
Διεύθυνση:
Tηλ:
Τιμές:
€25 - €30
Τρίτη βράδυ κι ανηφορίζοντας τον ερημικό πεζόδρομο της Ηρακλειδών χαζεύουμε εστιάτορες στην πόρτα άδειων μαγαζιών να μας γλυκοκοιτούν, κι αναπολούμε τις (όχι πολύ μακρινές) εποχές που, από νωρίς το μεσημέρι μέχρι αργά το βράδυ ανεξαρτήτως ημέρας, ήταν τέτοια η κοσμοσυρροή σ’ αυτήν την άλλοτε ultra δημοφιλή γωνιά της Αθήνας, που χρειαζόταν μέχρι και να σπρώξεις για να περάσεις ανάμεσα στους όρθιους που περίμεναν για τραπέζι γύρω απ’ τα καφενεία, τα ταβερνάκια και τα τσιπουράδικα. Οι πιάτσες κι οι συνήθειες έχουν αλλάξει πολύ από τότε, προφανώς, και μολονότι η περιοχή διατηρεί τη γοητεία της τα Παρασκευοσαββατοκύριακα, απόψε η ησυχία που απλώνεται σ’ όλη τη γειτονιά είναι σχεδόν αγριευτική.
Σ’ όλη τη γειτονιά είπαμε; Λάθος. Υπάρχει ένα σημείο εδώ, για το οποίο κάθε βράδυ είναι Σαββατόβραδο. Το Cinapos, το μεζεδοπωλείο – σουξέ του Θησείου, όπου για να κάνεις κράτηση αυθημερόν, πρέπει να έχεις μέσον, είναι κι απόψε κατάμεστο σε όλες τις μπόλικες σάλες του και δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις το γιατί: πρόσωπο του μαγαζιού είναι ο Πάνος Ιωαννίδης του τηλεοπτικού Masterchef, ως σεφ και συνιδιοκτήτης, η κουζίνα κινείται στο χαλαρό και πολύ hip πλαίσιο της ελληνικής ταβέρνας, ο δε χώρος, ολοκληρωτικά ανανεωμένος αλλά και εντελώς συνδεδεμένος με την ιστορία του, είναι πραγματικά χάρμα ιδέσθε, προικισμένος με φρεσκάδα και casual αύρα που σου ανοίγει την καρδιά.

Ως βασιλικοί σταύλοι του ΄Όθωνα ξεκίνησε τη ζωή του το κτήριο, αργότερα έγινε φυλακή και ύστερα σχολείο, για να… συναντήσει το πραγματικό του πεπρωμένο κάπου εκεί στα τέλη των ‘90s, όπου ως "Στάβλος" έγινε τοπόσημο του αθηναϊκού nightlife, ενώ μέχρι πρότινος ήταν γνωστό ως "Coyoacan", ένα καλοφαγικό σημείο που έγραψε τη δική του ιστορία. Γι' αυτή την τωρινή του αναγέννηση, όμως, μεταμορφώθηκε σε κάτι τελείως διαφορετικό. Το γραφείο Stones and Walls, που υπογράφει τη νέα εκδοχή, ξεγύμνωσε το χώρο από δεκαετίες παρεμβάσεων και μετατροπών, για να επαναφέρει την αρχική του διάταξη και να φωτίσει την αθηναϊκή του ιστορία χρησιμοποιώντας ξύλο, πέτρα, ψάθα κι άγριο σοβά για βασικά του υλικά. Το αποτέλεσμα είναι μια ατμοσφαιρική κυψέλη από σάλες μικρές και μεγάλες, κάθε μια με το δικό της χαρακτήρα, γύρω από το κεντρικό αίθριο που φέρνει στο χώρο κάτι από τις εσωτερικές αθηναϊκές αυλές του μεσοπολέμου, με ολίγη από Κυκλάδες.

Νεαρόκοσμος, εναλλακτικοί, οικογένειες, μεγάλες παρέες και ντουέτα σε τετ α τετ απλώνονται στο μεγάλο χώρο του "Cinapos" απόψε (κοντά 200 καρέκλες μετράει το μαγαζί, για να καταλάβετε το μέγεθος), μαζί με λίγους τουρίστες εδώ κι εκεί, που σίγουρα θα γίνουν πολύ, πολύ περισσότεροι όταν ανοίξει η σεζόν. Άλλωστε, ραμμένα γάντι για τους ξένους επισκέπτες είναι τόσο το σημείο (δυο οργιές απ’ την Ακρόπολη), όσο κι η κουζίνα, με τον Πάνο Ιωαννίδη να αφήνει στην άκρη την αγαπημένη του ιταλική γεύση και να επιμελείται μια ξένοιαστη ελληνική κουζίνα, με αναφορές στην πολίτικη καταγωγή των γιαγιάδων του. Το περιεκτικό μενού, που περιλαμβάνει classics του ελληνικού μεζέ όπως ο μαρινάτος γαύρος, τα τηγανητά κεφτεδάκια και τα τσιγαριαστά χόρτα με αυγά, εκτελεί η… σεφ πίσω απ’ τον masterchef, επί χρόνια συνεργάτις του Δώρα Σακαγιάννη. Κι αξίζει εύσημα η ίδια κι η ομάδα της, για τον τρόπο με τον οποίο φέρνουν βόλτα ένα μεζεδοπωλείο σε μέγεθος μητρόπολης – ιδίως αφού οι μεζέδες τους βασίζονται εν πολλοίς σε in house παρασκευές, από τις χωριάτικες πίτες που ξεφουρνίζει τακτικά ο ξυλόφουρνος, μέχρι ντελικατέτσες σαν τον παστουρμά, τη λακέρδα, ή το γιαούρτι που συνοδεύει τον χειροποίητο γύρο.

