Το πολυσυζητημένο και πολυβραβευμένο "Cloud Atlas" του Βρετανού David Mitchell που έχει μετατραπεί από καλτ κλασικό σε παγκόσμιο φαινόμενο, τo "Κορίτσι" της βραβευμένης Γαλλίδας Camille Laurens, που γνωρίζει μεγάλη εμπορική επιτυχία στη Γαλλία και έχει αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές (και τα δύο κυκλοφόρησαν πρόσφατα) και το πολυεπίπεδο, καινοτόμο μυθιστόρημα "Μελέτη περίπτωσης" του ταλαντούχου Σκοτσέζου Graeme Macrae Burnet, υποψήφιο για Βραβείο Booker τo 2022 (κυκλοφορεί στις 28 Μαΐου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, όπως και τα άλλα δύο) είναι η αφορμή για να δώσουμε το λόγο στις αναγνώστριες που εμβάθυναν περισσότερο από καμιά στα τρία βιβλία και δεν είναι άλλες από τις διόλου τυχαίες μεταφράστριές τους.
Η Χίλντα Παπαδημητρίου για το βιβλίο "Μελέτη περίπτωσης" του Graeme Macrae Burnet
Πώς αισθανθήκατε μεταφράζοντας το βιβλίο;
Ένιωσα σαν να συναντούσα έναν παλιό φίλο. Καθώς είχα μεταφράσει και το πρώτο του βιβλίο, το Ματωμένο του έργο, μου ήταν οικεία η γλώσσα και το ύφος του. Στη Μελέτη περίπτωσης, φυσικά, αλλάζουν η εποχή και ο τόπος, και ο Γκρέαμ Μακρέι Μπαρνέτ περιγράφει έξοχα τόσο τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια της οικονομικής στενότητας στην Αγγλία, όσο και το Λονδίνο της δεκαετίας του ’60, το swinging London της Μαίρη Κουάντ και των Beatles, αλλά από τη σκοπιά εκείνων που ο βρετανικός συντηρητισμός δεν τους επέτρεπε να βιώσουν αυτές τις ιστορικές κοινωνικές αλλαγές. Βρήκα εξίσου ενδιαφέρουσα τη ματιά του στο κίνημα της αντιψυχιατρικής και στη σημασία της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας για την απελευθέρωση από τα παιδικά τραύματα και τις ασφυκτικές κοινωνικές επιταγές.
Πώς θα μας συστήνατε τον συγγραφέα;
Ο Γκρέαμ Μακρέι Μπαρνέτ είναι χαρακτηριστικός Σκοτσέζος, κάτι που ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει στο ύφος του: λιτό και καίριο, χωρίς γλωσσικές υπερβολές. Στο Μελέτη περίπτωσης χρησιμοποιεί το λογοτεχνικό εύρημα των δήθεν ημερολογίων των ηρώων του, για να φτάσει στον πυρήνα της ψυχοσύνθεσής τους. Διαθέτει το χιούμορ και την οξυδέρκεια που απαιτείται για να περιγράψει τα περίπλοκα ψυχολογικά προβλήματα που μπορεί να οδηγήσουν ένα άτομο στην ψυχοθεραπεία, χωρίς ίχνος από τον στόμφο που συνοδεύουν συνήθως οτιδήποτε σχετίζεται με την ψυχαναλυτική διαδικασία. Κυρίως, όμως, φαίνεται ότι νιώθει βαθιά κατανόηση για τα ανθρώπινα πάθη και συμπάσχει με τους ήρωές τους.
Γιατί να διαβάσουμε το βιβλίο;
Το βιβλίο είναι αξιανάγνωστο γιατί διεισδύει βαθιά στον βρετανικό συντηρητισμό, ανατέμνει τις ταξικές αγκυλώσεις της αγγλικής κοινωνίας και δείχνει πώς ένα ασχημόπαπο μπορεί να γίνει κύκνος ακόμα και σε μεγάλη ηλικία.
