Αν κάτι χαρακτήρισε από πλευράς μουσικής δωματίου τη φετινή καλλιτεχνική περίοδο -που οδεύει προς το τέλος της- ήταν η έντονη παρουσία των ρεσιτάλ βιολιού. Αντιθέτως, εντύπωση προκάλεσε ο σχετικά μικρός αριθμός αυτών βιολοντσέλου και -ιδίως!- πιάνου, οργάνων που απολαύσαμε κατά βάση σε ρεπερτόριο για κοντσέρτα. 4 τέτοια, υψηλού επιπέδου ρεσιτάλ, που δόθηκαν στο δεύτερο μισό της φετινής χρονιάς, θα αποτελέσουν το αντικείμενο του παρόντος κριτικού μας σημειώματος.
Στις 22/5, οι Αθηναίοι φιλόμουσοι συνέρρευσαν για το ρεσιτάλ του βιολοντσελίστα Τιμόθεου Γαβριηλίδη-Πέτριν και του πιανίστα Βασίλη Βαρβαρέσου, με το οποίο ολοκληρώθηκε ο πολύτιμος κύκλος "Έλληνες σολίστ στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος" του Μεγάρου Μουσικής.
Το ταλέντο, η δεξιοτεχνική δεινότητα, η οξύτατη αντίληψη και η εμπειρία των δύο Θεσσαλονικιών σολίστ, που καλλιεργούν με συνέπεια και τη μουσική δωματίου, αποτελεί σταθερή εγγύηση για απολαυστικές βραδιές. Το πρόσφατο, κατά βάση επικεντρωμένο στο ρομαντισμό πρόγραμμά τους άφησε άριστες εντυπώσεις, λόγω της τεχνικής και εκφραστικής πληρότητας των ερμηνειών. Κομβικής σημασίας αποδείχθηκαν η πλαστικότητα μελωδικής φραστικής του Πέτριν, η λιγότερο ιδιοσυγκρασιακή απ’ό,τι συνήθως, όθεν δραματουργικά πιο ισορροπημένη συνοδεία του Βαρβαρέσου, η αίσθηση του ύφους, ο συντονισμός και η σύμπνοια της ερμηνευτικής προσέγγισης.
Οι ποιότητες αυτές οριοθέτησαν μία εξαιρετική εκτέλεση του πρώτου έργου της βραδιάς, του "Adagio και Allegro" του Ρόμπερτ Σούμαν (εναλλακτική παραλλαγή μιας σύνθεσης γραμμένης αρχικά για…κόρνο και πιάνο!). Λυρισμός, νεανικό σφρίγος και πάθος αξιοποιήθηκαν για τη διαφοροποίηση του αργού από το γρήγορο μέρος του σύντομου κομματιού.
Αφηγηματική ευφράδεια, συναισθηματική ειλικρίνεια και μουσικότητα χαρακτήρισαν και την ερμηνεία της εξωστρεφούς, υστερορομαντικής 1ης Σονάτας για βιολοντσέλο και πιάνο του Φωρέ, που δόθηκε ακολούθως. Οι μεταπτώσεις διαθέσεων του έργου νοηματοδοτήθηκαν μέσω εύροων τέμπι και δυναμικών, αβίαστων εναλλαγών μεταξύ ορμητικών (το ανήσυχο εναρκτήριο allegro με την ιδιότυπη πιανιστική γραφή) και πιο λυρικών μερών, στα οποία το πιάνο υποστήριζε/συνόδευε με προσοχή την εκτύλιξη με όμορφο λεγκάτο της μελωδίας από το βιολοντσέλο.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίασε μετά το διάλειμμα η τριμερής σύνθεση "Παραμύθι" ("Pohádka") του Γιάνατσεκ, ένα ιδιαίτερα πρωτότυπο έργο "μινιμαλιστικής" λογικής, με διάσπαρτα φολκλορικά στοιχεία και πληθώρα ρυθμικών μοτίβων. Οι δύο μουσικοί την απέδωσαν με αξιοθαύμαστη άνεση, άλλοτε προσαρμόζοντας κατάλληλα -με περισσότερες αιχμές- φραστική και άρθρωση, άλλοτε αξιοποιώντας (ιδίως ο Πέτριν) έναν ήχο μοναδικής ορθοτονίας και πιτσικάτι σαφούς θεατρικότητας.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με μία στιβαρή εκτέλεση της 2ης Σονάτας για βιολοντσέλο και πιάνο του Μπραμς, ενός εξαιρετικά πυκνού, "συμφωνικών" εξάρσεων έργου, αντιπροσωπευτικού της ώριμης συνθετικής του περιόδου. Ο 30χρονος τσελίστας και ο 41χρονος πιανίστας ανέδειξαν πειστικά την απερίφραστα ρομαντική μουσική δραματουργία. Μεγάλη ένταση, δεξιοτεχνία (τι τέχνη στις δυναμικές!) αλλά και σπάνια ισοτιμία διαλόγου απογείωσαν το περιπετειώδες αρχικό "Allegro vivace", ενώ στο στοχαστικό "Adagio affettuoso" η μελωδική αφήγηση συνοδεύθηκε από την προβολή ουκ ολίγων λεπτομερειών της γραφής. Η ίδια -μεγάλη- ευγένεια έκφρασης, η ρευστότητα εναλλαγής διακυμάνσεων ταχυτήτων και δυναμικής, αλλά και ένας αδιάλειπτα ωστικός παλμός αξιοποιήθηκαν και στα δύο τελευταία -και σφύζοντα από μουσικές ιδέες- γρήγορα μέρη του έργου: καθώς η πλαστικότητα ανάδειξης της εξόχως μελωδικής γραμμής από το βιολοντσέλο "χρωματιζόταν" με γεμάτες αυτοπεποίθηση, κατά περίπτωση πιο ευαίσθητες ή πιο μυώδεις ρυθμικά σολιστικές διατυπώσεις του πιάνου, η αφηγηματική ευφράδεια κέρδιζε και σε δραματικότητα.
