Το έχουμε ξαναγράψει, η νούμερο ένα τάση στον τουρισμό, και δη στα city breaks, σε όλα τα συνέδρια και τις έρευνες είναι εδώ και χρόνια, και ειδικότερα μετά την παύση του κορονοϊού (που σε ορισμένες χώρες που έχουν στρατηγική για τον τουρισμό λειτούργησε και ως περίοδος περισυλλογής σχετικά με την επόμενη μέρα), η διαχείριση προορισμού έναντι της πάλαι ποτέ προώθησης του προορισμού. Το πώς η τουριστική ανάπτυξη θα συμβαδίσει δηλαδή με τη φέρουσα δυνατότητα κάθε προορισμού και την ευημερία των κατοίκων του. Είναι σαφές ότι ο τουρισμός αποτελεί την πιο σίγουρη (και εύκολη) λύση για να κινηθεί η οικονομία της χώρας και ατμομηχανή και για την εστιατορική και shopping σκηνή της Αθήνας, μεταξύ άλλων. Τουρισμός όμως δεν είναι μόνο τα ξενοδοχεία, και όσοι έχουν λόγο στην ανάπτυξη της Αθήνας θα πρέπει να λάβουν το μερίδιο που τους αναλογεί στο brand του προορισμού που θέλουμε να δημιουργήσουμε. Οι έρευνες έχουν δείξει, και το επισημαίνει με κάθε ευκαιρία και η Marketing Greece, ότι ο πολιτισμός αποτελεί βασικό κεφάλαιο και φίλτρο αναζήτησης για τον επισκέπτη της Ελλάδας και πρέπει να ενταχθεί στο σύνολο του πακέτου εμπειριών που προσφέρει η χώρα.
Προ ημερών, στην τελετή έναρξης του Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Nicolas Eybalin μίλησε για την ιδιαίτερη σχέση της Αθήνας με το σινεμά που σε σύγκριση με τις αρκετές ακόμη πόλεις όπου συμβαίνουν αντίστοιχα φεστιβάλ το έχει αναγάγει σε τόσο δημοφιλή θεσμό και τους ωθεί σε νέες πρωτοβουλίες, αναφερόμενος παράλληλα στην ανάγκη της διάσωσης των κινηματογράφων Άστορ και Ιντεάλ. Όντως, οι ανεξάρτητες αίθουσες στο κέντρο σπανίζουν στις διεθνείς πρωτεύουσες έναντι των multiplex, και αυτές της Αθήνας μπορεί να φαντάζουν σε ορισμένους ως ένα προνόμιο που δεν το δικαιολογεί η εποχή της μείωσης των εισιτηρίων και των πλατφορμών - αν και το αφήγημα ότι το σινεμά έχει πεθάνει ή ότι είναι πια μια νοσταλγική συνήθεια της generation X δεν δικαιολογείται από την ανοδική πορεία που έχει το box office, η οποία αναμένεται μάλιστα να κορυφωθεί με ένα πολύ δυνατό κινηματογραφικό καλοκαίρι, αλλά από τις δηλώσεις των κινηματογραφικών εταιρειών στη μεγάλη έρευνα του Αθηνοράματος και από την έντονη παρουσία νέων ανθρώπων που συναντάμε στα events και τις ταινίες που έχουν ενδιαφέρον. Αυτό δεν αναιρεί το ότι ορισμένες αίθουσες βέβαια σίγουρα χρειάζονται σε μεγάλο βαθμό επανατοποθέτηση ως προς το προφίλ και τις παροχές τους.
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι τουλάχιστον το Άστορ και το Ιντεάλ δεν είναι απλώς δύο αίθουσες αλλά σινεφίλ σημεία αναφοράς και πόλος έλξης για τα φεστιβάλ της πόλης. Παράλληλα αποτελούν χαρακτηριστικά σύμβολα του περίφημου πολυλειτουργικού χαρακτήρα του κέντρου της πόλης που ευαγγελίζεται ο Δήμος Αθηναίων και άλλοι φορείς, στο πλαίσιο του οποίου τα κίνητρα για τη διατήρηση κι άλλων χρήσεων θα έπρεπε να αποτελούν προτεραιότητα. Την ώρα που το Άμστερνταμ κάνει καμπάνια αποθαρρύνοντας τους Βρετανούς τουρίστες να πάνε να γίνουν λιώμα στην πόλη και η Βενετία μελετά το εισιτήριο για τους επισκέπτες της μιας ημέρας, η Αθήνα, μια πόλη που μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας σε ένα τεράστιο ξενοδοχείο με ελάχιστα στέκια που να έχουν μια κάποια ιστορία να διηγηθούν, θα έπρεπε να μπορεί να βρει τρόπο να εντάξει τους μετρημένους στα δάχτυλα ιστορικούς κινηματογράφους της πόλης στο πολιτιστικό αφήγημα και στη βιώσιμη ανάπτυξη που τόσο αναζητούν οι επισκέπτες-trendsetters και οι πόλεις που έχουν βιώσει τον υπερτουρισμό. Κάτι τέτοιο, με την κατάλληλη υποστήριξη και το ανάλογο marketing, θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να ωφελήσει και τους επιχειρηματίες που δεν θα πουλάνε απλώς δωμάτια, αλλά μια ιστορία.
Το Υπουργείο Πολιτισμού, παρότι δηλώνει αναρμόδιο, και ο ΕΦΚΑ βρέθηκαν στο στόχαστρο της συνέντευξης Τύπου που διοργάνωσε τη Δευτέρα η πρωτοβουλία για τη στήριξη των κινηματογράφων Άστορ και Ιντεάλ. Με το δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας, σε μια σπάνια ομοφωνία, να στηρίζει την προστασία των κινηματογράφων, με βουλευτές της αντιπολίτευσης αλλά και της συμπολίτευσης, όπως η Όλγα Κεφαλογιάννη, να έχουν καταθέσει σχετικές ερωτήσεις, τονίζοντας ότι η διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης και του κτιριακού και πολιτιστικού αποθέματος θα πρέπει να θεωρείται ένα στοιχείο που εμπλουτίζει την καθημερινότητα των πολιτών και τη συνολική εμπειρία των επισκεπτών, είναι σαφές ότι για να προστατευτούν τα δύο σινεμά χρειάζεται μια γενναία απόφαση σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης πολιτείας. Ποιος θα την πάρει;