Η Μαρία Ξυλούρη για το "Cloud Atlas" του David Mitchell
Πώς αισθανθήκατε μεταφράζοντας το βιβλίο;
Ο Άτλας νεφών αποτελεί βιβλίο-σημείο αναφοράς για μένα ήδη από όταν το πρωτοδιάβασα (στη μετάφραση της Άρτεμης Λόη), χωρίς τότε να μου περνάει καν από το μυαλό ότι ίσως κάποτε να μετέφραζα τον συγγραφέα. Είναι ένα βιβλίο ιδιαίτερα απαιτητικό στη μετάφραση· αν πω ότι δεν ένιωθα τρόμο και άγχος όσο το δούλευα, θα πω ψέματα. Από την άλλη, αισθάνθηκα και χαρά, επειδή μεταφράζοντάς το το ξαναγνώρισα και διαπίστωσα ότι αντέχει εξαιρετικά στον χρόνο – αντί να το βαρεθώ ή να το αμφισβητήσω το αγάπησα ακόμα περισσότερο και διαρκώς ανακάλυπτα πράγματα.
Πώς θα μας συστήνατε τον συγγραφέα;
Ο David Mitchell είναι συγγραφέας-ταχυδακτυλουργός. Τα βιβλία του ενσωματώνουν πάρα πολλά, συχνά ετερόκλητα, στοιχεία για να δημιουργήσουν ένα πολύχρωμο, εντελώς δικό του σύμπαν, άλλοτε σκοτεινό, άλλοτε τρυφερό, άλλοτε ρεαλιστικότερο και άλλοτε πιο φανταστικό. Πάνω από όλα είναι ένα σύμπαν βαθιά διασκεδαστικό. Και όσο δύσκολος είναι στη μετάφραση, άλλο τόσο απολαυστικός είναι στην ανάγνωση.
Γιατί να διαβάσουμε το βιβλίο;
Ο Άτλας νεφών είναι ένα σύγχρονο κλασικό: ένα βιβλίο που, είκοσι χρόνια από την πρώτη του κυκλοφορία, ακόμα αποτελεί σημείο αναφοράς και μέτρο σύγκρισης. Ουσιαστικά πρόκειται για έξι βιβλία σε ένα – με το είδος, τον τόπο, τον χρόνο να αλλάζουν από βιβλίο σε βιβλίο, και τη γλώσσα να προσαρμόζεται ανά περίπτωση. Ξεκινάμε από τον 19ο αιώνα για να φτάσουμε στο μετααποκαλυπτικό μέλλον – στα οποία ο Μίτσελ εξερευνά την ακόρεστη ανθρώπινη δίψα για τη δύναμη και την εξουσία, και την αδιανόητη ικανότητά μας να κάνουμε το κακό, αλλά και την ευθύνη μας απέναντι σε όσους προηγήθηκαν και σε όσους θα ακολουθήσουν να κάνουμε το καλό και να παλέψουμε για το μέλλον. Το σχέδιο ακούγεται –και είναι– περίπλοκο, η εκτέλεση όμως είναι απολαυστική.
Η Στέλα Ζουμπουλάκη για το "Κορίτσι" της Camille Laurens
Πώς αισθανθήκατε μεταφράζοντας το βιβλίο;
Δεν μου είναι εύκολο να απαντήσω, το πρώτο που μου έρχεται να πω είναι άγχος! Ήταν ένα απαιτητικό βιβλίο στη μετάφρασή του, καθώς ήταν γεμάτο γλωσσικά παιχνίδια της γαλλικής γλώσσας, που δεν μπορούν εύκολα να μεταφερθούν. Πώς να αποδώσεις κάτι που ναι μεν υπάρχει στη γαλλική γραμματική, αλλά στα ελληνικά είναι τελείως διαφορετικό, όλα αυτά τα παιχνίδια με τα γένη, τους γαλλικούς ιδιωματισμούς; Μπορεί να φαίνεται απλό όταν το διαβάζει κανείς, αλλά ορισμένες φράσεις του ήταν σκέτη σπαζοκεφαλιά το πώς θα μπορέσουν να αποδοθούν σε σωστά ελληνικά, αντίστοιχου ύφους. Αυτό που προσπάθησα να κάνω, και ελπίζω να το κατάφερα, είναι να παίξω με ό,τι μέσο μού προσφέρει η ελληνική γλώσσα, μένοντας όσο πιο κοντά μπορούσα στο πνεύμα του πρωτοτύπου. Ένιωθα μεγάλη ικανοποίηση όταν έβρισκα λύση, και μετά με έπιανε και η αμφιβολία, μήπως η λύση δεν ήταν η σωστή, μήπως πρέπει να βρω κάτι καλύτερο; Δουλεύοντας όμως ξανά και ξανά τη μετάφραση τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους, κι ένιωθα να με συγκινεί, να με θυμώνει, να με προβληματίζει και να με κάνει να σκεφτώ πράγματα που μπορεί να μη μου είχαν περάσει από το μυαλό.