Απόλυτα δικαιολογημένη ήχησε η αποθεωτική υποδοχή ενός κατά τα λοιπά άκρως θορυβώδους και αγενούς κοινού…
Ένα εξίσου ενδιαφέρον ρεσιτάλ βιολοντσέλου-πιάνου είχε δοθεί λίγους μήνες νωρίτερα (4/2) στην υπόγεια αίθουσα του "Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχαράκη". Ο εγκατεστημένος από το 2021 στη χώρα μας Γάλλος τσελίστας Αλεξί Μποβ χάρισε μαζί με τη γνωστή πιανίστα Λευκή Καρποδίνη ένα πρόγραμμα με σπάνιες γαλλικές σονάτες για βιολοντσέλο και πιάνο της περιόδου από τα μέσα του 19ου έως τις αρχές του 20ού αιώνα, που αποτυπώθηκε εύλογα στον τίτλο "Παρίσι - Η χρυσή εποχή".
Τη βραδιά άνοιξε η μάλλον συμβατικά ρομαντική "Σονάτα για τσέλο και πιάνο" του Λαλό, έργο έντονου λυρισμού, με εξαιρετικά ισορροπημένη αν και όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένη γραφή για τα δύο όργανα, από την οποία ξεχώρισε αυτή, πιο αβανταδόρικη για το βιολοντσέλο στο καταληκτικό Allegro. Τις άλλοτε εσωστρεφείς άλλοτε πιο φλογερές διαθέσεις της ανέδειξαν καλά το λεγκάτο παίξιμο του Μποβ και η ολοζώντανη, δραματουργικά ενεργή συνεισφορά του πιάνου της Καρποδίνη.
Στη σύντομη, πλην τεχνικά και εκφραστικά απαιτητικότερη "Σονάτα" του Ντεμπυσσύ, ο συντονισμός των δύο μουσικών υπήρξε και πάλι άρτιος, φωτίζοντας την πιο γωνιώδη, μοντερνιστική γραφή. Αν το ρυθμικά στιβαρό πιάνο στάθηκε στο ύψος του, η (δεξιο)τεχνική ασφάλεια του βιολοντσελίστα συνοδεύθηκε από κάποια ορθοτονικά ολισθήματα, ιδίως στην ψηλή περιοχή του οργάνου.
Η ποιότητα του διαλόγου και η τέχνη με την οποία η πιανίστα επεξεργαζόταν από πλευράς δυναμικών τον ήχο, κατά τρόπο που να ισορροπεί με αυτόν του βιολοντσέλου στην όχι φιλόξενης ακουστικής χαμηλοτάβανη αίθουσα, συνέβαλαν στις θετικές εντυπώσεις και της ερμηνείας της Σονάτας του Φρανκ, στην εγκεκριμένη από τον ίδιο μεταγραφή για τσέλο/πιάνο από τον Ζυλ Ντελσάρ, η οποία κάλυψε ολόκληρο το δεύτερο μέρος του προγράμματος. Η συναισθηματικά νηφάλια, πλην ευγενής συνοδεία της Καρποδίνη διέθετε και τον παλμό που έλειψε (κυρίως στα δύο ενδιάμεσα μέρη) από το ακριβές, λίγο συγκρατημένο παίξιμο του Μποβ, δικαιώνοντας την ανήσυχη δραματουργία ενός έργου που ακούσαμε αρκετές φορές φέτος στην αυθεντική εκδοχή για βιολί και πιάνο.
Το δίδυμο -που αξίζει να ξανακούσουμε- ολοκλήρωσε τη βραδιά σε ανάλογους τόνους με ένα σύντομο ανκόρ, την τρυφερή ονειροπόληση του Φωρέ "Après un rêve".
