Πώς ένας θεσμός όπως η Στέγη Ωνάση μπορεί να πάει στα Γιάννενα και να συνομιλήσει με τις παλιές και νέες φωνές της πόλης χωρίς να διαταράξει το τοπικό οικοσύστημα; Ή μάλλον αναταράσσοντάς το προς όφελος των νέων δημιουργικών δυνάμεων που έχουν όραμα αλλά τους λείπει η υποστήριξη από τους φορείς που συχνά δεν βλέπουν όσο μακριά θα έπρεπε; Βάζοντας τον δημόσιο χρόνο, παράλληλα με τον δημόσιο χώρο, στη συζήτηση, έχοντας ακούσει τις κριτικές που έγιναν για την έκθεση στο Πεδίον του Άρεως και δουλεύοντας επί σχεδόν ένα χρόνο στην πόλη, τα "Plásmata ΙΙ: Ioannina" δεν είναι απλά η "μεγαλύτερη ευρωπαϊκή έκθεση ψηφιακής τέχνης στον δημόσιο χώρο", ένας τίτλος που μάλλον την αδικεί, αλλά μια προσπάθεια συνεργασίας, εξωστρέφειας και ανταλλαγής τεχνογνωσίας σε τοπικό επίπεδο που λείπει από την ελληνική περιφέρεια και ελπίζουμε να γίνει ακόμη πιο ουσιαστική στη συνέχεια. Μιλήσαμε με τον Πρόδρομο Τσιαβό που έχει την επιμελητική διεύθυνση του "Plásmata ΙΙ: Ioannina" και τη Δάφνη Δραγώνα σχετικά.
Τα Plásmata ΙΙ: Ioannina μοιάζουν βαθιά συνδεδεμένα με τα Γιάννενα, σαν να θέλουν να προτείνουν μια άλλη θέαση της πόλης μέσω της τέχνης τόσο στους επισκέπτες όσο και στους κατοίκους. Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου μας είχε πει ότι είναι ο τόπος όπου μεγάλωσε. Πώς προσεγγίσατε την πόλη ως ομάδα; Είχατε προηγούμενη επαφή; Πώς ήταν η εμπειρία της έρευνας;
ΠΤ: Η σύνδεση της έκθεσης με την πόλη πραγματοποιήθηκε και πραγματοποιείται οργανικά, γιατί τα Plásmata ΙΙ: Ioannina είναι για εμάς μια σειρά συμβάντων για το ψηφιακό μέσα στον δημόσιο χώρο: εντείνεται στον χρόνο πραγματοποίησης της έκθεσης αλλά εκτείνεται πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά από αυτήν. Πριν από την έκθεση μέσα από τη διάδραση των καλλιτεχνών με την όλη ομάδα προκειμένου τα έργα τους να προκύψουν σχεδόν οργανικά μέσα στον χώρο και μέσα από τα υλικά της πόλης. Κατά τη διάρκεια, με την εισαγωγή 10 σημείων στάσης στο παραλίμνιο μέτωπο που λειτουργούν ως μεταφορές για την επιμελητική κατεύθυνση που έχει η έκθεση. Μετά την ολοκλήρωση της έκθεσης με μια σειρά από δράσεις που θα έχουμε στο πλαίσιο του Plásmata-Next σε συνεργασία με ακαδημαϊκούς, καλλιτέχνες και φορείς καινοτομίας της πόλης. Ιδιαίτερα το ΜΑΝΑ, αποτελεί ένα σύνολο από ήχους, εικόνες και δεδομένα που μας μεταφέρουν σε διαφορετικά σημεία, τοπικά και χρονικά της πόλης. Είτε πρόκειται για τη μικρο-ιστορία μιας οικογένειας γιαννιωτών, είτε για το ποιητικό έργο του Γιάννη Δάλλα, είτε για τοπόσημα όπως η Ανεξαρτησίας, η Πύλη του Αρχιμανδρειού, είτε -τέλος- για την ίδια τη Λίμνη, αυτήν που τρέφει τους πάντες. Το έργο αυτό μέσα από μια συλλογή οπτικοακουστικού -και κυρίως ηχητικού- υλικού που διήρκεσε για έναν χρόνο και μέχρι και τις τελευταίες μέρες πριν από την παρουσίασή του, λειτούργησε ως η Λυδία λίθος της έκθεσης, που πληροφόρησε την επιμελητική διαδικασία και μας έδωσε το έναυσμα μέσα από τις αναθέσεις, τα εκπαιδευτικά προγράμματα, το πρόγραμμα του movement radio και των συζητήσεων να συνδεθούμε οργανικά με την πόλη.