Πώς θα μας συστήνατε τη συγγραφέα;
H Camille Laurens στη Γαλλία είναι πολύ γνωστή. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία με το βιβλίο της Dans ces bras-là (2020), για το οποίο τιμήθηκε με το Prix Femina. Έγραφε για χρόνια επιφυλλίδες στη Le Monde des livres, ενώ είναι και μέλος της κριτικής επιτροπής του Βραβείου Goncourt. Με το Κορίτσι, που στη Γαλλία κυκλοφόρησε το 2020 και θεωρήθηκε το βιβλίο της χρονιάς, επέστρεψε στη λίστα των μπεστ σέλερ. Στη Γαλλία το όνομά της συνδέεται συχνά με εκείνο της Annie Ernaux, λόγω του αυτοβιογραφικού χαρακτήρα που έχουν τα βιβλία της, χωρίς όμως να ακολουθούν ακριβώς τα ίδια λογοτεχνικά μονοπάτια και να χαρακτηρίζονται απόλυτα ως autofiction. Αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως τη Laurens είναι η γραφή που εμπνέεται από το αποτύπωμα της πραγματικότητας πάνω μας, κάνοντάς το δημόσιο, το να παίρνει δηλαδή τις εμπειρίες της, τα συναισθήματά της και να τα αναλύει, να παρατηρεί πώς σχετίζονται με τον γύρω κόσμο, διατηρώντας όμως και το δυσδιάκριτο όριο ανάμεσα στο πραγματικό και το επινοημένο. Γλωσσικά τη χαρακτηρίζουν η λεπτότητα και μια φαινομενική απλότητα, ενώ χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό το χιούμορ για να διαχειριστεί καταστάσεις που τη δυσκολεύουν. Βασική της συγγραφική μέριμνα είναι η κατάδειξη στερεοτυπικών συμπεριφορών όπως αυτές αναπαράγονται στη γλώσσα, την οποία θεωρεί προϋπόθεση για κάθε θεώρηση του κόσμου.
Γιατί να διαβάσουμε το βιβλίο;
Πρώτα από όλα γιατί είναι ένα καλό βιβλίο. Η αφήγηση σε παρασέρνει σε έναν κόσμο που είναι πάρα πολύ οικείος και παρ’ όλα αυτά καταφέρνει να σε εκπλήξει, είτε θεματικά είτε συνθετικά είτε γλωσσικά. Είναι ένα βιβλίο ειλικρινές, επίκαιρο και ξεχωριστό. Ειλικρινές, γιατί έχει ως πρώτη ύλη την πραγματικότητα, τις ανθρώπινες σχέσεις, τους προσωπικούς προβληματισμούς των απλών ανθρώπων. Επίκαιρο, γιατί περιστρέφεται γύρω από θεματικές που απασχολούν (και) τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία σήμερα. Ξεχωριστό, γιατί ενώ σχετίζεται με την αυτοβιογραφική στροφή στη λογοτεχνία κατά την οποία το προσωπικό είναι συλλογικό (εκτός από πολιτικό), η ίδια ψάχνει τον χώρο που θα μπορέσει να συγκινηθεί, να χαρεί που είναι αυτή που είναι, να ζήσει. Η συγγραφέας εστιάζοντας στα μικρά και καθημερινά μιλά για τα μεγάλα και σημαντικά, για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, τόσο των περασμένων δεκαετιών όσο και τη σημερινή. Μιλά για τον φεμινισμό και για το MeToo, για τη διαμόρφωση της γυναικείας ταυτότητας στο οικογενειακό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό πλαίσιο, για το τι σημαίνει να είσαι κορίτσι, να είσαι γυναίκα, να είσαι μητέρα. Και όλα αυτά τα κάνει με τρόπο τόσο άμεσο, ανάλαφρο, τρυφερό, αλλά και αστείο, που καταφέρνει να μας δώσει ένα βιβλίο ευκολοδιάβαστο και απολαυστικό.