Ο τίτλος του καλύτερου βιβλίου που διάβασα τελευταία από τις νέες εκδόσεις, το "Διάχυτο Φως" της Γερμανίδας Deniz Ohde (μετάφραση: Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Guttenberg), μπορεί να παραπέμπει συνειρμικά και στη γιορτινή Αθήνα των τελευταίων ημερών, αλλά μπορεί και όχι καθώς η επικαιρότητα διαρκώς μας θυμίζει ότι η φώτιση δυστυχώς αργεί και οι σκοτεινές γωνίες της πόλης και των κατοίκων της εξακολουθούν να ξεπροβάλλουν επιθετικά παρά τα λαμπιόνια. Την ίδια εποχή που σκοτεινές εικόνες, δολοφονιών και γυναικοκτονιών εισβάλλουν στα σπίτια μας διαρκώς και η ακροδεξιά έχει λόγο για την πολιτική - καλλιτεχνική ατζέντα, αλλά και που το γερμανικό AfD εκλέγει την πρώτο του δήμαρχο, η ηρωίδα στο βιβλίο "Διάχυτο Φως" μεγαλώνει σε μια πολύ λιγότερο λαμπερή πόλη από την Αθήνα, στη βιομηχανική γερμανική επαρχία, σε μια εργατική οικογένεια με μαμά μετανάστρια από την Τουρκία, έναν αλκοολικό πατέρα που δεν πετάει τίποτε και τον τυφλό παππού της, αναπνέει το χλωριούχο νάτριο του πηχτού αέρα και του ποτισμένου στο τσιγάρο σπιτιού, ζει ανάμεσα στο διάχυτο φως της βιομηχανικής ζώνης και το γνώριμο βούισμα του Βιολογικού Καθαρισμού, που την "κρατάει από τους ώμους", ξενυχτάει με Μπάφι και τρώει ανθυγιεινά γεύματα γνωρίζοντας ότι δεν αποτελεί μέλος της ελίτ που ευαγγελίζεται το σχολείο της, υφίσταται bullying, ρατσισμό και ενδοοικογενειακή ασφυξία, μαθαίνει να είναι όσο πιο αθόρυβη γίνεται, μέχρι που αρχίζει να γλιστράει έξω από τους ρυθμούς του σχολείου - και όχι μόνο.
"Δεν ήμουν αφρογέννητη. Δεν είχα γεννηθεί μέσα στον αφρό των κυμάτων, αλλά μέσα στη σκόνη, μέσα στην καπνιά, μέσα στο χλωριούχο νάτριο του αέρα, που καθόταν πάνω στις σκεπές των αυτοκινήτων. Είχα γεννηθεί μες στην ξινή αποφορά των σκουπιδιών που καίγονταν στη χωματερή , στα λασπωμένα χορτολίβαδα δίπλα στο ποτάμι, ανάμεσα στα δέντρα και τους πυλώνες και τις κολώνες του ρεύματος, μεσ’ από το μαύρο νερό που έγλειφε τα χαλίκια και τις πέτρες στην ακροποταμιά, σε μια ταινία από άζωτο και νιτρικό άλας - όχι μέσα στον αφρό".
Ένα βιβλίο των αισθήσεων, σωματικό και επιδραστικό, εμπνευστικό και ενοχλητικό, το "Διάχυτο Φως" της Deniz Ohde είναι μια ιστορία ενηλικίωσης και επιμονής σε πείσμα των συνθηκών, χωρίς εύκολες απαντήσεις όπως άλλωστε και η ζωή. Η αφηγήτρια μας βάζει με φόρα στον κόσμο της περιγράφοντας με δύναμη το συναίσθημα της παραίτησης και τοποθετώντας το μες στο ταξικό, γεωγραφικό και κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο του. Περπατώντας μαζί της στη βιομηχανική πόλη όπου το φως αλλάζει, σκορπάει στον αέρα, διάχυτο μέρα νύχτα, όπως και ο αέρας "σαν να ναι ποτισμένος με κάτι, πιο πηχτός, σου φαίνεται πώς μπορείς να ανοίξεις το στόμα και να τον μασήσεις σαν μπαμπάκι”, νιώθεις την ασφυξία, μυρίζεις την τσιγαρίλα του σπιτιού της, βλέπεις τη φθορά και τη στρώση της βρώμας να καλύπτει τον πάγκο της κουζίνας, ακούς το σιγανό βουητό του Βιολογικού Καθαρισμού "άσπρο σούσουρο που έρχεται από την άλλη πλευρά του ποταμού και χώνεται κιόλας στο κοχύλι του αφτιού, μαλακό και τραχύ μαζί, όπως νιώθεις στο δέρμα σου μια παλιά μάλλινη κουβέρτα” και κυρίως συναισθάνεσαι τον φόβο του να ζεις στο διπλανό δωμάτιο με κάποιον αυτοκαταστροφικό του να μαθαίνεις να ελέγχεις "αν ο αέρας είναι βαρύς μπαίνοντας στο σπίτι και να φερθείς επιδέξια και σβέλτα πριν ξεσπάσει η καταιγίδα”.