ΔΔ: Θα ήθελα κι εγώ να τονίσω πως η έκθεση διαμορφώθηκε μέσα από έρευνα, επισκέψεις στην πόλη και πολλές συναντήσεις με κατοίκους της πόλης με ερευνητές, καθηγητές, τεχνίτες, άτομα με διαφορετικές ιδιότητες που ζουν και εργάζονται στα Γιάννενα. Οφείλαμε να ακούσουμε, να αφουγκραστούμε και να κατανοήσουμε τις ιδιαιτερότητες της περιοχής πριν ξεκινήσουμε οτιδήποτε. Στο πλαίσιο αυτό, προσκλήθηκα να προτείνω καλλιτέχνιδες/ες/α που θα διαμορφώσουν έργα ειδικά για τα Γιάννενα σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο αλλά και σε ό,τι αφορά τη φιλοξενία του έργου στην παραλίμνια περιοχή. Τα έργα που προέκυψαν μέσα από συζητήσεις και επισκέψεις φυσικά και των ίδιων των καλλιτεχνών/ιδων στην πόλη είναι έργα που αναφέρονται στην ιστορία, την παράδοση, τους μύθους και θρύλους και φυσικά τη λίμνη και τη σχέση τής με την πόλη.
Παράλληλα με τα έργα σε τοπόσημα της πόλης υπάρχει μια προσπάθεια επανενεργοποίησης ξεχασμένων σημείων της που συνδέονται με την ιστορία της. Δώστε μας μερικά παραδείγματα πως γίνεται αυτό και με ποιόν στόχο;
"Θέλαμε τα έργα της έκθεσης να "συμβαίνουν" μέσα στον φυσικό και χρονικό ορίζοντα της έκθεσης. Στόχος μας ήταν σχεδόν να αναφύονται από τον χώρο στον οποίο τοποθετούνται, αλλά και να καταδείξουμε το συνεχές φύσης - τεχνολογίας πολιτισμού, κι ακόμη να τολμήσουμε να προτείνουμε ένα νέο παράδειγμα για την ανάπτυξη της τεχνολογίας"
ΠΤ: Θέλαμε τα έργα της έκθεσης να "συμβαίνουν" μέσα στον φυσικό και χρονικό ορίζοντα της έκθεσης. Στόχος μας ήταν σχεδόν να αναφύονται από τον χώρο στον οποίο τοποθετούνται, αλλά και να καταδείξουμε το συνεχές φύσης - τεχνολογίας πολιτισμού, κι ακόμη να τολμήσουμε να προτείνουμε ένα νέο παράδειγμα για την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Στο παράδειγμα αυτό, όπως έλεγε κι ο Claudio Ciborra, η τεχνολογία λειτουργεί ως μέσο όχι για να ελέγξουμε αλλά για να παρασυρθούμε, να αναζητήσουμε το παραβατικό, το άλλο. Έτσι, όταν επιλέγουμε να φωτίσουμε μια σκάλα του οθωμανικού τείχους που δεν οδηγεί πουθενά, θέτουμε το ερώτημα του εάν η αχρησία της από τους ανθρώπους σημαίνει ότι έχει σταματήσει να λειτουργεί ή εάν απλώς ότι συνιστά μια άλλου τύπου τεχνολογία πλέον, μια που χρησιμοποιείται από τους κισσούς, τα έντομα, την αστική πανίδα. Αντίστοιχα, όταν ζητάμε από το κοινό να σταματήσει και να δει έναν πλάτανο που αποτελεί αποτέλεσμα της ανθρώπινης παρέμβασης, αλλά τον θεωρούμε πλέον δεδομένο και "φυσικό" επαναφέρουμε τη συζήτηση ανάμεσα στο φυσικό και στο τεχνητό, αλλά και θυμίζουμε ότι το παραλίμνιο αποτελεί μέρος μια κατασκευασμένης -και παρόλα αυτά πλέον οργανικής- ταυτότητας που σχετίζεται με τον δυτικό φαντασιακό των αρχών του 20ου αιώνα. Τέλος, ένας κισσός που στηρίζει και στηρίζεται από το τείχος συνιστά μια μεταφορά με την συμβιωτική μας σχέση με την τεχνητή νοημοσύνη που αποσύρεται από την θέαση μέσα από την ενσωμάτωσή της στο σώμα και τις καθημερινές της πρακτικές. Παράλληλα, η ανάδειξη ενός διαλόγου ανάμεσα σε προϋφιστάμενη έργα με τα έργα της έκθεσης, μιλούν για το πως μια εφήμερη έκθεση μιλάει με αυτό που συνιστά τον πολιτιστικό ορίζοντα του χώρου στον οποίο τοποθετείται: Η έκθεση δεν ξεκινάει με ένα έργο που φέραμε εμείς, αλλά με το "Ένα Δάκρυ για την Κυρά Φροσύνη". Πρόκειται για ένα έργο του Χρήστου Λάμπρου για τους αγωνιστές που κρεμούσαν οι ναζί στους πλατάνους που βρίσκονται ακόμη εκεί και που έχει αποτελέσει αντικείμενο οικειοποίησης από συλλογικότητες της πόλης που το επανερμηνεύουν ως ένα μνημείο κατά της πατριαρχίας. Είναι ίσως από τα πλέον επίκαιρα έργα και μας έδωσε μια κατεύθυνση για το πρώτο μέρος της έκθεσης που αναφέρεται στην μεταμόρφωση.
