Για τον πολύ δυνατό προγραμματισμό του, την οικονομική και καλλιτεχνική του ευρωστία δικαιούται να περηφανεύεται για μία ακόμη χρονιά το σημαντικότερο φεστιβάλ κλασικής μουσικής του πλανήτη, αυτό του Σάλτσμπουργκ. Τα νούμερα προκαλούν και πάλι ίλιγγο: μέσα σε ενάμιση μήνα δόθηκαν 172 παραστάσεις όπερας, συμφωνικές συναυλίες, συναυλίες μουσικής δωματίου και θρησκευτικής μουσικής, ρεσιτάλ έντεχνου τραγουδιού, αλλά και θεατρικές παραστάσεις. Τις παρακολούθησαν 250.000 επισκέπτες από 77 χώρες (40 εκτός Ευρώπης), μεταξύ των οποίων 700 δημοσιογράφοι και κριτικοί από σχεδόν 300 μέσα, με το ποσοστό πληρότητας θέσεων να υπερβαίνει το 98%!
Η όπερα είχε και πάλι τη μερίδα του λέοντος στο ανήσυχο πρόγραμμα που πρότεινε ο επιτυχημένος διευθυντής της μουσικής Μάρκους Χίντερχωυζερ, με 5 σκηνικές και 4 "κοντσερτάντε" παραγωγές. Η παγκόσμια αφρόκρεμα σκηνοθετών, αρχιμουσικών και καλλιτεχνών έδωσε, ως συνήθως, το παρόν. Πουθενά αλλού δεν έχει κανείς τη δυνατότητα να απολαύσει τόσους πολλούς αστέρες της μουσικής. Και σίγουρα δύσκολα θα μπορούσε σε διάστημα μόλις μίας εβδομάδας να παρακολουθήσει παραστάσεις των Ρομέο Καστελλούτσι, Κσίστοφ Βαρλικόφκσι, Ρόμπερτ Κάρσεν και Πήτερ Σέλλαρς, 4 δηλ. από τα πιο βαριά ονόματα στο χώρο της σκηνοθεσίας μουσικού θεάτρου!
Στην πατρίδα του Μότσαρτ, οι παραγωγές λυρικών έργων του ανήκουν στα "εκ των ων ουκ άνευ" του Φεστιβάλ. Τα φώτα όμως τράβηξαν εξίσου παραγωγές γαλλικής όπερας και έργων του 20ού αιώνα, μεταξύ των οποίων δύο σπάνια παρουσιαζόμενες ρωσικές όπερες εμπνευσμένες από διάσημα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι!
Η αποκάλυψη ενός γοητευτικού "Ηλίθιου"
Η πρώτη εξ αυτών, "Ο Ηλίθιος" του Μιέτσυσγουαου (ή Μοϊσέι) Βάινμπεργκ, αποτέλεσε, κάπως απροσδόκητα, το αδιαμφισβήτητα κορυφαίο οπερατικό γεγονός του φετινού Φεστιβάλ.
Η ζωή και το δημιουργικό έργο του Πολωνικής καταγωγής Σοβιετικού συνθέτη (1914-1996) έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον του μουσικού κόσμου κατά την τελευταία 20ετία. Ο εβραϊκής καταγωγής μουσουργός πρόλαβε να αποδράσει πριν την είσοδο των Ναζί από την Βαρσοβία (στο γκέτο της οποίας αφανίσθηκε ολόκληρη η οικογένειά του, κάτι που έμαθε πολύ αργότερα!) για την Σοβιετική Ένωση, όπου έζησε και δημιούργησε υπό σχετική αφάνεια, γλιτώνοντας οριακά το σταλινικό πογκρόμ με τη βοήθεια του -στενού του φίλου- Ντμίτρυ Σοστακόβιτς. Η επιρροή του έργου του σπουδαίου Σοβιετικού συνθέτη στο προσωπικό μουσικό ιδίωμα του Βάινμπεργκ είναι έντονη, αλλά όχι δεσπόζουσα.
Πέρα από ένα συναρπαστικό corpus συμφωνικής και κινηματογραφικής μουσικής αλλά και μουσικής δωματίου, ο Βάινμπεργκ συνέθεσε 7 όπερες, τις οποίες δεν κατάφερε να ακούσει όσο ζούσε! Η πιο γνωστή του, η εμπνευσμένη από το Ολοκαύτωμα "Επιβάτις", έγινε γνωστή όταν παρουσιάσθηκε στο Φεστιβάλ του Μπρέγκεντς το 2010 σε μουσική διεύθυνση Θεόδωρου Κουρεντζή με πρωταγωνίστρια την Έλενα Κελεσίδη. Ο "Ηλίθιος", κλασικό δείγμα Literaturoper, γράφτηκε μεταξύ 1986-1987, πρωτοακούσθηκε μόλις το 2013 σε παράσταση της Όπερας του Μάνχαϊμ υπό τον Τόμας Ζάντερλινγκ, ενώ έκτοτε έχει ανεβεί σκηνικά σε σημαντικά ευρωπαϊκά λυρικά θέατρα.
Πεπεισμένος για την ποιότητα του έργου, ο Χίντερχωυζερ ανέθεσε τη σκηνοθεσία της νέας παραγωγής του Σάλτσμπουργκ στον εκλεκτό Πολωνό σκηνοθέτη Κσίστοφ Βαρλικόφσκι, ο οποίος έστησε μία αριστουργηματική παράσταση στην "Σχολή της Ιππασίας των Βράχων" (15/8). Αποφεύγοντας τις ιδιαίτερες, ενίοτε άκρως εγκεφαλικές προσεγγίσεις του, αξιοποίησε έξοχα τον τεράστιο σκηνικό χώρο για να παρουσιάσει, με σύγχρονη ματιά, αυτή την πολύ μεγάλη τοιχογραφία εποχής με αφορμή το συγχρωτισμό του (επιληπτικού) πρίγκηπα Μύσκιν με την αλλοτριωμένη αστική κοινωνία της τσαρικής Αγίας Πετρούπολης, μετά τη νοσηλεία του σε ελβετικά σανατόρια. Οι 10 σκηνές/ταμπλώ του έργου αποδόθηκαν με μεγάλη σαφήνεια μέσα στο αρ-ντεκό σκηνικό που οργάνωσε η Μαλγκορσάτα Σέσνιακ με τη βοήθεια των ωραίων βιντεοπροβολών του Καμίλ Πόλακ.
