Το στοιχείο της έκπληξης θα μπορούσαμε να πούμε ότι εμπεριείχαν οι ελληνικές παραστάσεις του φεστιβάλ, αφού είτε αποτελούσαν πρωτότυπες συνθέσεις, είτε βασίζονταν σε νέα θεατρικά έργα που γράφτηκαν ειδικά γι’ αυτές, είτε ανέβασαν στη σκηνή άπαιχτα έως τώρα θεατρικά έργα και λογοτεχνικά κείμενα. Θεματολογικά κυριάρχησαν τα ζητήματα του σεξισμού, των έμφυλων ταυτοτήτων και της πατριαρχίας· επίσης υπήρξε ενδιαφέρον για την ελληνική ιστορία, ενώ σημαντική ήταν η παρουσία παραστάσεων που με οποιοδήποτε τρόπο απασχολήθηκαν με αληθινές ιστορίες. Το σκηνικό ύφος κινήθηκε προς διάφορες επιλογές: θέατρο-ντοκουμέντο, αφηγηματικό θέατρο, περφόρμανς, ενώ ο εικαστικός χαρακτήρας και η μουσική ταυτότητα ήταν επίσης κυρίαρχα στοιχεία σε αρκετές παραστάσεις.
Προϋπάρχον θεατρικό έργο και μάλιστα του κλασικού ρεπερτορίου –το οποίο, ωστόσο, δεν είχε ανεβεί έως τώρα– σκηνοθέτησε μόνο ο Θάνος Παπακωνσταντίνου: τη ρωμαϊκή τραγωδία του Σενέκα "Θυέστης". Μια τραγωδία για την αλαζονεία και τη βία της εξουσίας βασισμένη στο μύθο των Πελοπιδών και τα "θυέστεια δείπνα", δηλαδή στην πράξη εκδίκησης του Ατρέα, που σκότωσε, μαγείρεψε και πρόσφερε σε δείπνο στον αδελφό του, Θυέστη, τα ίδια του τα παιδιά, δίνοντας φρικτό τέλος στη μεταξύ τους διαμάχη για την εξουσία. Ο Παπακωνσταντίνου παρέδωσε μια παράσταση χαρακτηριστική του ύφους του που διατρέχεται από εικαστικό μεγαλείο και μνημειακό χαρακτήρα. Με ευδιάκριτες όσο ποτέ αναφορές στο θέατρο του Θόδωρου Τερζόπουλου (συμμετείχαν μάλιστα δύο από τους σταθερούς ηθοποιούς του, ο Αντώνης Μυριαγκός και ο Τάσος Δήμας), η παράσταση αναπαρέστησε και μετέδωσε με γλαφυρότητα μια τελετουργία αιματηρής φρίκης: ο στιλιζαρισμένος λόγος και κίνηση, η κυριαρχία της μουσικής και των υπόκωφων ήχων, η ωραία ένταξη της παιδικής χορωδίας στη δράση και η χαρακτηριστική χρωματική παλέτα που αγαπάει ο σκηνοθέτης (λευκό-κόκκινο-μαύρο) κυρίευσαν τη σκηνή, διεγείροντας αισθήσεις και συναισθήματα, αφήνοντας το λόγο σε δεύτερη μοίρα.
Η μεγάλη ελληνική παραγωγή του Φεστιβάλ, "Καζανόβα / Δον Ζουάν. Ερωτική περιπλάνηση" διά χειρός του Στάθη Λιβαθινού έφερε τον ποιητικό λόγο στο προσκήνιο μέσα από τη σύγκλιση αποσπασμάτων του "Δον Ζουάν" του Λόρδου Μπάιρον και του "Τέλους του Καζανόβα" της Τσβετάγεβα. Επρόκειτο για ένα γοητευτικό εγχείρημα που δεν μας γνώρισε μόνο δύο άγνωστα ποιητικά κείμενα, αλλά φώτισε και μια άγνωστη πλευρά του ποιητή, που εδώ έχει συνδεθεί μόνο με το φιλελληνισμό. Οι μορφές του μυθικού Δον Ζουάν και του ιστορικού Καζανόβα συναντήθηκαν σε μία παράσταση που –κατά το ύφος του Λιβαθινού– εμπλούτισε το λόγο με πλούσια δράση και ζωηρό σκιτσάρισμα χαρακτήρων, όμως το εγχείρημα φάνηκε ημιτελές, ίσως και εξαιτίας της σύγκλισης, που δεν επέτρεψε σε κανένα από τα δύο έργα να αναπτυχθεί ικανοποιητικά.