Η φαντασία της τεχνητής νοημοσύνης
Στα Plásmata ΙΙ διαφαίνεται και ένας αναστοχασμός σχετικά με την πρώτη έκθεση, την παρουσία στον δημόσιο χώρο και το αποτύπωμα. Παρότι εξαιρετικά δημοφιλής η πρώτη έκθεση άνοιξε μια συζήτηση σχετικά με την υπερβολικά κυρίαρχη παρουσία της τεχνολογίας υψηλής αιχμής στον χώρο του πάρκου και το κατά πόσο αυτή συμβαδίζει με το διακύβευμα της βιωσιμότητας. Πως προσεγγίζουν το θέμα τα Plásmata ΙΙ: Ioannina;
"Αυτή είναι η περιοχή που λίμνη και πόλη, φύση και πολιτισμός συναντώνται θυμίζοντας μας πως οι όποιοι διαχωρισμοί βασίζονται μια υπόθεση με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Πώς να βάλει λοιπόν κανείς οθόνες πχ. εκεί; Τι θα σήμαινε μια τέτοια ξαφνική επιβολή της τεχνολογίας στον χώρο; Με τι αντιφάσεις θα ερχόμασταν αντιμέτωποι στην περίπτωση αυτή; Και επίσης πέρα από το τι εμπειρία δημιουργούν το πρωί ή το βράδυ οι οθόνες LED, τι ενέργεια απαιτούν και καταναλώνουν;"
ΔΔ: Καθώς δεν εμπλεκόμουν στην προηγούμενη έκθεση, προτιμώ να μιλήσω μόνο για φέτος. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά νομίζω σε μια περιοχή όπως αυτή που φιλοξενείται η έκθεση Plásmata ΙΙ: Ioannina. Αυτή είναι η περιοχή που λίμνη και πόλη, φύση και πολιτισμός συναντώνται θυμίζοντας μας πως οι όποιοι διαχωρισμοί βασίζονται μια υπόθεση με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Πώς να βάλει λοιπόν κανείς οθόνες πχ. εκεί; Τι θα σήμαινε μια τέτοια ξαφνική επιβολή της τεχνολογίας στον χώρο; Με τι αντιφάσεις θα ερχόμασταν αντιμέτωποι στην περίπτωση αυτή; Και επίσης πέρα από το τι εμπειρία δημιουργούν το πρωί ή το βράδυ οι οθόνες LED, τι ενέργεια απαιτούν και καταναλώνουν; Όλα αυτά τα ερωτήματα ελήφθησαν υπόψη και γι’ αυτό οι οθόνες είναι σχετικά λίγες και προσεκτικά τοποθετημένες σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο. Έργα ψηφιακά και έργα φυσικά συνυπάρχουν. Έτσι έχουμε στην έκθεση το έργο "Flare” του John Gerard που αναφέρεται στο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και των συνεπειών που υφίστανται οι ωκεανοί του πλανήτη, και είναι μια ζωντανή προσομοίωση που τρέχει από game engine. Έχουμε όμως και τη γλυπτική εγκατάσταση της Στεφανίας Στρούζα με τον τίτλο "Παμβώτις”, που ενεργοποιείται με το φως, φυσικό ή τεχνητό, και αλλάζει κάνοντας νύξη στις μεταμορφώσεις του νερού και το πρόβλημα της ρύπανσης και του ευτροφισμού της λίμνης.
ΠΤ: Εν μέρει, η ίδια η απόφασή μας να μην είμαστε στο Πεδίον του Άρεως για τρίτη συνεχόμενη χρονιά είχε να κάνει με τη συνειδητή μας προσπάθεια να τοποθετηθούμε σε έναν χώρο ακόμη πιο οργανικά συνδεδεμένο με την πόλη, αλλά και να επιδιώξουμε μια διαφορετική προσέγγιση στην ίδια την παρουσίαση της τεχνολογίας. Σταθερή μας επιδίωξη, καθώς η σειρά των Πλασμάτων εξελίσσεται χρόνο με τον χρόνο, είναι να μιλάμε για την τεχνολογία χωρίς να εγκλωβιζόμαστε στην φόρμα της, κι αυτό είναι φανερό στην εξέλιξη του ύφους από του You and AI μέχρι τα Plásmata ΙΙ: Ioannina.
Τεχνολογία και φύση/σώμα/έδαφος/συναίσθημα. Τεχνητή και συναισθηματική νοημοσύνη. Πώς βλέπουν τα Plásmata ΙΙ της έκθεσης αυτή τη συχνά δύσκολη συμβίωση;
ΔΔ: Η συμβίωση είναι τόσο δύσκολη όσο την κάνουμε εμείς οι άνθρωποι να είναι… Σε αυτή την έκθεση ξεκινάμε κυρίως από τα σώματα που μπορεί να αφορούν σε πλάσματα ανθρώπινα, παραπάνω από ανθρώπινα, αλλά και σε τεχνητά δημιουργήματα που με τη σειρά τους όμως μπορεί και να φιλοξενούν μορφές ζωής. Έτσι, για παράδειγμα, στο προσκήνιο έρχονται το σώμα της λίμνης, τα σώματα των δέντρων, το σώμα του κάστρου μαζί με το σώμα του κισσού. Μέσα από τα έργα γίνονται επίσης ηχηρές αναφορές σε σώματα που χάθηκαν, που υπέστησαν μορφές βίας, που απειλούνται. Μας ενδιαφέρει να τονιστεί η ανάγκη αναγνώρισης της ύπαρξης και της συνύπαρξης διαφορετικών σωμάτων. Η τεχνολογία, για μένα, έρχεται μετά. Έρχεται για να προκαλέσει ερωτήματα, να φανερώσει ζητήματα και να αξιοποιηθεί στην περίπτωση των καλλιτεχνικών έργων σα μέσο.