Οι ανθρώπινες σχέσεις, κυρίως όμως οι πολυάριθμοι ανθρώπινοι χαρακτήρες και η τόσο διαφορετική ψυχοσύνθεσή τους σκιαγραφήθηκαν με απίστευτη γλαφυρότητα, άλλοτε πιο ψυχρά/εγκεφαλικά, άλλοτε πιο ποιητικά, και σε πρωτοφανές βάθος λεπτομέρειας, ιδίως σε ό,τι αφορά τον ιδιότυπα αγνό, τόσο ανθρώπινο αλλά και νηφάλιο στην αφέλειά του Μύσκιν… Η εκπληκτική συνοχή και η αφηγηματική ρευστότητα της σκηνοθεσίας είχαν σαν αποτέλεσμα μια παράσταση εκπληκτικής ομοιογένειας και ειρμού, που δεν κούρασε διόλου παρά τη μεγάλη της διάρκεια (άνω των 3 ½ ωρών).
Σε ανάλογο ύψος κινήθηκε η παράσταση και από μουσικής πλευράς, κατ’αρχάς λόγω της διεύθυνσης της -εξειδικευμένης στο έργο του Βάινμπεργκ- Λιθουανής αρχιμουσικού Μίργκας Γκρατζίνυτε-Τύλα. Η εξπρεσιονιστική, σκοτεινού λυρισμού, τολμηρή/μοντέρνα -ως προς την αξιοποίηση εξαγγελτικών θεμάτων (Leitmotive) και πρωτότυπων ορχηστρικών ηχοχρωμάτων- όχι ατονική παρτιτούρα φωτίσθηκε με σπάνια ακρίβεια, καθαρότητα, χορευτική κομψότητα, κυρίως όμως ευφράδεια αφήγησης. Το υπερθετικό, μοναδικής διαφάνειας παίξιμο της Φιλαρμονικής της Βιέννης κατέδειξε πόσο σημαντικό είναι να αποδίδονται άγνωστα πλην απαιτητικά έργα από μεγάλες ορχήστρες.
Έξοχη ήταν και η άψογη και εν πολλοίς ρωσόφωνη διανομή. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πιο ιδανική μουσικοδραματικά ενσάρκωση του κεντρικού ρόλου από αυτήν του Ουκρανού τενόρου Μπογκντάν Βολκόφ, ανατριχιαστικά πειστικού τόσο φωνητικά όσο και υποκριτικά ως Μύσκιν. Το νεανικό, ακμαίο τίμπρο και η ολοκληρωτική ταύτιση με το ρόλο αποτέλεσαν πραγματικό άθλο και ίσως την κορυφαία στιγμή του φετινού Φεστιβάλ!
Πλάι του, η Νατάσα Φιλίποβνα της Λιθουανής δραματικής υψιφώνου Αουσρίνε Στούντυτε εντυπωσίασε με το σκούρο τίμπρο και τη μοναδική ένταση της ερμηνείας. Θαυμάσια λειτούργησε η αντίστιξη με την αντίζηλό της Αγλαΐα, που ενσάρκωσε με φωτεινό ηχόχρωμα και ευέλικτη υπόκριση η Αυστραλή μεσόφωνος Ξένια Πούσκαρτζ-Τόμας. Ο θαυμάσιος Λευκορώσος βαρύτονος Βλαντισλάβ Σουλίμσκυ χάρισε ένα ψαγμένο, διόλου μονοδιάστατα τραχύ πορτραίτο του Ρογκόζιν.
Μία απίστευτα λεπτοδουλεμένη προσωπογραφία του τόσο ιδιαίτερου δραματουργικά ρόλου του Λεμπέντεφ προσέφερε ο Ουκρανός βαρύτονος Γιούρι Σαμοΐλοφ (που ενθουσίασε ως Ρικκάρντο στους περσινούς "Πουριτανούς" του Μπελλίνι στο θέατρο "Ολύμπια"), ενώ αληθινή πολυτέλεια υπήρξε η ανάθεση του ρόλου του Γκάνια στον εκλεκτό Σλοβάκο τενόρο Πάβολ Μπρέσλικ. Από τους αρκετούς δευτεραγωνιστικούς ρόλους κρατούμε στη μνήμη το ζεύγος των Γιεπάντσιν, που απέδωσαν δύο πολύ έμπειροι μονωδοί, ο Βρετανός μπάσος Κλάιβ Μπαίηλυ και η Ρωσίδα μεσόφωνος Μαργκαρίτα Νεκρασόβα.
Μακάρι αυτή η συναρπαστική -ως προς την ώσμωση κειμένου/λόγου, μουσικής και θεάτρου- δουλειά να αποτυπωθεί σύντομα οπτικοακουστικά…
Το χαοτικό σύμπαν ψευδαισθήσεων του "Παίκτη"
Εξίσου επιτυχημένη μουσικά, αλλά περισσότερο αμήχανη δραματικά υπήρξε η δεύτερη παραγωγή ρωσικής όπερας του Φεστιβάλ που βασίσθηκε σε μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, αυτή του "Παίκτη" του Προκόφιεφ.
