Στα πολλά και ενδιαφέροντα που διαβάσαμε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού για το βιβλίο "Βλάβη" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες κρυβόταν κι ένα ανέκδοτο κείμενο του Κώστα Ταχτσή που περιγράφει την αρχή της γνωριμίας του με τον Γιώργο Ιωάννου τον χειμώνα του 1955-6, όταν, όπως το περιγράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου, Καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών του κολεγίου St. Cross στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στον οποίο και οφείλουμε τη δημοσίευση, "συναντώνται δύο από τους σημαντικότερους ομοφυλόφιλους συγγραφείς του ελληνικού 20ου αιώνα. Η στιγμή της επεισοδιακής (και αναβαλλόμενης) αναγνώρισης έχει από την αρχή την αίσθηση του τραγικωμικού. "Σε μια στιγμή τον ρώτησα: μήπως είσθε ομοφυλόφιλος; Και πολύ σοβαρά μου απάντησε πως δεν ήταν [...] Σε πεντ' έξι μέρες χτύπησε πάλι ένα βράδυ η πόρτα [...και] χωρίς περιστροφές μου ζήτησε να φέρει στο σπίτι μου κάποιον για να κάνει έρωτα"."
Ο Παπανικολάου βρήκε τις εν λόγω έντεκα χειρόγραφες σελίδες καθώς διέτρεχε το καλοκαίρι του 2023 προσωπικά χαρτιά του συγγραφέα μαζί με την ανιψιά του Έλλη-Αρτέμη Ταχτσή, στην οποία και αφιερώνει τη δημοσίευση, εκφράζοντας ταυτόχρονα την ευχή στο μέλλον το αρχείο του Ταχτσή να παραχωρηθεί σε κέντρο μελέτης, όπου θα μπορέσει να γίνει προσεκτικότερη έρευνα και αποτίμηση.
Η διήγηση αυτή καθαυτή έχει πολύ ενδιαφέρον, αρχικά για το πώς σκιαγραφεί μια εποχή, με επίκεντρο τον μη ασφαλή χώρο της επιθυμίας ("ο χώρος που επιτηρείται και κρυφοβλέπεται, σκιάζει αυτό το γραπτό") αλλά και τους κοινωνικούς χώρους του φόβου, του κρυψίματος, της αγωνίας, της βίας και της απόρριψης (ο Ιωάννου έχει διωχθεί από καθηγητής στο Κολλέγιο Αθηνών εν συνεχεία μιας θλιβερής περιπέτειας) - όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παπανικολάου "έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε τα ελληνικά μεταπολεμικά χρόνια σαν μια εποχή ρευστής ομοκοινωνικότητας και διάχυτης επιθυμίας (αυτό που ο Ιωάννου στην "Ομόνοια" [Ομόνοια 1980, εκδ. Οδυσσέας] ωραία ονομάζει "υποψιασμένα κορμιά") παραγνωρίζοντας συχνά τη βία, τον φόβο και τον καταστατικό αποκλεισμό που σήμαινε αυτή η ρευστότητα για όποια και όποιον βρισκόταν στη λάθος πλευρά της".
Ο αρχειακός ποιητικός χρόνος και το κουήρ αρχείο
Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει όμως, χάρη στον τρόπο με τον οποίο ο Παπανικολάου την πλαισιώνει, εστιάζοντας κυρίως στον αρχειακό ποιητικό της χρόνο και τα όσα γνωρίζουμε ότι έκαναν και έγραψαν οι δυο συγγραφείς εκ των υστέρων (μιλάμε άλλωστε για μια εποχή που ο Ταχτσής δεν είχε γράψει ακόμη πρόζα) και αναδεικνύοντας τη σημασία του κουήρ αρχείου και της επαναπλαισίωσης συγγραφέων και καλλιτεχνών και υπό αυτό το πρίσμα.
