Φεστιβάλ Σάλτσμπουργκ
Στο συντηρητικό, πλην πάντοτε ανήσυχο Σάλτσμπουργκ, ο διευθυντής Μάρκους Χίντερχώυζερ πρότεινε, ως συνήθως, έναν απίστευτα πλούσιο προγραμματισμό, προσελκύοντας μια πολυεθνική αφρόκρεμα μουσικών και σκηνοθετών. Το συνεκτικό και διεξοδικά προετοιμασμένο πρόγραμμα όπερας απάρτισαν τρία ζεύγη έργων με πρωταγωνιστές "outsiders": δύο σπάνια παρουσιαζόμενες ρωσικές όπερες βασισμένες σε μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι, δύο σημαντικές γαλλικές όπερες και το αναπόφευκτο λυρικό δίπτυχο Μότσαρτ.
Τα δύο ρωσικά έργα ανέβηκαν στον επιβλητικό σκηνικό χώρο της Σχολής Ιππασίας των Βράχων. Αυτήν αξιοποίησε έξοχα ο Πολωνός σκηνοθέτης Βαρλικόφσκι για να αναπαραστήσει με σπάνια ακρίβεια –σαν σύγχρονη τοιχογραφία εποχής– τις πολλές σκηνές του "Ηλίθιου" του Βάινμπεργκ. Στη συναρπαστική παραγωγή η εξιστόρηση του ιδιαίτερου συγχρωτισμού του επιληπτικού πρίγκιπα Μύσκιν (συγκλονιστικός Βολκόφ) με την αλλοτριωμένη αστική κοινωνία της Αγίας Πετρούπολης συνοδεύτηκε από γλαφυρή σκιαγράφηση της διαφορετικής ψυχοσύνθεσης των πολυάριθμων χαρακτήρων.
Εξίσου καλή ήταν η θεατρική διδασκαλία του Αμερικανού Σέλλαρς στον "Παίκτη" του Προκόφιεφ, που θίγει τον πυρετό του τζόγου και την αδιέξοδη μανία του ρίσκου. Όμως, η μετατροπή της τεράστιας σκηνής σ’ ένα πολύχρωμο χαοτικό σύμπαν ψευδαισθήσεων, όπου δέσποζαν τεράστια –συχνά ιπτάμενα!– τραπέζια-ρουλέτες, επέτεινε την έλλειψη μεγαλύτερης οικειότητας για την οποία βοούσε η αφήγηση του ξεπεσμένου αριστοκράτη Αλεξέι. Λόγος και συναισθήματα δικαιώθηκαν πρωτίστως στις σκηνές του ισχυρού πρωταγωνιστικού διδύμου (Πάννικαρ, Γκριγκοριάν). Τον διακριτό μουσικό πλούτο των δύο έργων αποκάλυψαν εξαίσια ταλαντούχοι αρχιμουσικοί (Γκρατζίνιτε-Τύλα, Τζανγκίεφ) και η Φιλαρμονική της Βιέννης.
Η περίφημη ορχήστρα δεν συμμετείχε –παραδόξως– στις δύο φετινές μοτσάρτειες παραγωγές. Σ’ αυτήν του "Ντον Τζοβάνι" ο Καστελούτσι σκιαγράφησε τον πρωταγωνιστή σαν μια μορφή "διαβόλου" που ανατρέπει την τάξη. Μέσα σ’ ένα κατάλευκο φόντο, ο Ιταλός σκηνοθέτης δημιούργησε μια μαγευτικής αισθητικής διαδοχή εικόνων με πληθώρα συμβόλων, η αποκωδικοποίηση των οποίων συνιστούσε διαρκή διανοητική πρόκληση, αλλά δεν υπηρετούσε έναν κεντρικό αφηγηματικό ειρμό, πολλώ δε μάλλον καθώς απουσίαζε μια ουσιαστική σωματική σχέση μεταξύ των χαρακτήρων. Τον εκλεκτικισμό της ματιάς υπηρέτησε μια ισορροπημένη διανομή (κορυφαίοι Λουτσάνο, Παβλόβα), κυρίως όμως η ιδιοσυγκρασιακή μουσική διεύθυνση του Κουρεντζή, ο οποίος απέσπασε από την ορχήστρα "Ουτοπία" ένα ακρόαμα εξίσου γοητευτικό όσο και "ενοχλητικό".
Άκρως ερεθιστικό ήταν και το παίξιμο ενός εκλεκτού συνόλου οργάνων εποχής υπό τον Καπουάνο και στην άλλη μοτσάρτεια παραγωγή, αυτή της "Μεγαλοψυχίας του Τίτου". Η απρόσμενη σύνδεση με την αισθητική του κινήματος "Θύελλα και ορμή" και ένα επιτυχημένο καστ με επικεφαλής τους Μπέλε και Τσ. Μπάρτολι χρωμάτισαν θαυμάσια τη σύγχρονου στίγματος παράσταση που έστησε ο Καναδός Κάρσεν. Στην κινηματογραφικού ρυθμού δουλειά, η οπτικοποίηση της απόπειρας ανατροπής του αυτοκράτορα Τίτου παρέπεμπε ευθέως στην εισβολή των οπαδών του Τραμπ στο αμερικανικό Καπιτώλιο, αλλά η εντός κοινοβουλίου δολοφονία του ανέτρεψε κυνικά τον κατά το λιμπρέτο… θρίαμβο της μεγαλοψυχίας!