Τα Plásmata ΙΙ δεν είναι μια έκθεση όπου αξιοποιείται η τεχνολογία και αφορά αποκλειστικά την ίδια την τεχνολογία ή πιο συγκεκριμένα την τεχνητή νοημοσύνη. Το έργο πχ. της Μαρίας Βαρελά "/ˈfilo/” για την σημαντική παράδοση στην αργυροτεχνία και τη κεντητική στην πόλη αξιοποιεί τη μηχανική μάθηση για ένα μεγάλης κλίμακας επιτοίχιο γλυπτό στη Νότια Πύλη που κάνει ένα σχόλιο στις τέχνες και τις τεχνικές που χάνονται. Θέλουμε να στραφούμε, να θυμηθούμε και να αναλογιστούμε τις διαφορετικές μορφές νοημοσύνης που υπάρχουν στον κόσμο που ζούμε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και το έργο του Πάνο Σκλαβενίτη που αναφέρεται στη μεταμφίεση και το καρναβαλικό της περιοχής της Ηπείρου. Στο έργο του κυριαρχούν στοιχεία φυτομορφικά και ζωομορφικά που κατοικούνται, φοριούνται ως μέρος μιας επιτέλεσης. Μάσκες του έργου έχουν γίνει με πρόγραμμα μηχανικής μάθησης. Όλα αυτά τα στοιχεία έρχονται μαζί για να αναφερθούν τελικά στη συμπερίληψη και σε ένα κόσμο από πολλούς κόσμους….
Διαβάζουμε όλο και περισσότερο για το αρνητικό αποτύπωμα της AI στο περιβάλλον. Με ποιον τρόπο προσεγγίζετε το θέμα;
ΠΤ: Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι μια ακόμη από τις ψηφιακές τεχνολογίες που τόσο σε σχέση με την υπολογιστική ισχύ που απαιτούν οι υπηρεσίες που κάνουν χρήση της, όσο και σε σχέση με τις συσκευές που την ενσωματώνουν έχει ένα αρνητικό αποτύπωμα στο περιβάλλον. Βέβαια, οφείλουμε να υπογραμμίζουμε ότι το σύνολο των ψηφιακών υπηρεσιών μοιράζονται αυτό το αρνητικό αποτύπωμα. Όπως και το ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας για να μειωθεί η επιβάρυνση του περιβάλλοντος, εάν κάτι τέτοιο είναι μέρος της σχεδιαστικής της διαδικασίας. Αυτό αποτελεί και το αντικείμενο αυτού που ονομάζουμε πλέον "υπεύθυνη καινοτομία” και το οποίο περιλαμβάνει τόσο το περιβαλλοντικό αποτύπωμα όσο και την "ηθική από τον σχεδιασμό” που πρέπει να έχουν οι διαδικασίες παραγωγής, τα υπολογιστικά κέντρα και οι ψηφιακές μας εφαρμογές και συσκευές. Σε αυτό το συμφραζόμενο, το πλέον χαρακτηριστικό θα έλεγα ότι είναι το "Substitute” της Alexandra Daisy Ginsberg, ένα έργο που ανήκει στην συλλογή του Ιδρύματος Ωνάση και που τοποθετείται σχεδόν σα να κρύβεται στη βλάστηση του παραλιμνίου. Η Ginsberg θέτει το ερώτημα του κατά πόσο μπορούμε να υποκαταστήσουμε την φύση που χάνεται με ψηφιακά υποκατάστατα: είναι ένας ψηφιακός ρινόκερος με φωνή που έχει δημιουργηθεί με μηχανική μάθηση αρκετός για να υποκαταστήσει αυτόν που έχει πλέον εξαφανιστεί; Αντίστοιχα στην διατοπική εκδοχή του έργου του John Gerard, "Flare” (Oceania) η Παμβώτιδα συνδέεται με τον Ειρηνικό Ωκεανό και τα Γιάννενα με τα νησιά Τόνγκα μέσα από το infinity pool, τον ψηφιακό ωκεανό και την ίδια την λίμνη για να εκφράσουν το πρόβλημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της ανόδους της στάθμης των ωκεανών ως ένα πρόβλημα που δεν γνωρίζει σύνορα. Τέλος οι "Chimeras” των Entagled Others (Sofia Crespo x Feileacan McCormick), έργο που επίσης βρίσκεται στη συλλογή του Ιδρύματος Ωνάση, μας κάνουν να αναρωτηθούμε πως τα χειμερικά αυτά όντα, αποκύημα της "φαντασίας” της τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να σταθούν δίπλα στο οικοσύστημα μιας λίμνης που κινδυνεύει.