Όπως πολύ στοχευμένα έχει κάνει ο Παπανικολάου και στην ανάλυσή του "Δέκα χρόνια κομμάτια: Τα ρέστα, ο Ταχτσής και η εποχή τους" (στο επίμετρο του βιβλίου "Τα Ρέστα", εκδόσεις Ψυχογιός) τοποθετώντας τον Ταχτσή στην εποχή του, τοπική και διεθνή, λογοτεχνική (για παράδειγμα, το πώς ακολούθησε ευρηματικά το μοντέλο του κύκλου διηγημάτων - αυτό που ο ίδιος αργότερα θα ονόμαζε "μυθιστορηματική αλυσίδα" και εντάσσοντάς το σε μια διεθνή λογοτεχνική πραγματικότητα της εποχής, ειδικότερα στις αγγλοσαξονικές κυρίως χώρες) και κοινωνικοπολιτική (η ιδέα του κατακερματισμένου υποκειμένου υπό το πρίσμα του προοδευτισμού της δεκαετίας του ‘60) δίνοντάς μας τα εργαλεία να διαβάσουμε διαφορετικά, σε διάλογο τόσο με τη σύγχρονη συζήτηση περί μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας όσο και με το αίτημα για περισσότερη δικαιοσύνη σε κοινωνικοπολιτικό και έμφυλο επίπεδο, έναν συγγραφέα μυθοποιημένο και ντυμένο, όπως και τόσοι άλλοι, με το ένδυμα της μοναδικότητας και της ιδιαιτερότητας και δείχνοντας τη βαθιά πολιτική αξία του αντικανονικού, κουήρ θα λέγαμε σήμερα, χαρακτήρα του έργου του "σε πείσμα ίσως, πλην όμως σίγουρα και προς τέρψιν, του συγγραφέα του".
Επιστρέφοντας στη "Βλάβη" ο Παπανικολάου, διερωτώμενος αν έχει κανείς το δικαίωμα να δημοσιεύσει ένα τέτοιο ιδιωτικό κείμενο που περιλαμβάνει σκαμπρόζικες λεπτομέρειες για τη σεξουαλική ζωή του Ιωάννου και μικροπρεπείς παρεξηγήσεις ανάμεσά στους δυο συγγραφείς ο Παπανικολάου μας θυμίζει ότι "Όταν μιλάμε για κουήρ αρχείο, μιλάμε επίσης ακριβώς για το αρχείο που θα σε κάνει να θέσεις αυτή την ερώτηση, μα και να διερωτηθείς για το τι σε έκανε τόσο εύκολα να την προτάξεις εδώ, σε τούτη την περίσταση, ενώ σε τόσες άλλες περιστάσεις έχεις ανεχθεί τόσες άλλες δημοσιεύσεις ιδιωτικών κειμένων "μεγάλων" συγγραφέων ακριβώς γιατί ήταν "μεγάλοι", γιατί ήταν η ζωή τους τόσο "κανονική" και "ενδιαφέρουσα", και τόσο, εκ των πραγμάτων, και εξ όλων αυτών ήδη δημόσια. Κι όμως οι σκηνές που περιγράφει ο Ταχτσής φαντάζουν τόσο ιδιωτικές, ακριβώς λόγω της τεράστιας βίας που τις έχει κατατάξει ως μη αξιοβίωτες κι έτσι έχει καθορίσει την ιδιωτικότητά τους, καταδικάζοντάς τες να βιώνονται αενάως ως ιδιωτικές κι αντιπολιτικές".
Εστιάζοντας σε αυτές με το διπλό φάσμα, από τη μία της ομοφοβίας κι από την άλλη της γνώσης ότι οι πρωταγωνιστές τους θα βρουν χρόνια μετά τον τρόπο να μιλήσουν, να φέρουν το τραύμα στο κέντρο του λόγου τους, να ΕΚΔΙΚΗΘΟΥΝ, να νικήσουν, να χαμογελάσουν, ο Ταχτσής αποδίδει, κατά τον Παπανικολάου, χωρίς να το ξέρει μιας μορφής δικαιοσύνη. Μια δικαιοσύνη που συνδέεται άμεσα και με τα σημερινά διακυβεύματα της πολιτειότητας και τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος, με τελευταίο παράδειγμα τον γάμο των ομόφυλων. Το πώς διαβάζουμε την πολιτιστική μας (κουήρ) κληρονομιά, το τι δικαιούται να δημοσιοποιείται ή πρέπει να παραμείνει κρυμμένο στην ντουλάπα δεν είναι, πάντως σίγουρα, λογοτεχνικό ζήτημα, αρκεί να δούμε για παράδειγμα πώς το σκοταδιστικό επιχείρημα "δεν με νοιάζει τι κάνουν σπίτι τους" υιοθετείται σήμερα από μια νέα alt-right που ανέρχεται μιλώντας για ελευθερίες και δικαιώματα, ακραία αντιδραστική στα ζητήματα ηθικής και οικογένειας.