Στη βασική γαλλική όπερα, τα "Παραμύθια του Χόφμαν", η προσπάθεια της σκηνοθέτριας Κλεμάν να συνδέσει όπερα και κινηματογράφο οδήγησε σε μιαν ιδιότυπα ρεαλιστική, πλην όμως ελάχιστα συνεκτική παράσταση, που αποδοκιμάστηκε αρκετά. Και τούτο επειδή η θεώρηση του ρομαντικού, ονειροπόλου ποιητή ως ενός αποτυχημένου, άστεγου, μισογύνη σκηνοθέτη άμβλυνε την ποιητικότητα του έργου, ενώ και οι γυναίκες-αντικείμενα του έρωτα προβλήθηκαν ως απρόσμενα χειραφετημένες. Μια χαμένη ευκαιρία, ιδίως όταν έχεις εξασφαλίσει ως Χόφμαν έναν Μπερνάιμ, τον ιδανικό σήμερα παγκοσμίως ερμηνευτή του.
Όταν πάλι διαθέτεις μιαν ιδανική –σχεδόν αποκλειστικά γαλλόφωνη– διανομή μονωδών που έχουν αναμετρηθεί σκηνικά με τους ρόλους και μπορούν να ανταποκριθούν στα μουσικοδραματικά απαιτούμενα μιας δύσκολης ρομαντικής όπερας, όπως ο "Άμλετ" του Τομά, η συναυλιακή παρουσίασή της λειτουργεί εξίσου απολαυστικά. Αν δε αυτής ηγούνται οι κορυφαίοι ερμηνευτές των πρωταγωνιστικών ρόλων (Ντεγκού, Οροπέζα), τότε το τελικό αποτέλεσμα είναι σίγουρα αναφοράς.
Φεστιβάλ Όπερας Ροσσίνι
Στο Πέζαρο, πάλι, γιόρτασαν φέτος τα 45 χρόνια του περίφημου Φεστιβάλ Όπερας Ροσσίνι, αλλά και την αναγόρευση της πόλης σε Ιταλική Πολιτιστική Πρωτεύουσα για το 2024. Η διπλή επέτειος δικαιολόγησε τη σκηνική παρουσίαση τεσσάρων –αντί των καθιερωμένων τριών– λυρικών έργων και ενός ακόμη σε συναυλιακή μορφή.
Οι νέες παραγωγές αφορούσαν δύο σοβαρές όπερες, τις "Ερμιόνη" και "Μπιάνκα και Φαλιέρο", που είχαν να παρασταθούν σκηνικά πολλά χρόνια. Τη δράση της πρώτης τοποθέτησε ο Γερμανός σκηνοθέτης Έρατ σ’ ένα σουρεαλιστικό, άχρονο περιβάλλον παρακμής, εστιάζοντας στην ανάδειξη της αρρωστημένης ψυχοσύνθεσης των τριών πρωταγωνιστών, ορφανών ηρώων του Τρωικού πολέμου. Στη δεύτερη, ο Μονεγάσκος Γκριντά προσπάθησε, μάλλον ανεπιτυχώς, να μεταφέρει στη δεκαετία του ’50 μια βενετσιάνικη ιστορία διαπλοκής ερωτικών και οικογενειακών σχέσεων με πολιτικές ίντριγκες. Μικρή σημασία έχουν, βέβαια, όλα αυτά, όταν το μουσικό επίπεδο είναι τόσο υψηλό, όταν οι δύο διευθυντές ορχήστρας (Μαριότι, Ρομπ. Αμπάντο) κατανοούν όσο ελάχιστοι τον σοβαρό Ροσσίνι, όταν οι διανομές περιλαμβάνουν υψιφώνους του κύρους μιας Αν. Μπάρτολι και μιας Πρατ και τενόρους της κλάσης ενός Φλόρες και ενός Κόρτσακ.
Οι καινούργιες παραγωγές βρήκαν, πάντως, ισχυρότατο ανταγωνισμό σε αυτές των κωμικών έργων που προτάθηκαν σε επανάληψη. Η "Αλλόκοτη παρεξήγηση" και ο "Κουρέας της Σεβίλλης" σε σκηνοθεσίες Λάιζε/Κοριέ και Πίτσι συγκαταλέγονταν στις ευτυχέστερες των τελευταίων ετών. Και οι νέες διανομές τους από έμπειρους και νέους μονωδούς δικαίωσαν αβίαστα τη μουσικοδραματική ιδιοφυΐα του Ροσσίνι και την υποδειγματική από κάθε άποψη –μουσική, παραστατική, μουσικολογική– ανάδειξη της κληρονομιάς του στο ROF.
Όχι τυχαία, οι περισσότεροι από αυτούς συμμετείχαν και στο καταληκτικό γκαλά με την "κοντσερτάντε" παρουσίαση του "Ταξιδιού στη Ρενς", ενός συναρπαστικού δείγματος της ροσσίνειας διερεύνησης των εκφραστικών δυνατοτήτων της ανθρώπινης φωνής…