Η χειμερινή σεζόν που τυπικά φτάνει στο τέλος της την Κυριακή των Βαΐων ήταν η πρώτη ύστερα από ενάμιση χρόνο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κανονική. Από τον Οκτώβριο, οι χειμερινές αίθουσες άνοιξαν τις πόρτες τους, προσφέροντας ένα φάσμα ρεπερτορίου που δεν διέφερε και πολύ –από άποψη αριθμών, τουλάχιστον– από τα προ πανδημίας δεδομένα. Δεν μπορούμε πάντως να μιλάμε για μια ομαλή σεζόν, καθώς εξελίχθηκε κάθε άλλο παρά απρόσκοπτα: τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο σημειώθηκε σημαντική κάμψη στην προσέλευση των θεατών και στη ροή των παραστάσεων, λόγω της μετάλλαξης Όμικρον, κάτι που οδήγησε σε ένα ενδιάμεσο μίνι lockdown, ενώ μέχρι και σήμερα εξελίσσεται μετ’ εμποδίων, καθώς οι περισσότερες παραγωγές διακόπτονται προσωρινά, καθώς προκύπτουν κρούσματα ανάμεσα στους συντελεστές.
Τα παραπάνω δεδομένα δεν αφορούν μόνο τα νούμερα, ούτε τα νούμερα είναι ασύνδετα από την παραστασιακή εικόνα, την οποία επιχειρούμε να χαρτογραφήσουμε. Για παράδειγμα, στον φετινό χάρτη, ειδικά κατά το πρώτο μισό της σεζόν, ήταν μειωμένη η παρουσία των μικρών θεάτρων και των ομάδων που δεν έχουν δική τους στέγη – η γενικότερη αβεβαιότητα φέτος τους παρόπλισε ακόμη περισσότερο, ενώ κάτι ανάλογο συνέβη με τις επιχορηγούμενες παραστάσεις. Ίσως εντονότερα από κάθε άλλη χρονιά, παρατηρήθηκε το φαινόμενο παραγωγών που έκαναν μετά βίας 10-12 παραστάσεις, προκειμένου να μη χαθεί η επιχορήγηση (και ο κόπος των συντελεστών), όμως για ποιο αποτύπωμα στη θεατρική πραγματικότητα μπορούμε να μιλήσουμε σε αυτές τις περιπτώσεις;
Το οικονομικό άγχος, φυσικά, αφορούσε τους πάντες, γι’ αυτό και δεν αποφεύχθηκαν οι ακυρώσεις παραγωγών που είχαν προαναγγελθεί, όπως το "Φιόρο του Λεβάντε" από τον Γ. Βάλαρη, ο "Θείος Βάνιας" σε σκηνοθεσία του Δ. Καραντζά, κ.ά., προκειμένου να επανέλθουν του χρόνου σε πιο σίγουρες συνθήκες. Σε αυτό το σφιχτό πλαίσιο, οποιοδήποτε ρίσκο θα πρέπει να επικροτηθεί, είτε αφορά επιλογές ρεπερτορίου, όπως για παράδειγμα η τόλμη του Θωμά Μοσχόπουλου να παρουσιάσει δύο άγνωστα έργα ("Πόσο κοστίζει να ζεις" της Μαρτίνα Μάγιοκ, "Ο γιατρός της τιμής του" του Καλντερόν), είτε νέα ξεκινήματα, όπως του Δημήτρη Καραντζά, με τη ριψοκίνδυνη από άποψη εμπορικότητας "Φαίδρα", είτε πολυπρόσωπες και ακριβές παραστάσεις, όπως ο "Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου" από τον Δημήτρη Τάρλοου, η "Συμφορά από το πολύ μυαλό" από τον Στάθη Λιβαθινό, κ.ά.
Σε ένα τόσο ρευστό τοπίο όπως το φετινό, η σεζόν αποδείχθηκε κάπως "αψυχολόγητη": π.χ., κάποιες από τις αγαπημένες παραστάσεις των προηγούμενων ετών επαναλήφθηκαν ως μια κίνηση ασφαλείας, αλλά δεν ξαναγνώρισαν όλες επιτυχία, ενώ σκηνοθέτες και παραγωγοί κλήθηκαν να επιδείξουν γενικότερη προσαρμοστικότητα. Οι αλλαγές στη διανομή μέσα στην ίδια σεζόν ήταν μια τέτοια κίνηση, προκειμένου να συνεχίσουν οι παραστάσεις την πορεία τους μετά την αποχώρηση συντελεστών λόγω άλλων υποχρεώσεων. Το παράδειγμα της "Τριλογίας των Λήμαν Μπράδερς" είναι το πιο χαρακτηριστικό, καθώς η παράσταση που υπογράφει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος άλλαξε κατά τα δύο τρίτα την αρχική διανομή της.