Η δράση εκτυλίσσεται σε μια επινοημένη ευρωπαϊκή λουτρόπολη, το Ρουλέτενμπουργκ, και αφηγητής της ιστορίας είναι ένας νεαρός ξεπεσμένος αριστοκράτης, ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς, δάσκαλος στην υπηρεσία ενός χαρτοπαίχτη, μάλλον διεφθαρμένου στρατηγού. Γύρω τους, ζωντανεύει ένας πολυπληθής θίασος Ρώσων και Πολωνών εμιγκρέδων, ευγενών και απατεώνων, "γλεντζέδων" αγκιστρωμένων στη φρενίτιδα του παιχνιδιού και τη λατρεία του χρήματος, βυθισμένων στο χάος και την παρακμή. Ανάμεσά τους η προγονή του στρατηγού, η αινιγματική, αντιφατική και δύστροπου χαρακτήρα Πολίνα, που, εκμεταλλευόμενη τον έρωτα του δασκάλου της προς εκείνη και λοιδορώντας τα αισθήματά του, τον σπρώχνει προς τον τζόγο όλο και πιο βαθιά…
Το Φεστιβάλ ανέθεσε τη σκηνοθεσία αυτού του στριφνού και σπάνια παρουσιαζόμενου έργου για τον πυρετό του τζόγου, την αδιέξοδη μανία του ρίσκου και τη διαρκή αναζήτηση της αγάπης στον διάσημο Πήτερ Σέλλαρς. Ο γνωστός για τις προβοκατόρικες δουλειές του 67χρονος Αμερικανός σκηνοθέτης προσπάθησε να οπτικοποιήσει το χαοτικό σύμπαν "ψευδαισθήσεών" του στη μεγάλη "Σκηνή της Σχολής Ιππασίας των Βράχων" (17/8). Του πολύχρωμου σκηνικού χώρου (που επιμελήθηκε ο Τζωρτζ Τσυπίν) δέσποζαν τεράστια τραπέζια-ρουλέτες, που συχνά ίπταντο παραπέμποντας άλλοτε σε πολυελαίους άλλοτε σε …UFO και μια σειρά από σπασμένοι καθρέπτες πάνω στις αψίδες. Αντίθετα από τον "Ηλίθιο", η Felsenreitschule μάλλον υπονόμευσε εδώ τη σύγχρονου στίγματος σκηνοθεσία, καθώς οι γιγαντιαίες διαστάσεις της περισσότερο επέβαλαν την παρακολούθηση ενός συνεχούς έμπα-έβγα πλήθους -άνω των 30!- ρόλων στα διάφορα επεισόδια (συχνά με κινητά ανά χείρας), παρά επέτρεπαν την εστίαση στην ούτως ή άλλως "στατική" δράση. Παράλληλα άμβλυνε την -καλή- θεατρική διδασκαλία των μονωδών, στο βαθμό που οι κρισιμότερες σκηνές προϋπέθεταν μεγαλύτερη οικειότητα για να τονισθούν λόγος και συναισθήματα.
Η παράσταση υπήρξε θαυμάσια σε μουσικό επίπεδο. Η παρτιτούρα του "Παίκτη" άρχισε να γράφεται κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά το ανέβασμά της αναβλήθηκε για διάφορους -και πολιτικούς- λόγους μέχρι τη πρώτη παρουσίαση στις Βρυξέλλες -στη γαλλική γλώσσα- το 1929, ενώ η αυθεντική εκδοχή ακούσθηκε στη Ρωσία μόλις το 1974, πάνω από 20 χρόνια μετά το θάνατο του συνθέτη! Συνιστώντας αυτονόητα μια νεανική, πρώιμα αβαν-γκαρντίστικη απόπειρα του Προκόφιεφ, η πυκνή ενορχήστρωση σφύζει ιδεών και ωραίων μουσικών θεμάτων, αλλά ηχεί ενίοτε σχοινοτενής. Αποκωδικοποιήθηκε, πάντως, έξοχα από το νεαρό αρχιμουσικό Τιμούρ Τζανγκίεφ, το νέο ανερχόμενο αστέρι της μεγάλης ρωσικής σχολής, και την ως συνήθως ανεπίληπτη, εκπληκτικά ευέλικτη Φιλαρμονική της Βιέννης.
Από πλευράς φωνητικής γραφής, το έργο κινείται μεταξύ δραματικού parlando και αριόζι, προϋποθέτει δε -εύλογα- τη λαγαρή προφορά της ρωσικής γλώσσας, κάτι που ευνόησε τους καταγόμενους από την πρώην ΕΣΣΔ μονωδούς. Της πολυπληθούς νεανικής διανομής ηγήθηκαν ο Αμερικανός -με καταγωγή από την Σρι Λάνκα- τενόρος Σων Πάνικκαρ ως αφελής Αλεξέι και η Λιθουανοαρμένισσα υψίφωνος -και σταρ του Φεστιβάλ- Ασμίκ Γκριγκοριάν ως αποφασισμένη Πολίνα. Η σκηνική άνεση -και χημεία- αμφοτέρων, τα ακμαία τίμπρα, οι τεράστιες αντοχές του πρώτου και το δραματικό ένστικτο της δεύτερης έκαναν θαύματα. Εντυπωσιακή στον σύντομο, πλην κομβικό κωμικοτραγικό ρόλο της Μπαμπουλένκας υπήρξε η Λιθουανή μεσόφωνος Βιολέτα Ουρμάνα, μουσικοδραματικά αρτιότατοι στους σημαντικούς ρόλους -χαρακτήρων- των Στρατηγού και Μαρκήσιου αντίστοιχα ήσαν ο Κινέζος μπάσος Πειξίν Τσεν και ο γνωστός Αργεντίνος τενόρος Χουάν Φρανσίσκο Γκατέλ.
Θερμότατη υποδοχή από ένα "μπουρζουά" κοινό, που ίσως δεν αντιλήφθηκε …πόσο το αφορούσε η ματαιοδοξία του κόσμου της συγκεκριμένης όπερας!