"Η εμβύθιση δεν είναι απόδραση. Είναι ενδοσκόπηση και συνειδητός επαναπροσδιορισμός"
Αρκετά έργα φαίνεται να προτείνουν μια εμπειρία εμβύθισης, είτε μέσω της τεχνολογίας είτε και με πιο low fi τρόπους. Βλέπετε μια τάση της τέχνης προς ένα νέο είδος παρηγοριάς, πνευματισμού, απόδρασης ή έστω επανατοποθέτησης σε σχέση με την καθημερινότητα. Μπορεί αυτή να συνδέεται με την αυξανόμενη παραίτηση από την παραγωγή ενός μέρος του πληθυσμού;
ΔΔ: Μετά από την αυξανόμενη επιτάχυνση της καθημερινής ζωής, το πρόταγμα της βελτιστοποίησης με τη βοήθεια της τεχνολογίας και την εμπειρία της πανδημίας, κάτι έμελλε να αλλάξει. Προσωπικά δεν το βλέπω ως παρηγοριά αλλά σαν μια ανάγκη επαναπροσδιορισμού των αναγκών, των επιθυμιών και των στόχων. Βιώνουμε μια εξάντληση περισσότερο από μια παραίτηση και ερχόμαστε όλο και περισσότερο αντιμέτωποι με αυτή. Τι μένει για τις επόμενες γενιές; Τι κάνουμε γι’ αυτό; Ποσό μιλάμε γι’ αυτό; Σε ποιο βαθμό αντέχουμε να ζούμε μέσα σε αντιφάσεις; Νομίζω έτσι δημιουργούνται όλο και περισσότερα έργα που θέλουν να φέρουν μαζί διαφορετικές χρονικότητες, γνώσεις κι εμπειρίες. Η Μαλβίνα Παναγιωτίδη, για παράδειγμα, που εμπνέεται από την πιο σκοτεινή πλευρά της ελληνικής παράδοσης, από ξόρκια και μαντείες, τονίζει ότι τα ξόρκια μπορούν να ιδωθούν και σα μηχανισμοί επαναπροσδιορισμού της σχέσης φύσης και πολιτισμού και προσθέτει πως το σύμπλεγμα των γλυπτών της μόνο ερωτήματα μπορεί να εγείρει. Δεν μπορούμε πια να περιμένουμε απαντήσεις.
ΠΤ: Θα συμφωνήσω και θα προσθέσω ότι η εμβύθιση δεν είναι απόδραση. Είναι ενδοσκόπηση και συνειδητός επαναπροσδιορισμός, Τόσο το "ΜΑΝΑ” όσο και το "Μycelium” Network, για παράδειγμα, είναι έργα που προτείνουν δύο τελείως διαφορετικές εμπειρίες εμβύθισης που δεν προσφέρουν μια απλή απόδραση αλλά απαιτούν τον αναστοχασμό και -θα τολμούσα να πω- τον επαναπροσδιορισμό μας.
Μια ενδιαφέρουσα και ίσως πιο αναπάντεχη πτυχή της έκθεσης καταπιάνεται με τη γλώσσα, από τον δημοτικισμό ως τον σύγχρονο φεμινισμο.
ΔΔ: Μας ενδιέφερε μέσα από τα έργα να μπορέσουμε να μιλήσουμε για ζητήματα σύγχρονα, φλέγοντα, διαπολιτισμικά και διατοπικά. Δε θα μπορούσαμε να μη μιλήσουμε για τη γλώσσα όταν θέλουμε ταυτόχρονα να μιλήσουμε για συνύπαρξη και αλληλεξάρτηση. Στα Γιάννενα συνυπήρχαν διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες, άτομα με διαφορετική καταγωγή και ιστορία. Το γλωσσικό ιδίωμα της πόλης των Ιωαννίνων είναι ιδιαίτερο καθώς βασίζεται σε προσμείξεις πχ από τα εβραϊκά ή τα τουρκικά όπως και από τα αλβανικά ή τα σλάβικα. Προσκαλέσαμε την ομάδα WordMord που δουλεύει πάνω σε ζητήματα που αφορούν στη δύναμη αλλά και τη βία της γλώσσας και τη σχέση της με την τεχνολογία, να αναπτύξει ένα έργο προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι προέκυψε το "Glωssic Isnaf”, το οποίο σχολιάζει το ιδίωμα της πόλης ως παράδειγμα διεύρυνσης των ορίων της κυρίαρχης κοινής νεοελληνικής γλώσσας και το οποίο μέσα από μια ηχητική, βίντεο και γλυπτική εγκατάσταση διαμορφώνει το έδαφος για μια νέα υβριδική, υδαρή και μη διαδική γλώσσα. Το έργο τους ανιχνεύει και έμφυλα στοιχεία και μοιράζεται κοινά στοιχεία με άλλα έργα που μιλάνε ειδικά για το ρόλο των γυναικών στην ιστορία των Ιωαννίνων και της Ηπείρου, όπως αυτά της Κατερίνα Κομιανού, των Maenads και της Μαρίας Λουίζου. Θίγεται το ζήτημα των φωνών που αποσιωπούνται και που αγωνίζονται να ακουστούν από το παρελθόν μέχρι σήμερα, διεκδικώντας έδαφος και χώρο για τις φωνές αυτές.
