηθείς στην επούλωση". Ο Μπινιάρης χρησιμοποιεί μάλιστα έναν ψυχαναλυτικό όρο, την ώριμη ματαίωση: "Δεν κρύβω κάτω από το χαλί αυτό που με δυναστεύει, ούτε απλώς το εκτονώνω. Είναι μια διαδικασία επίπονη, αλλά είναι ο μόνος δρόμος που θα οδηγήσει σε μια –άλλος ψυχαναλυτικός όρος– διορθωτική εμπειρία, δηλαδή σε επάνοδο και ανάκαμψη. Χρειάζεται να δούμε την πληγή όχι το σύμπτωμα, αυτό όμως προϋποθέτει κατάβαση", εξηγεί.
Χαρακτηριστικό στοιχείο και αυτής της παράστασης θα είναι η μουσική φόρμα, ένας δρόμος που έχει εξελίξει ιδιαίτερα ο σκηνοθέτης. Εδώ τα λυρικά μέρη του Προμηθέα ανήκουν σε στίχους τραγουδιών του Άγνωστου Χειμώνα (Γιώργος Σιατίστας)· για τον Μπινιάρη, τα τραγούδια του συγκεκριμένου ράπερ μιλούν για πράγματα που έχουμε θρηνήσει ή που έχουμε σε εκκρεμότητα, για το συναίσθημα της ματαίωσης για το οποίο συζητάμε, και όλα αυτά με ένα δυναμισμό που τα καθιστά ιδανικά για έναν ήρωα που επιμένει, δεν παραιτείται, δεν "παραδειγματίζεται". "Η τέχνη φέρνει μπροστά μας άγριες καταστάσεις αλλά με έναν φροντιστικό τρόπο· αντίστοιχη είναι η πρόθεσή μας για την παράσταση", εξηγεί ο σκηνοθέτης. Στην πραγματικότητα, ο μουσικός χαρακτήρας (η ρυθμική εκφορά του λόγου, οι ήχοι, το ραπάρισμα του Προμηθέα) μαζί με την κίνηση (επιμέλεια της Εύης Οικονόμου) και τις μάσκες που φορούν όλα τα πρόσωπα (τις έχει κατασκευάσει η Μάρθα Φωκά) αποτελούν ένα αδιαίρετο σύνολο, που δεν ορίζει απλώς την εξωτερική εικόνα της παράστασης. Ο Μιχάλης Βαλάσογλου, που έχει κάνει τη διδασκαλία της εμψύχωσης στους συμπρωταγωνιστές του, παρατηρεί πως η μάσκα "μοιάζει σαν να έχει συμπυκνώσει μια στιγμή σε πολύ μεγάλη θερμοκρασία. Μια στιγμή που φέρει μαζί της μια ιστορία, τις ιστορίες ενός παρελθόντος· σαν να έχει αποκρυσταλλώσει την κορυφή μιας πορείας". Η μάσκα βοηθάει τους ηθοποιούς να βγουν από τα ατομικά χαρακτηριστικά τους, εξηγεί, ενώ και η Βάσω Καβαλιεράτου συμπληρώνει ότι πρόκειται για μια αποκαλυπτική εμπειρία που τους κάνει να εγκαταλείπουν τις ευκολίες τους.
Επί σκηνής, πάντως, η μάσκα φέρνει μια αποστασιοποίηση και κάνει τα πρόσωπα να δείχνουν αρχετυπικά. "Πιστεύω πως η μάσκα μαζί με την ηχητική διαχείριση δημιουργούν ένα σύμπαν προσβάσιμο αλλά όχι ρεαλιστικό, σαν να πρόκειται για ένα σκοτεινό εφιάλτη", λέει ο Μπινιάρης, ενώ ο Πάρις Μέξης, που υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια, συμπληρώνει πως "βάζοντας μια χειρονομία αποστασιοποίησης, όπως είναι η μάσκα, αυτομάτως ό,τι κάνεις γίνεται συμβολικό. Αν δεν είχαμε τη μάσκα, αυτός ο χώρος θα γινόταν πάρα πολύ σκληρός, περισσότερο απ’ ό,τι είναι ήδη· από την άλλη, το συμβολικό ανοίγει σε συνειρμούς". Πράγματι, αυτό που έγινε φανερό ήδη από την πρόβα είναι πως η μάσκα αποτρέπει μια νατουραλιστικού επιπέδου ταύτιση, όχι όμως την αναγνώριση της δυστοπίας, ενώ λειτουργεί και μεγεθυντικά όσον αφορά την επίδραση των σκηνικών δρώμενων· τα οποία, μάλιστα, πρόκειται να κλιμακωθούν στις επόμενες σκηνές, που φέρνουν στη σκηνή τους συνθηκολογημένους πρώην επαναστάτες γονείς του Προμηθέα (κατ’ αντιστοιχία με τον Ωκεανό του μύθου), οι οποίοι επιχειρούν να τον πείσουν να αποδεχτεί τη μοίρα του. Ο Μπινιάρης, πάντως, που συνεχίζει εμφατικά να πιστεύει στην αποδοχή του τραύματος, επιλέγει να κλείσει ως εξής: "Δεν ξέρω αν η αλλαγή θα προέλθει από τα έξω προς τα μέσα ή το ανάποδο. Αν θα αλλάξουν τα πράγματα πρώτα σε κοινωνικό επίπεδο ή αν θα ξεκινήσουν από το προσωπικό, να μου είναι δηλαδή δυσβάσταχτο όλο το έξω και κάπως όλο αυτό να μεταδοθεί και να φέρει κάτι. Εγώ και στα δύο πιστεύω, αν και αναγνωρίζω ότι το πρώτο είναι πιο δύσκολο. Είμαι ρομαντικός; Δεν ξέρω".
Περισσότερες πληροφορίες
Προμηθέας
Μια σύγχρονη ανάγνωση του αισχύλειου έργου που εμβαθύνει σε ζητήματα ψυχικής και κοινωνικής απομόνωσης και προσεγγίζει τον μύθο του Προμηθέα μέσα στα όρια μιας αυταρχικής φυλακής υψίστης ασφαλείας, όπου ξεδιπλώνεται ένα σκοτεινό χρονικό μια σειράς ανακρίσεων. Στην καρδιά του έργου βρίσκονται οι αμείλικτες επισκέψεις των εκπροσώπων του καθεστώτος στον κρατούμενο Προμηθέα, συνθέτοντας μια στοιχειωμένη καταβύθιση σε μια εποχή που δεσπόζουν απολυταρχικές πρακτικές και αντιλήψεις. Στην παράσταση ενσωματώνονται, επίσης, στίχοι του ράπερ Άγνωστος Χειμώνας, ο οποίος είναι γνωστός για το αντιδογματικό του ύφος και το κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο των τραγουδιών του. Αυτές οι λυρικές συνεισφορές, σε συνδυασμό με τον κορμό ενός νέου κειμένου, αποτελούν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται μια σκηνική αλληγορία με όχημα τη μουσικότητα του λόγου, τις ψυχολογικές σημάνσεις και τη σκηνική χρήση της μάσκας, συμβάλλοντας έτσι στην δημιουργία ενός πολυδιάστατου παραστασιακού γεγονότος.