Ίδιον του μεζέ, βέβαια, είναι το ταμπεραμέντο. Οι εντάσεις, τα γκάζια, οι οξύτητες, οι κάψες, όλα εκείνα τα στοιχεία που θα τραβήξουν το τσίπουρο ή το κρασί, που θα σε κάνουν να ζητήσεις "μάστορα, άλλη μία απ’ αυτό". Και, αλήθεια, πόσο ταμπεραμέντο μπορείς να χωρέσεις σε έναν μεζέ, όταν πρέπει να γεμίζεις κοντά 200 καρέκλες κάθε βράδυ; Ρητορικό το ερώτημα κι η απάντηση προφανής: δυστυχώς, όχι πολύ. Το τζατζικάκι, για παράδειγμα που έφτασε στο τραπέζι μας μαζί με τη λακέρδα και το σαβόρο (σε μια περίεργη, ομολογουμένως, αλληλουχία που διάλεξε η κουζίνα, στη λογική του "ό,τι βγαίνει έρχεται") είχε ωραία φρεσκάδα στο γιαούρτι μεν, αλλά με το σκόρδο δεν συναντήθηκε ποτέ. Η αφράτη λακέρδα είχε τις χαρακτηριστικές κομψευόμενες εντάσεις μεζέ που φοβάται μην παρεξηγηθεί ο αμύητος, ενώ το σαβόρο, μουντό και γλυκερό, είχε αφήσει εκτός συνταγής τις συναρπαστικές γλυκόξινες τσιμπιές που χαρακτηρίζουν το πιάτο.


Η χορτόπιτα, που δοκιμάσαμε αμέσως μετά, ήταν αφράτη κι αρωματική, αν και με κάπως πλαδαρό το κάτω φύλλο, ενώ τα παστουρμαδοπιτάκια, λιχούδικα, τραγανά και χωρίς πολλά λάδια, ήταν το πρώτο από τα μεζεδάκια της βραδιά που δε φοβόταν το όνομά του, με παστουρμά γεμάτο ένταση και βάθος, και κασέρι όλο νοστιμιά. Τα αχνιστά μύδια, όχι τα πιο τροφαντά που μπορείς να βρεις στην αγορά, είχαν νόστιμο το ντοματένιο ζουμάκι τους και κέρδιζαν γκάζια και ταυτότητα χάρη στο ψιλοκομμένο σουτζούκι που τα γαρνίριζε, ενώ η τζιγεροσαλάτα (συκωτάκια με μαϊντανό και κρεμμυδάκια) μας κέρδισε με το αφράτο δάγκωμα στο κύριο υλικό και τις ευχάριστες δροσιές που έδιναν τα κοντιμέντα.

Ο χοιρινός "γύρος", που ηγείται της λίστας των κυρίως, φτιάχνεται από φιλετάκια λαιμού και πανσέτας, κι αυτό του δίνει τρυφερό κι ανάλαφρο δάγκωμα, ψήνεται όμως στη σχάρα και τον ξυλόφουρνο (δεν είναι, δηλαδή, ακριβώς γύρος), κι έτσι χάνει τη "βρωμιά" που δίνει στη μπουκιά το καψάλισμα του λίπους, ενώ λίγο πιο προσεκτικό θα μπορούσε να είναι το ψήσιμο και στις πιτούλες που τον συνοδεύουν. Ο κόκορας με χυλοπίτες, πάντως, best seller του μενού όπως μάθαμε, μας ιντρίγκαρε με το πλούσιο δάγκωμα στο extra large ζυμαρικό και το τρυφερό πουλερικό του, το οποίο σίγουρα θα έχετε πετύχει πιο εκφραστικό στο χωριό, αλλά εδώ κερδίζει έξτρα νοστιμιά από την απαλά μπαχαρένια, ωραία δεμένη σάλτσα. Όσο για το αρνάκι στη γάστρα, ένα λιχούδικο λουκουμάκι, με καλομελωμένα τα λιπάκια του και τρυφερές πατατούλες στο πλάι, αυτό ήταν σίγουρα το highlight της βραδιάς.
Τα επιδόρπια ήταν, δυστυχώς, πολύ αδύναμο σημείο: η πορτοκαλόπιτα, για την οποία τόσα καλά είχαμε ακούσει, ήρθε πνιγμένη σε βαρύ σιρόπι, το ρυζόγαλο θα άρεσε περισσότερο σε όσους δεν συμπαθούν το ρυζόγαλο, ενώ παρ’ ότι το παγωτό γιαούρτι ήταν νόστιμο κι αφράτο, τα γλυκά κουταλιού σηκώνουν βελτίωση.
Η επίσκεψη του κριτικού έγινε στις 25/02
CINAΠΟΣ, Ηρακλειδών 10, Θησείο, 2107103030, Δευτ. – Πεμ.: 6μμ – 12.30πμ, Παρ. – Κυρ.: 1μμ – 12.30πμ, Τιμή: 20 – 40, Πρόσβαση ΑμεΑ: ΄Όχι, Πάρκινγκ: Στους γύρω δρόμους