Λίγο μετά την έναρξη των Smoulder, η ανάταση που ήδη διακατείχε το μικρό πλήθος που έσπευσε να τους προϋπαντήσει σ' αυτόν τον πρώτο τους ερχομό στην Αθήνα, μετατράπηκε σε πανζουρλισμό, όταν, ενώ έπαιζαν το "The Sword Woman", η τραγουδίστρια Sarah Ann Vincent σήκωσε δύο σπαθιά στον αέρα. Φιλοτεχνώντας, έτσι, μια εικόνα οικείας επικότητας, η οποία συμβόλισε άψογα τον heavy metal ορίζοντα της μπάντας. Αν γινόταν να τους δει η Βαλέρια, από το βάρβαρο μικροσύμπαν του Κόναν, σίγουρα θα χαμογελούσε. Κρίμα μόνο που δεν τα ξανάβγαλαν.
Ασφαλώς, τα πράγματα στο "An Club" είχαν αρχίσει αρκετή ώρα πριν, με τους σχετικά νεοσύστατους Dragon Skull να ξυπνάνε τα πρώτα πάθη, ξεπερνώντας κάποια ζητήματα ήχου που μάστισαν την έναρξή τους ή το γεγονός ότι αρκετός κόσμος κατέφτανε την ώρα του set τους, οπότε έψαχνε να εγκλιματιστεί, πριν στρέψει την προσοχή του στη σκηνή. Παρατασσόμενη ανάμεσα σε μαύρα banner με δρακοκεφαλές, η πεντάδα πόνταρε πολλά στις ζωηρές της ηλεκτρικές κιθάρες με τους μελωδικούς καλπασμούς, αλλά και στις φωνητικές επιδόσεις του Άρη Λάμπου, ο οποίος ήταν και ωραία φιγούρα πάνω στη σανίδι: οι υψωμένες του γροθιές, ειδικά, μετέδωσαν και κινησιολογικά την αψάδα της μπάντας, ωθώντας το κοινό σε παλαμάκια και συμμετοχή.
Από το ήδη γνώριμο υλικό ξεχώρισαν μ' ευκολία τα "Dragon Skull" και "Barbarians", όμως οι Αθηναίοι έπαιξαν και τρία ολοκαίνουρια τραγούδια από το επερχόμενο δισκογραφικό τους ντεμπούτο (Chaos Fire Vengeance), για το οποίο μας είπαν ότι καταφτάνει τον Μάρτιο. Και τα τρία ήχησαν θαυμάσια, με το "Skullcrusher" να κλέβει την παράσταση, δημιουργώντας έναν μικρό χαμό στο ιστορικό υπόγειο των Εξαρχείων. Πράγμα που επαναλήφθηκε και λίγο μετά, όταν διασκεύασαν το "Heavy Metal Angels" των Heavy Load, προς τιμήν του πρόσφατα θανόντα Ragne Wahlquist.
Κατόπιν, η σκυτάλη της βραδιάς πέρασε στους (επίσης Αθηναίους) Darklon, περίπτωση με περισσότερα "χιλιόμετρα" και "γαλόνια" στον χώρο, αφού υπάρχουν από το 2017, έχουν βγάλει δίσκους που έτυχαν αρκετής προσοχής, ενώ έχουν και την τιμή να διαθέτουν τον Νίκο Αντωνογιαννάκη ως τραγουδιστή, λαρύγγι με θητεία και στους θρυλικούς Αμερικάνους Omen (ως Nikos Mygas A.). Παρ' όλα αυτά, έμεινα με μάλλον ανάμεικτα συναισθήματα απ' όσα είδα κι άκουσα, αν και οι λόγοι πίσω από τούτη την αίσθηση δεν είναι απολύτως ξεκάθαροι.
Υπήρχαν σημεία, δηλαδή, όπου το US κοπής metal των Darklon θέριευε: κιθάρα και μπάσο τα έδιναν όλα, ενώ ο Αντωνογιαννάκης ξετύλιγε πειστικά την κλάση και την εμπειρία του κι έπαιρνε πάνω του το βάρος της συνολικής απόδοσης, με τις πρώτες σειρές του "An Club" ν' απαντούν με ιδρώτα και πώρωση –ειδικά σε στιγμιότυπα σαν τα "Darklon" και "The Redeemer" ή όταν έπαιξαν μια διασκευή στο "Battle Cry" των Omen, για το οποίο η σκηνή ζήτησε ψιλοτσαμπουκά και η πλατεία απάντησε δεόντως. Σε άλλα κομμάτια, ωστόσο, ένιωθες τα πράγματα να γίνονται δυσκίνητα (λ.χ. στο "I Am Death") και τις εντυπώσεις να υστερούν, συγκριτικά με ό,τι μόλις είχες βιώσει ακούγοντας τους Dragon Skull. Κάτι σιγοβράζει εδώ, σίγουρα. Νομίζω, όμως, ότι ακόμα δεν έχει φτάσει στο σημείο βρασμού.
Όταν σήμανε, πια, η ώρα των Smoulder, ήταν φανερό ότι το "An Club" δεν είχε γεμίσει όσο το έχουμε δει να γεμίζει σε άλλες περιστάσεις: ήρθε κόσμος, μα όχι, ίσως, οι αριθμοί που περίμενες, με βάση το πόσο συζητιέται η μπάντα στο επίκαιρο και καλλιτεχνικώς ολοζώντανο heavy metal underground, το οποίο έχει ανανεωθεί χάρη σε νέες περιπτώσεις, που παίζουν (με αξιώσεις) τιμημένα, παλιά πράγματα, έχοντας γυναικείες φωνές ως επικεφαλής. Παρατήρησα, επίσης, ότι στο κοινό που είχε συγκεντρωθεί υπήρχαν ελάχιστοι νέοι. Μπορεί τα μπλουζάκια να πηγαινοέρχονταν από εδραιωμένους θρύλους (Cirith Ungol, Warlord, Savatage) σε φρέσκιες περιπτώσεις (Eternal Champion, Riot City), αλλά οι ηλικίες των θεατών κυμαίνονταν σε ένα μεσαίο φάσμα. Και με το χέρι στην καρδιά, δεν ξέρω τι προοικονομεί αυτό, τώρα που σιγά-σιγά αποχωρούν οι μεγάλοι metal θρύλοι από τις πρώτες γραμμές.