"Ντον Τζοβάννι": αλληλουχία μαγευτικών εικόνων, αλλά θέατρο;
Καθώς Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ δεν νοείται χωρίς Μότσαρτ, φέτος προτάθηκαν σε επανάληψη δύο πρόσφατες παραγωγές λυρικών του έργων. Η πρώτη ήταν αυτή του "Ντον Τζοβάννι" του Ρομέο Καστελλούτσι, που αποτέλεσε νέα επεξεργασία αυτής του 2021.
Κάθε δουλειά του διάσημου Ιταλού σκηνοθέτη προκαλεί πληθώρα συζητήσεων, και αυτή δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον κανόνα. Η παρακολούθησή της στη "Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ" (11/8) επιβεβαίωσε την αισθητική και διανοητική γοητεία της αλλά και τον εκλεκτικισμό μιας συνειδητής προσπάθειας ριζικής "επανανακάλυψης" του έργου μακράν των -κλασικών, τουλάχιστον- επιταγών του "μουσικού θεάτρου".
Κατά τον Καστελούτσι, ο Ντον Τζοβάννι είναι μια μορφή "διαβόλου" που προκαλεί γύρω του το χάος, και ανατρέπει την τάξη. Όχι τυχαία, ήδη από την εναρκτήρια σκηνή, η δράση (του) οριοθετήθηκε μέσα στο εσωτερικό μίας εκκλησίας, η οποία απογυμνώθηκε σταδιακά από όλα τα θρησκευτικά αντικείμενα. Μέσα σ’ένα κατάλευκο φόντο (σκηνικός χώρος – κοστούμια), που δημιουργούσε μιαν ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, η Α’ πράξη αποτέλεσε μία αέναη διαδοχή εικόνων με πληθώρα συμβόλων (όπως ζωντανά ζώα - κατσίκι, σκύλος, ποντικός- και μπάλες μπάσκετ, ή ακόμη αντικείμενα που κρέμονταν από την οροφή ή έπεφταν από αυτήν, όπως ένα πολυτελές αυτοκίνητο και ένα πιάνο), η ερεθιστική νοηματοδότηση των οποίων -που επέβαλε στο θεατή την ανάγκη συνεχούς αποκωδικοποίησης- δεν υπηρετούσε πάντοτε έναν κεντρικό αφηγηματικό ειρμό (εκτός εάν υποδήλωνε τη συναισθηματική κενότητα του πρωταγωνιστή)!
Κρίσιμα στοιχεία της πλοκής δόθηκαν με σκηνικό επισχολιασμό: ο βιασμός της Ντόνας Άννας μέσω μαριονετών, η εμμονή της Ντόνας Ελβίρας με την παρουσία ενός μικρού αγοριού (καρπός της σχέσης της με τον Ντον Τζοβάννι;), η άρια "του καταλόγου" του Λεπορέλλο παρουσία φωτοτυπικών μηχανημάτων...
Όσο πιο απλές ήταν οι εικόνες τόσο περισσότερο συγκινούσαν, όπως η θαυμάσια σκηνή της αποπλάνησης της Τζερλίνας, η εξομολόγηση της Ντόνας Άννας ή το γαμήλιο γλέντι. Εξίσου όμορφες, αλλά όχι πάντοτε εύληπτες πρόβαλαν οι πιο σύνθετες σκηνές, όπως πχ το φινάλε της Α’ Πράξης. Στα highlights συγκαταλέγεται η περίφημη άρια του "κρασιού", με την ντυμένη στα μαύρα ορχήστρα να συνοδεύει από υπερυψωμένη -εντός της ορχηστρικής τάφρου!- πλατφόρμα τον Ντον Τζοβάννι.
Στη Β’ Πράξη κομβική υπήρξε σε πολλές σκηνές η χορογραφημένη (από την Σίντυ φαν Άκερ) παρουσία 150 γυναικών (εθελοντριών του Φεστιβάλ), ένας δραματουργικά έξυπνος υπαινιγμός στις δεκάδες κατακτήσεις του πρωταγωνιστή, που μετατράπηκαν σταδιακά στις ερινύες/κυνηγούς του. Τα δεκάδες παπούτσια τους αποτέλεσαν το φόντο στη συναρπαστική και συγκινητική προτελευταία σκηνή, όπου αντί δείπνου με τον Διοικητή, ο Ντον Τζοβάννι, ολομόναχος, απήγγειλε (με lip sync) τα λόγια του απόντος τελευταίου, που στοίχειωσαν/κυρίευσαν το μυαλό του, οδηγώντας στη σταδιακή απογύμνωσή του, τη "μετατροπή" του σε άγαλμα, την τελική κάθαρση…
Ο Καστελλούτσι έφτιαξε για μία ακόμη φορά ένα εκμαυλιστικής ομορφιάς σύνολο εικόνων, από το οποίο όμως ουσιαστικά απουσίαζε η σωματική σχέση μεταξύ των χαρακτήρων! Τα ανθρώπινα σώματα κατάντησαν μέρος του ντεκόρ, εργαλεία αλλά όχι πρωταγωνιστές της (ανα)παράστασης. Πόσο κοντά στη θεατρική πράξη -έστω αβαν-γκαρντίστικη- ήταν, όμως, τελικά, κάτι τέτοιο;
H παράσταση υπήρξε εξίσου ερεθιστική στο μουσικό σκέλος, εν πρώτοις λόγω της απόλυτης σύμπτωσης της προσέγγισης του Καστελλούτσι με τη μουσική διεύθυνση του -στενού συνεργάτη του στο Φεστιβάλ- Θεόδωρου Κουρεντζή. Στην ίδια λογική της "κατάτμησης", η ιδιοσυγκρασιακή διεύθυνση κατέφευγε συχνά στο ρουμπάτο, σε απότομες διακυμάνσεις δυναμικής, κυρίως όμως σε μεγάλες παύσεις και σε αρκετά αργά τέμπι, φέρνοντας συχνά τους -εξαιρετικούς- τραγουδιστές στα όρια τους αλλά και διαρρηγνύοντας ροή και συνοχή του ακροάματος!
