"Φαντασμαγορική και μαγική, συναισθηματική και προσωπική, η παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά αποδείχθηκε η καλύτερη έναρξη για το Φεστιβάλ Αθηνών", γράφαμε για την "Άλλη πλευρά της καταιγίδας", που άνοιξε την πρώτη ημέρα του Ιουνίου το πρόγραμμα της Πειραιώς 260. Με την ολοκλήρωσή του, οχτώ εβδομάδες αργότερα, το συναίσθημα έχει μετατοπιστεί από τον ενθουσιασμό στον προβληματισμό. Αναγνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται για φετινό φαινόμενο και λαμβάνοντας, σαφώς, υπόψη τον παράγοντα της πανδημίας, που λάβωσε το θέατρο, δεν είναι πάντως αβάσιμο να πούμε ότι το Φεστιβάλ δεν έχει καταφέρει να καθορίσει την καλοκαιρινή πολιτιστική ταυτότητα της πρωτεύουσας. Η Αθήνα δεν ζει στους ρυθμούς του, όπως συμβαίνει σε αντίστοιχα φεστιβάλ της Ευρώπης, λ.χ., της Αβινιόν ή του Εδιμβούργου. Φυσικά, έχουμε δει εξαιρετικές παραστάσεις (χάρη) σε αυτό· το σχόλιο όμως έχει να κάνει με τη διαπίστωση ότι το Φεστιβάλ δείχνει να αφορά ένα συγκεκριμένο, μάλλον περιορισμένο κοινό, ενώ δεν έχει καταστεί πόλος έλξης ξένων επισκεπτών ή –παρά μόνο σε λίγες περιπτώσεις– ένας χώρος που γεννάει προτάσεις, τάσεις, πρόσωπα· περισσότερο δείχνει να ακολουθεί παρά να προηγείται.
Ο τρόπος που δομείται ο προγραμματισμός, με τις εκδηλώσεις να περιορίζονται σε ένα τρίωρο-τετράωρο χρονικό παράθυρο καθημερινά, ίσως εξηγεί αυτή την αίσθηση απομόνωσης (η οποία πάντως αντισταθμίστηκε κάπως από την ενέργεια που έδιναν μετά τις παραστάσεις τα live και τα djsets)· αν και είναι κατανοητό ότι το θερμό ελληνικό καλοκαίρι λειτουργεί αποτρεπτικά, ένας ολοήμερος προγραμματισμός θα βοηθούσε, θεωρώ, την Πειραιώς 260 να λειτουργήσει ως ένας ζωηρότερος πυρήνας ζυμώσεων και διαλόγου με παράλληλες παραστάσεις και σχετικές εκδηλώσεις σε συνεχή αλληλουχία, ενώ το πρόγραμμα θα συμπυκνωνόταν σε πιο σύντομο διάστημα, κάτι επίσης θετικό. Επιπλέον, η φετινή –ακατανόητη– απόφαση να μην προσφερθεί δυνατότητα μετακίνησης των θεατών από το κέντρο της πόλης προς τις αίθουσες ενέτεινε την αίσθηση ενός Φεστιβάλ που προτιμάει να παραμείνει περίκλειστο, απευθυνόμενο στους άμεσα ενδιαφερόμενους.
Το φετινό πρόγραμμα περιλάμβανε λίγα ηχηρά ξένα ονόματα, περισσότερους ξένους δημιουργούς που συστήθηκαν πρόσφατα στο ελληνικό κοινό και, βέβαια, εγχώριους καλλιτέχνες, καθώς εδώ και αρκετά χρόνια η ενίσχυση της ελληνικής παραγωγής αποτελεί βασικό στόχο. Συνολικά, λίγες είναι οι παραστάσεις που διεκδίκησαν τον τίτλο "sold out", όπως αυτή της Comédie Française, με την πρώτη –απαγορευμένη– εκδοχή του "Ταρτούφου", σε σκηνοθεσία του Ίβο βαν Χόβε. Ο Βέλγος σκηνοθέτης, αγαπημένος του ελληνικού κοινού, εκμοντέρνισε τη μολιερική κωμωδία, εστιάζοντας στα δραματικά στοιχεία της, ενώ πρότεινε και μια δική του ανάγνωση για το ήθος των προσώπων, επεκτείνοντας το γνώρισμα του "ταρτουφισμού" στο σύνολο των ηρώων.
Παράσταση φεστιβαλικού επιπέδου, καταχειροκροτήθηκε, ακόμη και από τους διαφωνούντες, για την άψογη αισθητική και τους υπέροχους ηθοποιούς, προσωπικά, όμως, τοποθετώ στην πρώτη θέση των ελάχιστων φετινών παραγωγών που μετακίνησαν κάτι μέσα μου αυτήν του Γιάννη Χουβαρδά. Η "Άλλη πλευρά της καταιγίδας", αποτέλεσμα της εξαιρετικής ιδέας να μεταφερθεί η σαιξπηρική "Τρικυμία" σε ένα στούντιο της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ και να ενωθεί με την τέχνη του Όρσον Ουέλς, αποτέλεσε παραγωγή αντάξια ενός μεγάλου Φεστιβάλ, αλλά κυρίως μια σπουδαία ομαδική δουλειά, που κατέθεσε τη βαθιά αγωνία του δημιουργού της για το εφήμερο –αλλά τόσο σημαντικό– αποτύπωμα των καλλιτεχνών στον κόσμο μας.