ΠΤ: Αλλά και η τοποθέτηση του "Helin” του Christian Mio Loclair, δίπλα από τον Αλέξανδρο Πάλλη του Κωνσταντίνου Δημητριάδη φέρνει το ερώτημα της ορατής χειρονομίας του καλλιτέχνη απέναντι στην απρόσωπη έκφραση της αλγοριθμικής νοημοσύνης και θέτει εκ νέου το ερώτημα ποια είναι η γλώσσα των πολλών στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης.
Το "Substitute” της Alexandra Daisy Ginsberg αναφέρεται στην εμμονή μας να δημιουργούμε νέες μορφές ζωής, τη στιγμή που αδιαφορούμε για τις υπάρχουσες. Πως τοποθετήστε;
"Οφείλουμε στους εαυτούς μας και στις επόμενες γενιές να ξεπεράσουμε την εμμονή μας στη δημιουργία ψηφιακών υποκαταστάτων ως άλλοθι για την καταστροφή της ζωής που υποκαθιστούν".
ΠΤ: Αφορμή για την τοποθέτηση του "Substitute” στα Plásmata ΙΙ: Ioannina υπήρξε μια πινακίδα που είδαμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Ιωαννίνων που έθετε το ερώτημα του ποιός εξαφάνισε τον Ρινόκερο των Ιωαννίνων, ένα είδος ρινόκερου που υπήρχε στα Γιάννενα χιλιάδες χρόνια πριν. Τα είδη πλέον δεν εξαφανίζονται μόνα τους. Τα εξαφανίζει ο άνθρωπος. Τα εξαφανίζουμε εμείς. Μέσα από την τεχνολογία μας, μέσα από το περιβαλλοντικό αποτύπωμα που αυτή έχει, ιδίως η ψηφιακή που απαιτεί ολοένα και περισσότερους φυσικούς πόρους σε όλον τον κύκλο ζωή της. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι εάν μπορούμε να υποκαταστήσουμε την ζωή που χάνεται, αλλά το πώς μπορούμε να σταματήσουμε και αναστρέψουμε αυτήν την καταστροφή. Τα Plasmata II θέτουν αυτό το ερώτημα με όρους όχι αντίθεσης, αλλά συμβίωσης: πώς μπορούμε να σκεφτούμε διαδικασίες σχεδιασμού και παροχής τεχνολογικών υπηρεσιών που να ξεπερνούν μια κοντόφθαλμη εστίαση της προσοχής μας στη βελτιστοποίηση της παραγωγής ή ακόμη και της αναδιανομής των προϊόντων αυτής (που είναι πολύ σημαντικά ερωτήματα) και να προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το ευρύτερο ζήτημα της συμβίωσης στον πλανήτη γη. Οφείλουμε στους εαυτούς μας και στις επόμενες γενιές να ξεπεράσουμε την εμμονή μας στη δημιουργία ψηφιακών υποκαταστάτων ως άλλοθι για την καταστροφή της ζωής που υποκαθιστούν.
Δημόσιος χρόνος και παρατήρηση
Οι slow immediate μας προσκαλούν να στηρίξουμε τον δημόσιο χώρο και όσους τον καταλαμβάνουν, πέφτοντας για ύπνο όπου κι αν βρισκόμαστε. Η ανάγκη για επιβράδυνση διαπιστώνεται όλο και περισσότερο (και) σε όσους εργάζονται στον πολιτισμό αλλά και το Πανεπιστήμιο όπου καλούμαστε διαρκώς να παράγουμε και να εργαστούμε σε διαχειριστικά ζητήματα με τον χρόνο που θα έπρεπε να δίνεται στην κατεξοχήν διανοητική δουλειά να συρρικνώνεται ή να θεωρείται πολυτέλεια. Με ποιον τρόπο η διαχείριση του δημόσιου χώρου στα Plasmata συνομιλεί με αυτό το διακύβευμα;
ΠΤ: Μιλάμε συχνά για τον δημόσιο χώρο, αγνοώντας τον δημόσιο χρόνο που είναι εξίσου σημαντικός. Ο χρόνος που περνάμε από κοινού μαζί, όχι μόνο ως ψηφιακές παρουσίες, αλλά ως φυσικά σώματα. Ασχοληθήκαμε ιδιαιτέρως με το θέμα αυτό στα Plásmata Ι, όταν θέσαμε το ερώτημα σε τι διαφέρει ο φυσικός από τον ψηφιακό δημόσιο χώρο για να διαπιστώσουμε τον κατακερματισμό του ψηφιακού χώρου που επιφέρει η αλγοριθμική του διαστρωμάτωση (segmentation) που είναι ιδιαίτερα έντονη στις αλγοριθμικά διαμεσολαβούμενες και ιδιωτικά ελεγχόμενες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης: καθώς θραυσματοποιείται η εμπειρία σε δημογραφικές και συμπεριφορικές ομάδες, κονιορτοποιείται ο δημόσιος χώρος. Όταν επαναφέρεται η κοινή εμπειρία, όπως γινόταν στις προβολές του Nowness, εκτός μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο δημόσιο χώρος επανασυστηνόταν.