Η χαρτογράφηση των τάσεων και των προτιμήσεων του κοινού είναι εξίσου ρευστή, αν και κάποια συμπεράσματα προκύπτουν με σχετική ασφάλεια, όπως ότι σημαντικό μέρος των παραγωγών επέδειξε εξωστρεφή διάθεση, προσανατολισμένη σε θεάματα υψηλής ενέργειας και θεάματα ψυχαγωγίας, συχνά με έντονο μουσικό χαρακτήρα, που θα κάλυπταν τη διαφαινόμενη ανάγκη του κοινού για εκτόνωση μετά τον εγκλεισμό. Η εκρηκτική επιτυχία των "Παιχτών", μιας όχι ιδιαίτερα γνωστής κωμωδίας του Γκόγκολ σκηνοθετημένης από έναν νέο σκηνοθέτη, τον Γιώργο Κουτλή, σηματοδότησε αυτήν ακριβώς την ανάγκη, επικοινωνώντας κυρίως με το νεανικό κοινό, που αποδείχθηκε βασικός ρυθμιστής των φετινών τάσεων. Παραστάσεις ανάλογης ενέργειας, ακόμη κι αν το θέμα τους ήταν διαφορετικό, γνώρισαν αντίστοιχη απήχηση: η πολιτική σάτιρα του Φο "Τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού", που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Κακλέας, και η δυστοπία του Όργουελ, "Η φάρμα των ζώων" από τον Άρη Μπινιάρη. Ακόμη και τα ανάρπαστα "Κόκκινα φανάρια" στην εκδοχή του Βασίλη Μπισμπίκη οφείλουν την επιτυχία τους όχι μόνο στο ρεύμα που έχει ο σκηνοθέτης, αλλά και στο γεγονός ότι παρουσιάζουν ένα ηλεκτρισμένο drag show επί σκηνής.
Ο κίνδυνος η συγκεκριμένη τάση να γίνει μόδα που θα εφαρμόζεται αδιακρίτως είναι κάτι που μένει να φανεί, μιας και υπήρξαν και παραστάσεις που δεν ξεπέρασαν το επίπεδο της διασκεδαστικής, παρεΐστικής διάθεσης. Συνολικά, πάντως, τα μουσικά θεάματα κατέλαβαν μεγάλο μερίδιο της φετινής παραστασιογραφίας, με μιούζικαλ διαφόρων ειδών: εκλαϊκευμένα όπως η "Αυλή των θαυμάτων" (Στ. Κορκολής-Χρ. Σουγάρης), σε ποπ-φάνκι εκδοχή όπως τα "Φτηνά τσιγάρα" (Π. Καλαντζόπουλος-Ρ. Χαραλαμπίδης-Κ. Ρήγος), ή το οπερατικού μεγαλείου "Μόμπι Ντικ" (Δημ. Παπαδημητρίου-Γ. Κακλέας), αλλά και με μουσικές παραστάσεις, μάλιστα ειδικά αφιερωμένες στο ρεμπέτικο ("Το μινόρε" από τον Τ. Τζαμαργιά, "Μαρίκα Νίνου - Σαν άστρο" από τη Μ. Κάλμπαρη).
Σημαντική ήταν και η παρουσία των ελληνικών έργων, τάση που αποδεικνύεται ισχυρή τελευταία, με το Θέατρο Τέχνης να πρωτοστατεί δίνοντας βήμα σε αρκετά νέα κείμενα: "Ναυαγοί" της Ηρώς Μπέζου, "Κόκκαλο" των Άρη Ασπρούλη-Ιόλης Ανδρεάδη, "Μοτέλ" του Βασίλη Μαυρογεωργίου, "Μικροί πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα" του Γ. Καλαβριανού). Επίσης ανέβηκαν παλαιότερα ή νέα έργα δοκιμασμένων συγγραφέων (Δ. Δημητριάδη: "Η αλήθεια είναι" από τους bijoux de kant, Γ. Τσίρου: "Ημέρα Κυρίου" σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη, Γ. Διαλεγμένου: "Η νύχτα της κουκουβάγιας" από τους Elephas tiliensis), ενώ είδαμε ηθοποιούς και σκηνοθέτες και σε ρόλο συγγραφέα (εκτός της Μπέζου και του Μαυρογεωργίου, τους Τάσο Ιορδανίδη, Θοδωρή Αθερίδη και Γιώργο Βαλαή).