Η πολυεθνικής σύνθεσης ορχήστρα "Ουτοπία", το νέο εγχείρημα του Ελληνορώσου αρχιμουσικού (η παρουσία του οποίου υπήρξε φέτος αρκετά διακριτική, μετά από τις έντονες κατακραυγές του τοπικού τύπου για τη μη εφαρμογή σε αυτόν των κυρώσεων κατά καλλιτεχνών στενά συνδεδεμένων με το καθεστώς Πούτιν), έπαιξε πολύ καλά σε όργανα εποχής, έστω με το κόστος μιας κάποιας τραχύτητας, περισσότερο στα έγχορδα (που δεν διαθέτουν το βιεννέζικο λούστρο και χιούμορ) απ’ό,τι στα ξύλινα (όπου σημειώσαμε την παρουσία του ημέτερου κλαρινετίστα Σπύρου Μουρίκη). Αιφνιδίασαν, πάντως, οι …πειραγμένες παρεμβάσεις του σταθερού βασίμου στα ρετσιτατίβι ή η προσθήκη πριν από τη σκηνή του νεκροταφείου αποσπάσματος από …το 19ο Κουαρτέτο εγχόρδων ("των Διαφωνιών")!
Σε γενικές γραμμές επιτυχημένη υπήρξε και η διανομή, αλλαγμένη κατά το ήμισυ σε σχέση με το 2021. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ικανοποίησε ιδιαίτερα με το ευπρόσδεκτα μεσογειακό τραγούδι, την κινητικότητα και ζωντάνια της υπόκρισης, αν και χωρίς ίσως το δέον σκηνικό κύρος, ο Ιταλός βαρύτονος Ντάβιντε Λουτσάνο. Διαθέτοντας αντίστοιχο φυζίκ αλλά και μια γκρίζα, φτωχή σε χρώματα φωνή μπασοβαρύτονου, ο Αμερικανός Κάιλ Κέτελσεν ενσάρκωσε ωχρά το alter-ego του, υπηρέτη Λεπορέλλο. Θαυμάσια λειτούργησε, αντιθέτως, η αντίστιξη με τον καλοτραγουδισμένο Ντον Οττάβιο του ηδύφωνου Γερμανού τενόρου Γιούλιαν Πρεγκαρντιέν, η οπτικοποίηση του οποίου (ως αντι-Ντον Τζοβάννι) στις περίφημες άριες κινήθηκε, δυστυχώς, στα όρια του γελοίου…
Ακόμη μεγαλύτερη ευχαρίστηση προσέφεραν οι δύο βασικοί γυναικείοι ρόλοι. Η άκρως φερέγγυα, με ισχυρή φωνή και σκηνική ένταση, Ντόνα Ελβίρα της Ιταλίδας Φεντερίκας Λομπάρντι είχε την ατυχία να συγκριθεί με την συγκλονιστική Ντόνα Άννα της Ρωσίδας Ναντιένζντας Παβλόβα, που χάρισε τραγούδι ανυπέρβλητης ορθοτονίας (από αιθέρια πιάνι μέχρι λαμπερές ψηλές νότες!), καλαισθησίας, κυρίως όμως εκφραστικότητας, ιδίως στη 2η άρια της, που προκάλεσε θύελλα επιδοκιμασιών.
Χαριτωμένη και καλλιεπής υπήρξε η Τζερλίνα της Λιβανεζο-ρωσίδας υψιφώνου Άννας Ελ-Χασέμ, που έδεσε αρκετά καλά με τον συγκρατημένο και φωνητικά λίγο τραχύ Μαζέττο του Ελβετού βαρύτονου Ρούμπεν Ντρόλε. Απόλυτα έγκυρος ο Διοικητής του Ρώσου βαθύφωνου Ντμίτρυ Ουλιάνοφ, παρά την προαναφερθείσα σκηνική συρρίκνωση του ρόλου… Τέλος, αξιόπιστη υπήρξε η -ενισχυμένη με τενόρους και μπάσους από την Χορωδία Μπαχ του Σάλτσμπουργκ- Χορωδία "Ουτοπία", που τραγούδησε κυρίως ..από την τάφρο της ορχήστρας!
Μία ευπρόσδεκτα σύγχρονη "Μεγαλοψυχία του Τίτου"
Σφαιρικά επιτυχέστερη είχε προβάλει λίγες μέρες νωρίτερα (10/8, "Σπίτι για τον Μότσαρτ") η έτερη βασική φετινή μοτσάρτια παραγωγή, αυτή της όπερας "Η Μεγαλοψυχία του Τίτου" σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Κάρσεν. Η παραγωγή είχε πρωτοπαρουσιασθεί τον Μάιο στο πλαίσιο του "Φεστιβάλ της Πεντηκοστής" του Σάλτσμπουργκ, αποτέλεσε δε την καθιερωμένη συμμετοχή του μικρότερου αυτού αδελφιού του θερινού Φεστιβάλ, το οποίο διευθύνει η διάσημη Ιταλίδα σταρ μεσόφωνος Τσετσίλια Μπάρτολι, που ανέλαβε εν προκειμένω -για πρώτη φορά σκηνικά - το ρόλο του Σέστο.
Σχετικά άγνωστος -πλην ψαγμένων φιλόμουσων- στη χώρα μας, ο Κάρσεν αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παγκοσμίως σκηνοθέτες στο χώρο της όπερας. Φημισμένος για την σαφήνεια και το σύγχρονο στίγμα των παραγωγών του, ο Καναδός σκηνοθέτης δεν απογοήτευσε, χωρίς όμως και να πείσει απόλυτα.