Στη λογοτεχνία στηρίχτηκε η Ζωή Χατζηαντωνίου, δραματοποιώντας το μυθιστόρημα της Αυστριακής Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν "Ρέκβιεμ για τη Φάνι Γκόλντμαν". Η υπόθεση αφορά τη σχέση μιας ηθοποιού με έναν νεαρό, φιλόδοξο συγγραφέα, ο οποίος αφού εισχωρήσει στον κύκλο της και εκμεταλλευτεί κάθε χρήσιμη γνωριμία, θα βασίσει το πρώτο, επιτυχημένο βιβλίο του στη ζωή της. Η παράσταση μας σύστησε ένα ενδιαφέρον κείμενο και μια ιστορία έμμεσης κακοποίησης και τοξικότητας· η αναπαράστασή του, όμως, επί σκηνής μέσω της αφηγηματικής οδού δεν βοήθησε το σκηνικό ενδιαφέρον να κρατηθεί ψηλά. Οι συνεχείς προβολές και η δημιουργία εικαστικής ατμόσφαιρας ανάλογης με αυτή ενός ζωντανού πίνακα προσέδωσαν πάντως κάποιο ύφος και μας έδωσαν ωραίες ερμηνείες οι Αλεξία Καλτσίκη, Ελίνα Ρίζου, Άννα Καλαϊτζίδου και Χαρά Μάτα Γιαννάτου.
Οι "Βάκχες" της Έλλης Παπακωνσταντίνου εμπνεύστηκαν ελεύθερα από την ευριπίδεια τραγωδία και κατέθεσαν ένα νέο κείμενο (μαζί με τη Χλόη Τζία Κολύρη). Η ιστορία διαδραματίστηκε σε μια μελλοντική δυστοπία, όπου κατέφτασε σαν κομήτης ο πανσεξουαλικός Διόνυσος για να γκρεμίσει συθέμελα τον υπάρχοντα κόσμο και να οδηγήσει τον τυραννικό αλλά καταπιεσμένο ηγέτη Πενθέα στην απελευθέρωση. Κουίρ αισθητική και έντονος μουσικός και χορευτικός χαρακτήρας έδωσαν το στίγμα σε μια περφόρμανς που μίλησε κυρίως για την ελευθερία της σεξουαλικής έκφρασης και τη ρευστότητα φύλων με δυναμική σκηνική γλώσσα κι επιδραστική ατμόσφαιρα, αν και χαλαρό κειμενικό άξονα.
Το ζήτημα της αποδοχής του εαυτού και της πατριαρχικής βίας κατέθεσε η –μουσική κυρίως– περφόρμανς "Τραγούδια του ελληνικού λαού - Drag ορατόριο" από τον Γιάννη Σκουρλέτη και την ομάδα bijoux de kant. Αν και ελλειμματική από άποψη δραματουργίας, υπήρξε μια ιδιαίτερη πρόταση, που εκτυλίχθηκε ως ένα νούμερο για πιάνο και φωνή: ένας πιανίστας (Γιώργος Ζιάβρας), μία drag βαρύτονος (Νίνα Νάη) και μία περφόρμερ συναντήθηκαν με αφορμή τα τραγούδια του Γιάννη Κωνσταντινίδη· επρόκειτο για μια απρόσμενη συνάντηση όσο και η ιδιάζουσα περίπτωση του συνθέτη που διέπρεψε στο χώρο του ελαφρού τραγουδιού, αλλά αφοσιώθηκε και στο δημοτικό τραγούδι, το οποίο απέδωσε μέσα από τη φόρμα της δυτικής οπερατικής μουσικής, οδηγώντας την ελληνική παράδοση σε "παρενδυτικά" μονοπάτια.