"Όλα αρχίζουν με αυτό το βλέμμα. Έμαθα να το καταλαβαίνω από νωρίς, το περιέλαβα στο σύστημα των σημείων μου, έμαθα να το λαβαίνω υπόψη μου, να αλλάζω ανάλογα το βήμα μου, να ζητάω συχνότερα συγγνώμη, να κινούμαι πιο αθόρυβα, τόσο αθόρυβα που να μην ακούγομαι κάν. ‘Εμφανίζεται εντελώς από το πουθενά’, μου έλεγε η Σοφία, κι εγώ χαμογελούσα, λες κι αυτό το αθόρυβοι ήταν κάτι χαριτωμένο κι όχι μια στρατηγική επιβίωσης".
Ερχόμενο να συνδυαλλαγεί με τις ταξικές συλλογικές αυτοβιογραφίες συγγραφέων όπως η Ανί Ερνό και ο Εντουάρ Λουί, το "Διάχυτο φως" είναι ένα βιβλίο για όσους έχουν μεγαλώσει τραυματισμένοι, σε σπίτια όπου ο καπνός ποτίζει τα πάντα, σε δρόμους με σπίτια όπου δεν ακούγεται τίποτε, και νομίζεις ότι λουφάζει και παραμονεύει ο θάνατος, που έχουν προσπαθήσει να λύσουν ασκήσεις με κλάσματα καθισμένοι σε ένα πλαστικό άσπρο σκαμνάκι ενώ η τηλεόραση έπαιζε μεσημεριανάδικα, που νιώθουν τις διαφορές με τους συμμαθητές τους που μεγαλώνουν διαφορετικά και υποψιάζονται ότι η στάση του σώματός τους και το μάλλινο χιλιοπλυμένο τους μπλουζάκι με τους δράκους δεν είναι απ’ τα κατάλληλα για την ελίτ.
Είναι όμως ταυτόχρονα κι ένα βιβλίο για την ψυχική δύναμη, καθώς η ηρωίδα της Deniz Ohde είναι μικρή ακόμη και προλαβαίνει "να το σώσει", όπως της είχε πει μια μεγαλύτερη συμμαθήτριά της στο εσπερινό σχολείο, ή τουλάχιστον καταφέρνει να πιστέψει ότι μπορεί να το κάνει, "έστω και κατά το ένα τρίτο μόνο, ή κατά το ένα πέμπτο”. Καθώς, λοιπόν, θα βρεθεί στο Πανεπιστήμιο, σε μια άλλη πόλη, θα υπενθυμίζει στον εαυτό της ότι "Τώρα είσαι εδώ", θα παρατηρεί τους συμφοιτητές της προσπαθώντας να τους μοιάσει, και θα διεκδικήσει ξανά το απαγορευμένο όνομα της γιαγιάς της αντί για το δημόσιο όνομα - κωδικός για να την προστατεύει απέναντι στην ξενοφοβία, που της είχε δώσει η μαμά της, παρότι δεν απέτρεψε να την κοροϊδεύουν τα παιδιά στο σχολείο όταν άνοιγε το αλουμινόχαρτο με το σπιτικό γλυκό για να κεράσει για τα γενέθλιά της: "κεμπάμ έφερες;”
"Αν όμως δεν το χρησιμοποιούσα, θα ήταν προδοσία σε βάρος όλων εκείνων που δεν είχαν μπορέσει να διαλέξουν το όνομά τους, που ήταν αναγκασμένοι να το συλλαβίζουν συνέχεια, να ‘ρχονται συνέχεια αντιμέτωποι με τα ρουθουνίσματα και τις περιφρονητικές ματιές των δημοσίων υπαλλήλων. Και εξάλλου ήταν το σωστό, το κανονικό μου όνομα∙ αν δεν το χρησιμοποιούσα, θα ήταν προδοσία σε βάρος του ίδιου του εαυτού μου∙ θα ήταν σαν να πατούσα πάνω σε ένα ψέμα∙ σαν να έκοβα και να πετούσα ένα κομμάτι μου, ένα κομμάτι δικό μου.”