Μετέφερε τη δράση από το αρχαίο ρωμαϊκό Καπιτώλιο σε ένα σημερινό Κοινοβούλιο (της Ιταλίας), ως χώρο εκτύλιξης των παιχνιδιών εξουσίας, που είναι ανεξίτηλα συνδεδεμένα με ιστορίες αγάπης, προδοσίας και εκδίκησης. Αν και όχι πάντοτε εμπνευσμένη ή συνεκτική, η όλη δουλειά -που εκτυλίχθηκε σε ένα υποβλητικά φωτισμένο γκρίζο σκηνικό- επέτρεψε την στρωτή, με κινηματογραφικό ρυθμό αφήγηση της υπόθεσης, ενώ συνοδεύθηκε από μία εξαιρετική θεατρική διδασκαλία μονωδών και χορωδών και την ευπρόσδεκτα "θηλυκή" εικόνα των 2 νεαρών ανδρών (Σέστο-Άννιο), που αποδίδονται από γυναίκες μεσοφώνους.
Η απόπειρα ανατροπής του αυτοκράτορα Τίτου οπτικοποιήθηκε με ευθεία αναφορά (βιντεοπροβολές) στην εισβολή των οπαδών του Ντ. Τραμπ στο Αμερικανικό Καπιτώλιο (6/1/2021), ενώ -σε πλήρη απόσταση από το λιμπρέτο και το θρίαμβο του μεγαλόψυχου Τίτου!- η συναρπαστική τελική σκηνή περιελάμβανε τη …δολοφονία του και την άνοδο στο θρόνο της Βιτέλλιας (η εικόνα της οποίας παρέπεμπε αρκετά στη σημερινή πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι)...
Η παράσταση υπήρξε πολύ καλή σε μουσικό επίπεδο, με κύριο άξονα ενδιαφέροντος τη θυελλώδη διεύθυνση του Τζανλούκα Καπουάνο, επικεφαλής του συνόλου "Οι Μουσικοί του Πρίγκηπα – Μονακό". Συνδέοντας -ίσως λίγο υπερβολικά- το έργο με την αισθητική του κινήματος "Θύελλα και ορμή" (Sturm und Drang), ο Ιταλός αρχιμουσικός απέσπασε από τα εξαιρετικά όργανα εποχής ένα παίξιμο γεμάτο -"πρωτορομαντική"!- ένταση και αντιθέσεις, που ερέθιζε διαρκώς.
Της απόλυτα ισορροπημένης πολυεθνικής διανομής ηγήθηκε ένα λαμπρό πρωταγωνιστικό ζεύγος, αυτό του Γερμανού τενόρου Ντάνιελ Μπέλε και της Μπάρτολι. Ο Τίτος του πρώτου αποδόθηκε με σκηνική άνεση και εξαιρετικά καλλιεπές και δεξιοτεχνικά ασφαλές τραγούδι, ενώ φερέγγυος φωνητικά και συναρπαστικός, λεπτοδουλεμένος εκφραστικά ήχησε ο Σέστο της δεύτερης.
Η Γαλλίδα υψίφωνος Αλεξαντρά Μαρσελλιέ ενσάρκωσε με τη δέουσα -ενίοτε υπερβολική φωνητικά- αιχμηρότητα την Βιτέλλια, ενώ ταιριαστά νεανικό, αν και κάπως άγουρο μουσικοδραματικά, υπήρξε το ζεύγος Άννιο-Σερβίλιας της Γεωργιανής μεσοφώνου Άννας Τετρουασβίλι και της Γαλλίδας υψιφώνου Μελισσά Πετί. Αληθινή πολυτέλεια για τον μικρότερο -πλην εν προκειμένω σκηνοθετικά κομβικό- ρόλο του Πούμπλιο ήταν η ανάθεσή του στον Ιταλό βαθύφωνο Ιλντεμπράντο ντ’Αρκάντζελο. Άκρως φερέγγυα, τέλος, κρίνεται η συμμετοχή του χορωδιακού συνόλου "Il Canto di Orfeo".
Δικαιολογημένη πρόβαλε, αυτονόητα, η θερμότατη υποδοχή του κοινού!
Άνισα "Παραμύθια του Χόφμαν"
Περνώντας στη γαλλική όπερα, την οποία καλλιεργεί αρκετά συστηματικά τα τελευταία χρόνια το Φεστιβάλ, η βασική φετινή σκηνική παραγωγή υπήρξε αυτή των "Παραμυθιών του Χόφμαν" του Όφενμπαχ, που ανατέθηκε στην Γαλλίδα σκηνοθέτιδα Μαριάμ Κλεμάν, γνωστή και στο ελληνικό κοινό από τη σκηνοθεσία του ροσσίνειου "Κόμη Ορύ" στην ΕΛΣ (θέατρο "Ολύμπια", 2008), στο ξεκίνημα της καριέρας της.
Η σκηνικά φιλόδοξη, πολύχρωμη παραγωγή συνέδεσε την όπερα με τον κινηματογράφο, όχι τόσο περίτεχνα όσο ο Βαρλικόφσκι προ διετίας στη Λυρικής, αλλά ευθέως, όπως έπραξε ο Μαρτάλερ στον περσινό βερντιανό "Φάλσταφ", απογοητεύοντας εξίσου, αν και χωρίς να φθάσει στο ίδιο μέγεθος αποτυχίας!
Στην τεράστια σκηνή της "Μεγάλης Αίθουσας Συναυλιών" του Φεστιβάλ (13/8), ο Χόφμαν αναπαραστάθηκε σαν ένας άστεγος, αποτυχημένος σκηνοθέτης που περιφέρεται -φορώντας ένα καμηλό τζάκετ- σε μια μεγαλούπολη με ένα μεγάλο καρότσι σούπερ-μάρκετ. Σ’αυτό περιλαμβάνονται μπομπίνες από παλαιότερα φιλμ του, τις ιστορίες των οποίων και την προσωπική του εμπλοκή/σχέση με τις ηθοποιούς-πρωταγωνίστριες τους αφηγήθηκε. Η ιδέα αποτέλεσε αφορμή για την παρουσίαση 4 εντελών διακριτών μεταξύ τους, πλην ελάχιστα εμπνευσμένων, σκηνών/ταμπλώ.