Από τους υπόλοιπους Έλληνες δημιουργούς, εκπροσώπους της νεότερης γενιάς στην πλειονότητά τους, ο Γιώργος Κουτλής διατήρησε στα ύψη το ρεύμα που τον ακολουθεί με τη sold out παράσταση "Η νύχτα, ο σκύλος και το μαχαίρι", αποδεικνύοντας, αν μη τι άλλο, ότι μπορεί να δημιουργήσει δυναμικά σκηνικά σύμπαντα ακόμη και πάνω σε προβληματικά κείμενα. Με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όμως, παρακολούθησα την "Αντιγόνη" από τον Αλέξανδρο Ραπτοτάσιο: Με τη δράση τοποθετημένη σε ένα σημερινό τηλεοπτικό στούντιο, το έργο του Σοφοκλή χρησιμοποιήθηκε ως όχημα σχολιασμού του ρόλου και της εξουσίας των ΜΜΕ. Χωρίς να εστιάζει στο τραγικό μέγεθος και στη συνομιλία με τους ηθικούς προβληματισμούς που θέτει ο τραγικός ποιητής, η ανάγνωση του Ραπτοτάσιου φώτισε μια άλλη διάσταση της εξουσίας, στο εδώ και το τώρα. Στην Ελεάνα Τσίχλη οφείλουμε το ότι έδωσε σκηνική υπόσταση και μας σύστησε το σπουδαίο, δυστοπικό -όσο και προφητικό, γραμμένο σχεδόν εκατό χρόνια πριν, το 1929- μυθιστόρημα του Αργεντινού Ρομπέρτο Αρλτ, "7 τρελοί", σε μία φροντισμένη παράσταση, που όμως δεν κατάφερε να δώσει ικανοποιητικές λύσεις στις προκλήσεις που θέτει σταθερά η μεταφορά της λογοτεχνίας στο σανίδι.
Δυνατή στιγμή αποδείχθηκε η δουλειά του Χιλιανού Μάρκο Λαγέρα. Εμπνευσμένος από τις κοινωνικές εξεγέρσεις που συντάραξαν τη Χιλή επί μήνες το 2019-2020, ο Λαγέρα επικεντρώθηκε στο ζήτημα της αστυνομικής βίας με μια παράσταση ιδιαίτερου ύφους, όπου ο ρεαλισμός έσμιγε με το γκροτέσκο. Χωρίς να καταφεύγει στις τεχνικές του θεάτρου ντοκουμέντο, με χρήση κυρίως σωματικής παρά λεκτικής έκφρασης, η "Όαση ατιμωρησίας" είχε τη μορφή μιας παράδοξης –και σε στιγμές αποκρουστικής– χορογραφίας, που εκτυλίχθηκε μέσα σε μια εφιαλτική ατμόσφαιρα βαρβαρότητας, ανθρώπινου πόνου και εξευτελισμού. Η πολυαναμενόμενη παράσταση της Καρολίν Γκιγελά Ενγκιγέν επιβεβαίωσε ότι έχουμε να κάνουμε με μια ευαίσθητη δημιουργό, που στρέφεται στις πρωταρχικές ανθρώπινες αξίες. Η "Αδελφοσύνη, μια φανταστική ιστορία" βασίστηκε σε μια υπέροχη κεντρική ιδέα, τοποθετημένη σε ένα φανταστικό μέλλον, όπου εξαιτίας μιας έκλειψης έχει χαθεί ένα μέρος της ανθρωπότητας, ενώ οι εναπομείναντες κάτοικοι της Γης καταφεύγουν σε "κέντρα φροντίδας", απ’ όπου στέλνουν μηνύματα στους αγνοούμενους αγαπημένους τους. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, ζημιώθηκε εντέλει από τη χαλαρή δραματουργία και τη βραδεία εξέλιξη της δράσης.
Από εκεί και πέρα, μάλλον απογοητευτική ήταν η παρουσία της Κριστιάν Ζαταΐ με το "Λυκόφως", μια σκηνική εκδοχή του κινηματογραφικού "Dogville": Η σημαντική Βραζιλιάνα σκηνοθέτρια μίλησε για τη δυστοπία της χώρας της και κατέθεσε ένα συνολικότερο σχόλιο για τον εκφασισμό των σύγχρονων κοινωνιών, καταλήγοντας όμως σε ένα μάλλον στείρο μανιφέστο. Στο ελάχιστο δεν συνεπήρε το ελληνικό κοινό η φιλόδοξη παρουσία των Αμερικανών Nature Theater of Oklahoma, με το "Μπερτ Τουρίντο", μια τετράωρη (!) παρωδία λαϊκής όπερας, δοσμένη μονότονα πάνω στο μοτίβο της κάντρι μουσικής, που προσπάθησε να χωρέσει τα πάντα: οικολογικούς προβληματισμούς, έμφυλη βία, γενοκτονίες, αποδόμηση αμερικάνικης κουλτούρας. Πιο ευφάνταστο αλλά όχι ιδιαιτέρως συναρπαστικό ως θέαμα ήταν το περιπαιχτικό και μελαγχολικό παραμύθι του Φιλίπ Κεν, "Farm fatale", όπου πέντε σκιάχτρα-survivors της κλιματικής αλλαγής αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο να διασώσουν τη φωνή της Γης για χάρη των επόμενων γενεών.