Ο Μάριο Μπανούσι, ο πιο πολυσυζητημένος σκηνοθέτης της τελευταίας σεζόν, παρουσίασε την παράσταση "Taverna Miresia - Mario, Bella, Anastasia", κλείνοντας την άτυπη τριλογία που αποτελείται από τις παραστάσεις "Ragada" και "Goodbye, Lindita". Χρησιμοποιώντας αντίστοιχη σκηνική γλώσσα με αυτή του "Goodbye, Lindita", μίλησε ξανά για το πένθος, την απώλεια και την απουσία, σε μια παράσταση στοιχειωμένη από την παρουσία/απουσία του πατέρα (του). Κυρίαρχη γήινη αίσθηση στο χώμα και την άγρια βλάστηση που ξεφύτρωνε μέσα στο μπάνιο του σκηνικού, βαλκανικά ακούσματα, συμβολισμοί και προσωπικές αναφορές χαρακτήρισαν μια παράσταση που επιβεβαίωσε εκ νέου πως ο Μπανούσι ξέρει πώς να κάνει το προσωπικό βίωμα τέχνη. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που διαμορφώνει τον δικό του ευδιάκριτο κώδικα, αν και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρατηρούνται σημεία σύγκλισης στις δουλειές του, μέχρι και στην επανάληψη πανομοιότυπων σκηνικών μοτίβων.
Άλλες παραστάσεις μοιράστηκαν ως κοινή πηγή άντλησης την ιστορική και κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Ευθέως ως ντοκουμέντο προέκυψε η δουλειά της Νατάσας Τριανταφύλλη "Σχέδιο Μάρσαλ - A path of perspectives". Το περιβόητο σχέδιο των ΗΠΑ για την ανοικοδόμηση της ελληνικής οικονομίας (μεταξύ άλλων ευρωπαϊκών), που εκπονήθηκε κατά το διάστημα 1947-51, και οι εκθέσεις/ημερολόγια του Αμερικανού απεσταλμένου στην Ελλάδα τροφοδότησαν το κείμενο της παράστασης (Ν. Τριανταφύλλη, Δήμητρα Μητροπούλου), που συμπύκνωσε έναν σημαντικό όγκο πληροφοριών, μεταδίδοντας την εικόνα της ρημαγμένης (μετ)εμφυλιακής Ελλάδας (ανθρωπογεωγραφία, επιτεύγματα του σχεδίου, ρόλος των ΗΠΑ στον Εμφύλιο). Η υποτυπώδης και ασθματική σκηνική δράση αδίκησε τους καλούς ηθοποιούς, ενώ το δεύτερο μέρος του αναστοχασμού δεν ξεπέρασε το επίπεδο ενός ρομαντικού σχολίου, δείχνοντας πως το κεφάλαιο θέατρο ντοκουμέντο θα πρέπει να επανεξεταστεί ως προς τη σκηνική γλώσσα.
Έντονο στίγμα κοινωνικού προβληματισμού έφεραν οι παραστάσεις, που στηρίχτηκαν σε θεατρικά έργα γραμμένα ειδικά γι’ αυτές, "Το ρόδο είναι ρόδο" της Κατερίνας Λούβαρη-Φασόη σε σκηνοθεσία του Παντελή Δεντάκη, και οι "Σπυριδούλες" της Νεφέλης Μαϊστράλη σε συνσκηνοθεσία των Θανάση Ζερίτη και Χάρη Κρεμμύδα της ομάδας 4Frontal. Η πρώτη βασίστηκε σε ένα πρόσφατο γεγονός, την περίπτωση της Δήμητρας της Λέσβου, η οποία αποδόθηκε σε μια ιστορία μυθοπλασίας με ευδιάκριτες συνδέσεις με το γεγονός που την τροφοδότησε. Ο Χρήστος Στέργιογλου στο ρόλο της –κατά τη συγγραφική εκδοχή– Διονυσίας και ο Γιάννης Παπαδόπουλος σε αυτόν του νεαρού γείτονα δημιούργησαν μια ωραία συνθήκη, που εστίασε στη σχέση και την αποδοχή του εαυτού και του διαφορετικού. Η σκηνή της βίαιης εισβολής στο σπίτι της παρέας που τραμπουκίζει και τελικά κακοποιεί τη Διονυσία πέτυχε το στόχο να ενοχλήσει με την ωμότητά της, λειτούργησε όμως μάλλον μονοκόμματα από δραματουργικής άποψης, καθώς κυριάρχησε η ανάγκη να ακουστούν τα "διδάγματα" έργου και παράστασης.