Καθώς, κατά την Κλεμάν, ο Χόφμαν διέπεται από εγωισμό και έναν -ιδιότυπο- μισογυνισμό, η ματιά της εστίασε στους τέσσερις -δυνατούς- γυναικείους χαρακτήρες, κατά τρόπο που δεν επέτρεψε την "εκτύλιξη" των σκηνών σύμφωνα με το λιμπρέτο. Η γκροτέσκα διάσταση της Α’ πράξης με μίαν Ολυμπία, που αναπαραστάθηκε σαν άλλη Μπρίτνυ Σπήαρς–Μπαρμπαρέλλα, πρόβαλε σε απόλυτη αντίστιξη με την απολύτως παραδοσιακή Β’ της Αντωνίας (της μόνης που πλησίαζε στο απωθημένο της πριμαντόνας Στέλλας) ή την Γ’ της σαδίστριας Τζουλιέττας. Καμιά τους δεν εξέφρασε τα οποιαδήποτε αισθήματα προς τον Χόφμαν, αντίθετα με αυτά, …κρυπτο-ομοερωτικά, που φαίνεται να έθρεφε ο συνοδοιπόρος και φίλος του Νίκλαους. Έτσι, όμως, αμβλύνθηκαν εντελώς η ποιητική διάσταση, η οποία διέπει όλο το έργο, και τα συναισθήματα των χαρακτήρων. Μόνο το φινάλε πρόβαλε πειστικό στη σκληρότητά του, σε τούτη τη ρεαλιστική, ιδιότυπα αποεξιδανικευτική, αλλά ελάχιστα συνεκτική ανάγνωση, που αποδοκιμάσθηκε στην πρεμιέρα από ικανή μερίδα του συντηρητικού κοινού του Φεστιβάλ.
Σε μουσικό επίπεδο τα πράγματα πήγαν πολύ καλύτερα, αλλά όχι τέλεια. Ειδικευμένος στο μπαρόκ και στον Όφενμπαχ, ο διάσημος Γάλλος μαέστρος Μαρκ Μινκοφσκί δεν κατάφερε, σ’αυτήν την πρώτη του σύμπραξη με τη Φιλαρμονική της Βιέννης, να πετύχει την απόλυτη ώσμωση μαζί της. Παρά μερικές θαυμάσιες στιγμές, παρά την προβολή πλήθους λεπτομερειών της παρτιτούρας, παρά τα εξαίσια βιεννέζικα έγχορδα, δεν έλειψαν κάποιοι τοπικοί αποσυντονισμοί ή ανακρίβειες στη συνοδεία.
Η πολύ αξιόλογη πολυεθνική διανομή ευτύχησε να έχει επικεφαλής τον από κάθε άποψη ιδανικό Χόφμαν του Γαλλοελβετού τενόρου Μπενζαμέν Μπερνάιμ, χωρίς αντίπαλο σήμερα, παγκοσμίως, στο συγκεκριμένο ρεπερτόριο! Η ευγένεια και η δύναμη του ευχάριστα μεταλλικού τίμπρου, η κρυστάλλινη καθαρότητα της άρθρωσης και η ευαίσθητη λυρική παρουσία υπηρέτησαν έξοχα τον ονειροπόλο ποιητή, παρότι …δεν συμβάδιζαν με τη συγκεκριμένη σκηνοθετική θεώρηση του ρόλου! Παρά τη θολή άρθρωση, οι Αμερικανοί συμπρωταγωνιστές του ευχαρίστησαν σε μεγάλο βαθμό. Περισσότερο απ'όλους η υψίφωνος Κάθρυν Λιούεκ, που ανέλαβε -σύμφωνα με τη βούληση του συνθέτη αλλά και τις σύγχρονες παραστατικές τάσεις- και τους 4 γυναικείους ρόλους, καθώς διέθετε φωνή με την αναγκαία δεξιοτεχνία για την Ολυμπία και τα χυμώδη ηχοχρώματα για τους ρόλους της Αντωνίας και της Στέλλας. Ατυχώς, η σκηνική χημεία με τον παρτεναίρ της ήταν αρκετά ατελής.
Με τη γνωστή της φερεγγυότητα, η μεσόφωνος Κέιτ Λίντζεϋ ανέδειξε άρτια το διπλό ρόλο Μούσας/Νίκλαους, μολονότι ένα πιο γεμάτο τίμπρο θα ήταν επιθυμητό (και στην -ελάχιστα ποιητική, σκηνοθετικά- "Βαρκαρόλλα"). Ο βαθύφωνος Κρίστιαν βαν Χορν ενσάρκωσε με εντυπωσιακή σκηνική παρουσία αλλά και ένα κάπως θαμπό ηχόχρωμα τους 4 "κακούς" του έργου (Λιντόρφ/Κοππελιύς/Μιράκλ/ Νταπερτούττο). Από την υπόλοιπη διανομή ξεχώρισαν οι Γάλλοι τραγουδιστές, και δη ο τενόρος Μαρκ Μωγιόν στους καρατερίστικους ρόλους των 4 υπηρετών, ο βαθύφωνος Ζερόμ Βαρνιέ ως Λούθηρος και Κρεσπέλ, η μεσόφωνος Ζεραλντίν Σωβέ, ως -επί σκηνής!- Φωνή από τον τάφο και ο βαρύτονος Φιλίπ-Νικολά Μαρτέν ως Χέρμαν/Σλεμίλ. Σε ένα έργο όπου διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο, απόλυτα αξιόπιστη μουσικοδραματικά πρόβαλε η Χορωδία της Όπερας της Βιέννης.