Επαναφέρουμε το θέμα στα Plásmata ΙΙ: Ioannina με έναν τρόπο που ενισχύει και υπογραμμίζει την σχέση ανάμεσα σε δημόσιο χώρο και χρόνο. Η ίδια η προσωρινή πεζοδρόμηση του παραλίμνιου χώρου συνιστά μια τροποποίηση χρόνου: η εμπειρία της πόλης γίνεται με διαφορετικό χρόνο κι άρα εισάγει μια διαφορετική τροπικότητα και δημιουργεί μια νέα πιθανότητα ακρόασης, θέασης, όσφρησης, αφής. Έργα όπως το "ΜΑΝΑ” των Αφροδίτη Παναγιωτάκου και Μανώλη Μανουσάκη μας επιτρέπουν να δούμε χώρους που δεν ήταν προσβάσιμοι στο κοινό μέχρι πρότινος κι απαιτούν τον χρόνο μας και την προσοχή μας. Αλλά και το έργο των Θεόκλητου Τριανταφυλλίδη & Λαμπριλένας Κωνσταντέλου "Θέλω να φιλήσω κάθε ζουζούνι, αλλά είναι τόσο μικρά και τα χείλη μου είναι τόσο δυνατά” που συμπληρώνει το προϋφιστάμενο "BugSim (Pheromone Spa)”, εκτός του ότι ανοίγει έναν ακόμη χώρο που δεν ήταν προσβάσιμος στο κοινό, προτείνει μια χρονικότητα που δεν έχει τέλος (ένα zero player game που δεν τελειώνει ποτέ) σε συνδυασμό με μια οσφρητική εμπειρία και μια σειρά γλυπτών που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από την οθόνη που κυριαρχεί σε έναν ανοικτό, αλλά περίκλειστο χώρο. Αντίστοιχα, τα 10 σημεία στάσης διεκδικούν τον χρόνο του θεατή. Του ζητούν να σταματήσει, να ακούσει, να ξαναδεί, να αφουγκραστεί. Τα Plásmata ΙΙ: Ioannina είναι το slow food των εκθέσεων.
Πώς η τοπική κοινωνία εμπλέκεται στην παραγωγή της έκθεσης; Συμμετέχουν δημιουργοί και συντελεστές από την περιοχή;
ΠΤ: Πέραν της ίδιας της διαδικασίας της δημιουργίας των έργων που απαίτησε την παραμονή των καλλιτεχνών στα Γιάννενα και την έρευνα σε σχέση με περιοχή ή ότι καλλιτέχνες όπως η Μαρία Βαρελά και η Αφροδίτη Ψαρρά είναι απόφοιτοι της Σχολής Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης, το σύνολο του προγράμματος του Movement radio, τα εκπαιδευτικά προγράμματα και ο κύκλος των συζητήσεων που έχουν οργανωθεί στο πλαίσιο της έκθεσης πραγματοποιείται από και με δημιουργούς, εκτελεστές, επιστήμονες, ερευνητές και ακαδημαϊκούς των Ιωαννίνων. Επιπλέον, σχεδόν το σύνολο της ομάδας του Front of House που λειτουργούν και ως οδηγοί για την έκθεση, η ομάδα που πραγματοποιεί τις περιηγήσεις, της έκθεσης και η ασφάλεια ζουν στην ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων. Παράλληλα, μετά την ολοκλήρωση της έκθεσης Plasmata II, θα ακολουθήσει πρόγραμμα στοχευμένων δράσεων για την ενίσχυση αυτού που ονομάζουμε Νέα Γιάννενα, δηλαδή των πολλαπλών και πολύ διαφορετικών ομάδων που είναι η μαγιά της καινοτομίας και της δημιουργικότητας στα Ιωάννινα.