Αυτή η ανάγκη των καλλιτεχνών να τοποθετηθούν, καταλήγοντας σ’ ένα θέατρο όπου η θεατρικότητα παραμερίζεται για χάρη του μηνύματος, εντοπίστηκε και στις "Σπυριδούλες": εδώ αφορμή ήταν μια παλιά ιστορία, της δωδεκάχρονης υπηρέτριας που κακοποιήθηκε βάναυσα από τα αφεντικά της –την έκαψαν με σίδερο σε όλο της το σώμα– τη δεκαετία του ’50. Η σημαντική ιστορία, όπου αποτυπώνονται κι άλλες κρυφές ιστορίες ταξικής και έμφυλης βίας της μεταπολεμικής Ελλάδας, μεταγράφηκε σε ένα έργο που μεταχειρίστηκε πολλά δραματουργικά εργαλεία: ξεκίνησε από την (πεζή) ηθογραφία –μια επιλογή που στοίχισε, καθώς ένα έργο του 2023 έμοιαζε να έχει γραφτεί την εποχή που περιγράφει–, πέρασε επιτυχώς στο θέατρο ντοκουμέντο, εισάγοντας μαρτυρίες του τότε και του τώρα, έκανε μια "στάση" τρομερής ωμότητας στην περιγραφή της κακοποίησης της Σπυριδούλας (ανατριχιαστική η Τατιάνα Πίττα στην ερμηνεία της Κυρίας) και κατέληξε μάλλον στη συνθηματολογία. Πολύ ωραίος ο ρόλος της μουσικής από τους Θραξ Πανκc και των τραγουδιών, τα οποία σε σημεία λειτούργησαν επιδραστικότερα απ’ ό,τι το κείμενο (στίχοι της Νεφέλης Μαϊστράλη).
Την ανάγκη συγγραφής νέων ελληνικών έργων εκπληρώνει το Φεστιβάλ και μέσω του θεματικού κύκλου "Contemporary Ancients" της Μικρής Επιδαύρου, όπου γίνεται ανάθεση νέων έργων με αφορμή τους αρχαίους μύθους. Το πρόγραμμα ξεκίνησε με τα "Συμπτώματα από την έλλειψη βάρους" του Γιάννη Σκαραγκά, έργο εμπνευσμένο από τις "Ευμενίδες" (δηλαδή την καταδίωξη του Ορέστη από τις Ερινύες για το φόνο της μητέρας του), σε μορφή ενός σκοτεινού θρίλερ με φιλοσοφικές αποχρώσεις, όπου το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στα βαριά μυστικά και τις ιστορίες βίας και κακοποίησης που δένουν τα μέλη μιας οικογένειας. Αν και η ετυμηγορία για το αν το κείμενο έφτασε εις βάθος ή απλώς συνέθεσε επιτυχημένα μια ιστορία με σασπένς είναι μάλλον αμφίρροπη, η σκηνοθεσία της Έμιλυς Λουίζου (που είχε δείξει ήδη ωραία δείγματα γραφής με το "Labor", στο θέατρο Πορεία) είχε χαρακτήρα, δημιούργησε ατμόσφαιρα κι ένα ολοκληρωμένο αισθητικό σύμπαν και απέσπασε πολύ καλές ερμηνείες (Αιμιλιανός Σταματάκης, Σύρμω Κεκέ, Νεφέλη Κουρή κ.ά.), μαρτυρώντας ότι θα μας απασχολήσει γόνιμα και στο μέλλον.
Σημ. Το ελληνικό πρόγραμμα συμπληρώθηκε από τις παραστάσεις "Καταστροφή" από τον Δημήτρη Μπαμπίλη και "Run - Ένα σκηνικό δοκίμιο για την έλλειψη χρόνου" από τον Γιώργο Βαλαή, που παρουσιάστηκαν στο Εθνικό Θέατρο.