Ένας "Άμλετ" αναφοράς
Απόλυτη επιτυχία, αντιθέτως, για την άλλη γαλλική όπερα του προγράμματος, τον "Άμλετ" του Τομά, που παρουσιάσθηκε δις συναυλιακά (16/8, "Σχολή Ιππασίας των Βράχων").
Εμπνευσμένο από το σαιξπηρικό αριστούργημα, το εμβληματικό αλλά κάπως άνισο αυτό έργο του γαλλικού ρομαντισμού γνώρισε κατά το παρελθόν μεγάλες περιόδους δημοφιλίας και μικρότερες σχετικής αφάνειας. Η πρόσφατη αναθέρμανση του ενδιαφέροντος έχει να κάνει όχι μόνο με το μουσικό πλούτο του αλλά και με μια νέα γενιά τραγουδιστών, που είναι ικανοί να ανταποκριθούν στις διόλου αυτονόητες φωνητικές απαιτήσεις των βασικών ρόλων.
Μη φειδόμενο πολυτελών μετακλήσεων ακόμη και για "κοντσερτάντε" παρουσιάσεις δύσκολων ή/και ελάσσονων λυρικών έργων, το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ πρότεινε εν προκειμένω μιαν ιδανική διανομή! Ιδανική, όχι μόνο γιατί ήταν συντριπτικά γαλλόφωνη, αλλά και γιατί διέθετε απόλυτη δραματική αντίληψη της ψυχολογίας των χαρακτήρων (έχοντας αναμετρηθεί μαζί τους σκηνικά), αναπληρώνοντας έτσι την έλλειψη σκηνοθεσίας. Στα συν προσμετράται η αξιοποίηση του ατμοσφαιρικού σκηνικού χώρου της Σχολής, περιλαμβανομένων των αψίδων, απ’όπου έκανε τη σύντομη εμφάνισή του το φάντασμα του δολοφονημένου βασιλιά και συνονόματου πατέρα του νεαρού πρίγκηπα.
Της διανομής ηγήθηκαν οι κορυφαίοι σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο ερμηνευτές των ρόλων Άμλετ-Οφηλίας, ο Γάλλος βαρύτονος Στεφάν Ντεγκού και η Αμερικανίδα υψίφωνος Λιζέτ Οροπέζα. Ο Άμλετ αποτελεί ιδανική ανάθεση για τον Ντεγκού, λόγω του σαρκώδους, φωτεινού μετάλλου μιας εξαιρετικά ισορροπημένης σε όλη την έκταση φωνής, της σπάνιας καθαρότητας άρθρωσης και νοηματοδότησης του λόγου, της ικανότητας ανάδειξης με μοναδική εκφραστικότητα όλης της -ευρύτατης- γκάμας συναισθημάτων του χαρακτήρα.
Η Οροπέζα πάλι, παρά τα περιθώρια για βελτίωση της προφοράς της γαλλικής γλώσσας, διαθέτει όχι μόνο την σκηνική ευθραυστότητα και κομψότητα της Οφηλίας αλλά και την υπερβατική φωνητική δεξιοτεχνία, ευελιξία και πλαστικότητα (δυναμικές, διανθίσεις) που απαιτεί ο δυσκολότατος ρόλος, με αποκορύφωμα την περίφημη σκηνή της τρέλας! Η αποθέωση που γνώρισε από το κοινό της Felsenreitschule λέει πολλά για το μέγεθος του επιτεύγματός της...
Πλάι τους, εξίσου συναρπαστικό ήταν το βασιλικό ζεύγος των μοιχών Γερτρούδης και Κλαύδιου (βασιλιά της Δανίας), που ενσάρκωσαν η Ελβετίδα μεσόφωνος Εβ-Μω Υμπώ και ο Γάλλος μπάσος Ζαν Τετζέν. Πέρα από την κρυστάλλινη εκφορά του αδόμενου λόγου από αμφότερους, η αριστοκρατική παρουσία, η αποστασιοποιημένη υπόκριση και το ευπρόσδεκτα αιχμηρό τίμπρο της πρώτης ταίριαξε πλήρως με τη σκοτεινή και με αρκετό βιμπράτο φωνή και τη θεατρικότητα του δεύτερου.
Αρτιότατα σκιαγραφήθηκαν και οι αρκετοί δευτεραγωνιστικοί ρόλοι, από τους οποίους ξεχώρισε ο καλοτραγουδισμένος Λαέρτης του ανερχόμενου Γάλλου τενόρου Ζυλιέν Ανρίκ (που είχε εντυπωσιάσει ως Οδυσσέας την περασμένη άνοιξη στην "Πηνελόπη" του Φωρέ στο θέατρο "Ολύμπια").
Ο έμπειρος Γάλλο-Ελβετός αρχιμουσικός Μπερτράν ντε Μπιγύ διηύθυνε με φλέγμα και -ενίοτε υπερβολική- στιβαρότητα την πολύ αξιόλογη (θαυμάσια σόλι πνευστών, συμπεριλαμβανομένου σαξοφώνου!) Ορχήστρα του "Μοτσαρτέουμ" του Σάλτσμπουργκ, ενώ με ενθουσιασμό τραγούδησε -παρά τα όχι πάντοτε ανεπίληπτα γαλλικά- η Χορωδία "Φιλαρμονία" της Βιέννης.
Λεζάντα πρώτης φωτογρφίας: Το παραλήρημα του πρίγκηπα Λεβ Νικολάεβιτς Μύσκιν (Μπογκντάν Βολκόφ), πρωταγωνιστή της όπερας ο "Ηλίθιος" του Βάινμπεργκ, που παρουσιάσθηκε στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ ("Σχολή Ιππασίας των Βράχων", 15/8) σε σκηνοθεσία Κ. Βαρλικόφκσι © SF/Bernd Uhlig