Οι ίδιοι οι Smoulder, πάντως, δεν άφησαν περιθώρια να συνεχιστούν τέτοιες σκέψεις. Στα ντραμς, ο ημίγυμνος Kevin Hester φανέρωσε πόσο είχε ανέβει η θερμοκρασία πάνω στη σκηνή, ενώ το "Victims Of Fate" έδωσε τα πρώτα διαπιστευτήρια, πριν γίνει το μεγάλο μπαμ με τα προαναφερόμενα ξίφη του "The Sword Woman", ξεκαθαρίζοντας κάθε αμφιβολία για πιθανές αποστάσεις μεταξύ λάιβ και στούντιο: η Sarah Ann Vincent ακουγόταν όπως την έχουμε απολαύσει στους δίσκους, όντας ικανή να υψώνεται με άνεση πάνω από τις εντάσεις της rhythm section και να τραγουδά με ακατάβλητη ζέση και δύναμη, δίχως σκαμπανεβάσματα. Μια πλήρης, θεαματική ερμηνεύτρια, με ιδιαίτερη και ολίγον παράδοξη κινησιολογία (μου θύμισε κάτι μεταξύ μάγισσας σε έκσταση και δαιμονισμένης μαριονέτας), αληθινή ηγέτης ενός συνόλου που θύμιζε και εμφανισιακά τις αρχικές ημέρες άνδρωσης του heavy metal ήχου, όταν δεν υπήρχε καμία ανησυχία περί ίματζ.
Εκδηλωτική και στο μικρόφωνο, εντωμεταξύ, η Sarah Ann Vincent δεν παρέλειψε να μιλήσει για τη χαρά τους που ήρθαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ευχαρίστησε όχι μόνο τα ντόπια support σχήματα τα οποία προηγήθηκαν, αλλά και τους Wrathblade –που είχαν ανακοινωθεί αρχικά, μα δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν– ενώ υποσχέθηκε στο κοινό το μεγαλύτερο συναυλιακό set του γκρουπ στη μέχρι στιγμής ιστορία του, όπως και μια έκπληξη για φινάλε. Σε μουσικό επίπεδο, επίσης, οι στροφές ανέβηκαν από νωρίς, αφού, στα καπάκια μετά τα σπαθιά, παίχτηκαν τα "Warrior Witch Of Hel" και "Violent Creed Of Vengeance", συντηρώντας τις φλόγες του ενθουσιασμού ανάμεσα σε ένα κοινό που δεν δίσταζε να εκδηλώσει την αγάπη και την εκτίμησή του για όσα έβλεπε κι άκουγε.
Το "Path Of Witchery", αργότερα και το "Bastard Steel", ήταν τα μόνα σημεία του set όπου οι Smoulder έπεσαν λίγο, περισσότερο, όμως, επειδή σαν κομμάτια δεν λένε και πολλά, γιατί, κατά τα λοιπά, η δική τους επίδοση παρέμεινε πολύ ενεργητική. Από την άλλη, το μακρύτερο set έδωσε την ευκαιρία ν' ακουστεί και το ωραιότατο "Shadowy Sisterhood". Το "Dragonslayer's Doom" ήταν μία ακόμα μεγαλειώδης στιγμή, με τη Sarah Ann Vincent να επιδεικνύει το ατόφιο μέταλλο των φωνητικών της δυνάμεων, ενώ η φουλ επίθεση του γκρουπ και ο παλμός των συγκεντρωμένων ξανασυναντήθηκαν και προς το φινάλε, στο επιβλητικό "Ilian Of Garathorm".
Κάπου εκεί, τώρα, είχε φτάσει η ώρα για τους τίτλους τέλους, αλλά και για την έκπληξη που μας είχαν υποσχεθεί. Η οποία δεν ήταν άλλη από μια βαθιά βουτιά στα νάματα του US metal, για μια αληθώς ευρηματική διασκευή στο "Cage Of Mirrors" των Manilla Road. Ομολογώ ότι στραβομουτσούνιασα όταν η Ελένη Φουντή του MiC, που είχε έρθει υποψιασμένη, μου είπε ότι έχει και alternative/indie στοιχεία –μερικά πράγματα, βλέπετε, δεν τα θέλω μαζί. Αλλά το αποτέλεσμα με άφησε όντως εντυπωσιασμένο και ικανοποιημένο, παρότι οι κιθάρες έμοιαζαν σε μερικά σημεία της ενορχήστρωσης έτοιμες να λοξοδρομήσουν προς κάτι που ναι, θα μπορούσε να είναι Nirvana ή ακόμα και Liz Phair, εποχής Exile In Guyville.
Οπότε δεν έμεινε παράπονο, έστω κι αν, επί της αρχής, θεωρώ ότι έπρεπε να διαλέξουν το "The Veils Of Negative Existence" για διασκευή, ώστε να βλέπαμε λίγα ακόμα σπαθιά. Την επόμενη φορά, ίσως (που μπορεί να φέρουμε και τα δικά μας).