Πιο θολά ως προς την εξαγωγή συμπερασμάτων αποδεικνύονται τα πράγματα όσον αφορά την υπεροχή των δοκιμασμένων έργων. Η sold out επιτυχία του απολύτως συμβατικού ανεβάσματος του "Λεωφορείου ο Πόθος" από τον Θανάση Σαράντο, η επιτυχημένη πορεία παραστάσεων όπως "Ταξίδι μεγάλης ημέρας μέσα στη νύχτα" από τον Δ. Καραντζά, "Μάγισσες του Σάλεμ" από τον Ν. Χανιωτάκη ή "Ματωμένος γάμος", που σκηνοθετεί η Μαρία Μαγκανάρη, συνηγορούν ως προς αυτό. Δεν είναι λίγα, όμως, τα "outsiders" που έκαναν την έκπληξη, κυρίως αυτά που αφορούν σε προσωπικά εγχειρήματα: "Θέλω να σου κρατάω το χέρι" του Τ. Ιορδανίδη, σε σκηνοθεσία της Θάλειας Ματίκα, με τους δυο τους επί σκηνής˙ "Glorious: Η πιο φάλτσα σοπράνο" με τον Γιώργο Καπουτζίδη και την Κατερίνα Βρανά σε μια συγκινητική συνεργασία˙ "Να σου πω μια ιστορία" του Δημήτρη Πλειώνη, βασισμένη στο best seller του Χ. Μπουκάι˙ "Ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό" του Λ. Σεπούλβεδα, από τον Κώστα Γάκη˙ "Πανούκλα" του Καμί από τη Σοφία Καραγιάννη, σε μια ζωηρή εκδοχή για τρεις ηθοποιούς και έναν μουσικό κ.ά.
Δεν έλειψαν, επίσης, οι παραστάσεις με σύγχρονο προβληματισμό: σχετικές με ζητήματα πολιτικής ή ρατσισμού ήταν η "Γερμανίδα γραμματέας" που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Μόσχος, και οι παραστάσεις με σημείο εκκίνησης δύο αλβανικά κείμενα: "Λάθος χώρα" του Γκ. Καπλάνι από τον Παντελή Φλατσούση και "Η χώρα που ποτέ δεν πεθαίνεις", της Ορν. Βόρπσι, από τον Ένκε Φεζολάρι, ενώ ζητήματα φύλου, έμφυλης βίας, transgender και queer ορατότητας απασχόλησαν με διαφορετικό τρόπο και ύφος τη "Φουέντε Οβεχούνα" (Ελένη Ευθυμίου), το "Όπως πάει το ποτάμι" (Γιάννης Λεοντάρης), τη "Μηχανή Τούρινγκ" (Οδ. Παπασπηλιόπουλος), τα "Κόκκινα φανάρια" (Β. Μπισμπίκης), τον "Δράκο" (Γ. Βαλαής), το "Girls and Boys" (Άννα-Μαρία Στεφαδούρου).
Μέσα στο επισφαλές οικονομικό περιβάλλον στο οποίο κινείται η σύγχρονη θεατρική πρακτική, το ερευνητικό και πειραματικό θέατρο αντιμετωπίζει τις μεγαλύτερες δυσκολίες επιβίωσης. Καλλιτέχνες όπως ο Σάββας Στρούμπος, που επιμένει σε ένα θέατρο έρευνας, η Μάρθα Μπουζιούρη που εξασκεί το θέατρο-ντοκουμέντο, αλλά και άλλοι, αναπληρώνουν ένα σημαντικό κενό, που μάλλον θα μεγαλώνει όσο συνεχίζεται η αποσπασματική "αιμοδοσία" των επιχορηγήσεων, που προσφέρει μεν μία ανακούφιση αλλά δεν μπορεί να παραγάγει μακροχρόνια πολιτιστική πολιτική. Με αυτό το δεδομένο, είναι σημαντική η έμπρακτη υποστήριξη από οργανισμούς που μπορούν να παρέχουν ασφαλείς συνθήκες εργασίας, δηλαδή το Εθνικό (πχ. στο "Τρωίλος και Χρυσηίδα" που ανεβάζει η Μαρία Πανουργιά) ή η Στέγη, που έχει δώσει βήμα σε ερευνητές καλλιτέχνες όπως η Αργυρώ Χιώτη, ο Ηλίας Αδάμ κ.ά. Η γενικότερη γεύση, πάντως, που αφήνει αυτή η σεζόν είναι πως οι καλλιτέχνες του θεάτρου έδειξαν να βγαίνουν μπροστά, πληγωμένοι μεν αλλά αποφασισμένοι να βρεθούν ξανά στην πρώτη γραμμή, ίσως και περισσότερο ετοιμοπόλεμοι για διεκδικήσεις και αλλαγές.