Στον σημερινό κόσμο που κατακλύζεται από πληροφορίες, η παρατήρηση και η προσοχή είναι από τους πιο σπάνιους πόρους διαβάζουμε σε κάποιο κείμενο σας σχετικά με τα τοπόσημα της πόλης που συχνά προσπερνάμε. Με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι η έκθεση συμβάλει σε αυτό το κάλεσμα για παρατήρηση;
ΔΔ: Πρόκειται για μια προσπάθεια διεκδίκησης και ανάκτησης του χρόνου που συνεχώς χάνουμε ενώ νομίζουμε ότι τον κερδίζουμε. Είχαμε μια ευκαιρία εδώ στα Ιωάννινα που δεν έπρεπε να χαθεί, καθώς η έκθεση εκτείνεται σε απόσταση 1.7 χιλιομέτρων και αποτελεί μέρος μιας καθημερινής βόλτας για τους κατοίκους της πόλης. Η πρόσκληση να δούμε εκ νέου, να παρατηρήσουμε τι ήδη βρίσκεται στην περιοχή αυτή είναι μια πρόκληση διαφορετικής αναμέτρησης με τον χρόνο και μια πρόσκληση να θυμηθούμε και να αναγνωρίσουμε τον χώρο και τον κόσμο που μας περιβάλλει. H Anna Tsing πολύ όμορφα γράφει πως περιβαλλόμαστε από κόσμους που συνεχώς δημιουργούνται και αυτοί δεν είναι μόνο ανθρώπινοι. Έχει έρθει η ώρα να στραφούμε και στους κόσμους που αγνοούμε, ξεχνάμε ή δε βλέπουμε παρότι είναι δίπλα μας…
Τελευταία γίνεται λόγος για την αγροτικοποίηση της τέχνης και τον εξευγενισμό της υπαίθρου με τόσο καλλιτέχνες και κολλεκτίβες να δουλεύουν με το έδαφος, το χώμα, τις αγροτικές πρακτικές όσο και θεσμούς και εμπορικές εταιρείες να αναζητούν να συνδεθούν με το terroir. Πώς βλέπετε την τάση αυτή; Είναι ο πολιτισμός μέρος του προβλήματος; Με ποιόν τρόπο μπορεί η καλλιτεχνική παραγωγή, αλλά και τα ιδρύματα και τα περιφερειακά πανεπιστήμια να συμμετέχουν σε μια παραγωγή γνώσης συμβατής με τη βιωσιμότητα έναντι της αλόγιστης "ανάπτυξης” της περιφέρειας;
"Νομίζω ότι το κλειδί για μια βιώσιμη κι όχι εξαγωγική προσέγγιση του πολιτισμού είναι αυτή που αναζητεί το βαθειά τοπικό και προσωπικό ως προαπαιτούμενα του παγκόσμιου, του διατοπικού και τελικά του υπερτοπικού. Επίσης, είναι απαραίτητη η σε μακρά διάρκεια σχέση με τον τόπο στον οποίο βρίσκεται κανείς, πως αποδέχεσαι και τι επιστρέφεις στον δημόσιο χώρο που σε δέχεται. Κι αυτό είναι κάτι που κερδίζεται, δεν αποσπάται."
ΠΤ: Ο πολιτισμός δεν ήταν ποτέ έννοια ουδέτερη ή κενή πολιτικά. Για τον λόγο αυτόν και οποιαδήποτε πολιτιστική δράση θα πρέπει να συναισθάνεται και να συνεκτιμά την επίδρασή της στο συμβολικό και πολιτιστικό οικοσύστημα στο οποίο συμβαίνει. Στα Plásmata ΙΙ αφιερώσαμε πολύ χρόνο στο να αναπτύξουμε την έκθεση οργανικά με την πόλη, τη μίκρο και τη μάκρο ιστορία της, το φυσικό και τεχνικό της περιβάλλον και τους ανθρώπους, φορείς, κοινότητες και ομάδες που δραστηριοποιούνται σε αυτήν. Δεν προσγειώσαμε τα έργα μια Παρασκευή απόγευμα, ούτε επιλέξαμε να κάνουμε την ίδια έκθεση με αυτήν που θα κάναμε στο Πεδίον του Άρεως ή στο ΟΝΧ στο Olympic Tower στη Νέα Υόρκη, μολονότι συμπεριλάβαμε έργα που ανήκουν στη συλλογή μας κι έχουν εμφανιστεί στο Πεδίον ή καλλιτέχνες που είναι Onassis Residents και έχουν δείξει έργο τους στη Νέα Υόρκη. Νομίζω ότι το κλειδί για μια βιώσιμη κι όχι εξαγωγική προσέγγιση του πολιτισμού είναι αυτή που αναζητεί το βαθειά τοπικό και προσωπικό ως προαπαιτούμενα του παγκόσμιου, του διατοπικού και τελικά του υπερτοπικού. Επίσης, είναι απαραίτητη η σε μακρά διάρκεια σχέση με τον τόπο στον οποίο βρίσκεται κανείς, πως αποδέχεσαι και τι επιστρέφεις στον δημόσιο χώρο που σε δέχεται. Κι αυτό είναι κάτι που κερδίζεται, δεν αποσπάται. Γι’ αυτό ήταν σημαντικός ο χρόνος και οι πόροι που αφιερώσαμε πριν την έκθεση κι ακόμη περισσότερο οι δράσεις συνεργασίας με το πανεπιστήμιο και τις κοινότητες καινοτομίας και δημιουργικότητας της πόλης. Όπως είπε ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση, ο κος Αντώνης Παπαδημητρίου, ο λόγος για τον οποίο είμαστε στα Γιάννενα δεν είναι γιατί κάποιοι από εμάς έχουμε γεννηθεί ή έχουμε καταγωγή από εδώ. Είναι γιατί τα Γιάννενα είναι αυτό που είναι. Ή όπως είπε η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, δεν έχει σημασία ο τόπος στον οποίο γεννιέσαι, αλλά αυτός στον οποίο αναγεννιέσαι. Αν υπάρχει αυτή η σχέση σεβασμού και αποδοχής, μπορούμε να αποφύγουμε την εργαλειοποίηση του πολιτισμού και να κάνουμε ένα κοινό, βιώσιμο βήμα μπροστά.