Αποκλειστικά στη γαλλική μουσική ήταν αφιερωμένο το ρεσιτάλ που έδωσε στις 30/3, στην "Αίθουσα Άρης Γαρουφαλής" του Ωδείου Αθηνών, ο πιανίστας Κωνσταντίνος Δεστούνης με το ήμισυ των πιανιστικών απάντων του Μωρίς Ραβέλ. Το υπόλοιπο μισό θα ακουσθεί την επόμενη καλλιτεχνική περίοδο. Όλα τα έργα του προγράμματος έτυχαν ευσύνοπτων, πλην περιεκτικών εισαγωγών από τον διακεκριμένο σολίστ.
Το πρώτο μέρος κάλυψαν σύντομες συνθέσεις ("Πρελούδιο", "Μενουέτο στο όνομα του Χάϋντν", "Στο ύφος του Μποροντίν", "Στο ύφος του Σαμπριέ" και "Συντριβάνια") και ο "Φόρος τιμής στον Κουπρέν", ενώ το δεύτερο οι περίφημοι "Καθρέπτες" (ή "Αντικατοπτρισμοί").
Από τις πρώτες νότες εντυπωσίασε η καθαρότητα και κινητικότητα του -"περλέ" ή ιμπρεσιονιστικού- παιξίματος, η ποιότητα και διαύγεια του ήχου (χυμώδους, αλλά με πλήθος ιριδισμών/εκλεπτύνσεων), η διαύγεια και πλαστικότητα της φραστικής, το καντάμπιλε (πχ. στο α-λα-Μποροντίν βαλς ή την α-λα-Σαμπριέ άρια από τον "Φάουστ" του Γκουνό).
Στα πανέμορφα "Συντριβάνια" έγιναν με σαφήνεια ορατές οι επιρροές ενός Λιστ, στην αφιερωμένη στον Φρανσουά Κουπρέν νεοκλασική σουίτα -ουσιαστικά μια μεταφορά σ’ένα ιμπρεσιονιστικό τροπικό περιβάλλον της φόρμας της παραδοσιακής γαλλικής σουίτας για πληκτροφόρο του 18ου αιώνα- ο αβίαστος λικνιστικός βηματισμός και η διαφοροποίηση ενός εκάστου των χορών του μπαρόκ (εξαιρετικές Forlane και Rigaudon!), αλλά και η ενίοτε πιο μοντέρνα ματιά, όπως αυτή, υπερδεξιοτεχνική της καταληκτικής Τοκκάτας.
Τη βραδιά έκλεισε μία θαυμάσια ερμηνεία της ιμπρεσιονιστικής συλλογής "Καθρέπτες". Αφενός η στέρεη τεχνική του σολίστ, με ελάχιστη χρήση του πεντάλ, επέτρεπε την πεντακάθαρη απόδοση των λεπταίσθητων αρμονιών των ατμοσφαιρικών 5 συνθέσεων. Αφετέρου -και κυρίως- το ευέλικτο, άλλοτε ευαίσθητο (έξοχη "Βάρκα στον ωκεανό"!), άλλοτε πιο σβέλτο ρυθμικά (ένα "Πρωινό τραγούδι του γελωτοποιού με χορευτική διάσταση και αξιοποίηση της κρουστής διάστασης του πιάνου), γεμάτο περιγραφικές αρετές παίξιμό του αναπαριστούσε γλαφυρά εικόνες, διαθέσεις και κλίματα. Παρά το νωχελικά αφηγηματικό ειρμό, την κελαρυστή, ρευστή φραστική, τις αισθησιακές μεταπτώσεις ηχητικών χροιών, ο 33χρονος πιανίστας δεν αμέλησε ούτε στιγμή να διατηρεί συνεκτικό τον κρίσιμο, υποδόριο μουσικό ειρμό.
Η συνέχεια του περίπλου του στο πιανιστικό έργο του Ραβέλ αναμένεται με μέγιστο ενδιαφέρον…
Ένα ακόμη μονοθεματικό ρεσιτάλ, αφιερωμένο αυτή τη φορά στον Σούμπερτ, προσέφερε δύο μήνες αργότερα (29/5) στο "Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη", ένας εξίσου έγκυρος πιανίστας μας, ο Απόστολος Παληός.
Ο 45χρονος Καρδιτσιώτης σολίστ έχει επανειλημμένως επιδείξει υψηλό βαθμό κατανόησης και ανταπόκρισης στις συναισθηματικές, διανοητικές και τεχνικές προκλήσεις του ρομαντικού ρεπερτορίου. Και στον Σούμπερτ θαύμασε κανείς τη δεξιοτεχνική και εκφραστική άνεση, τον πλούσιο αλλά και ικανό για λεπτές αποχρώσεις ήχο (σημειωτέον ότι ο Παληός γνωρίζει ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον το πώς να "τιθασεύει" τον ήχο στη συγκεκριμένη αίθουσα!), την ευγένεια του συναισθήματος, που δεν αποκλείει ούτε το μεγαλύτερο πάθος ούτε τη σποραδική αυστηρότητα. Την αβίαστη εκτύλιξη του μελωδικού υλικού -ειδικά στη μεγάλης διάρκειας 16η Σονάτα- διασφάλιζαν η έξοχη χρήση του λεγκάτο, οι υποδειγματικές ταχύτητες και δυναμικές, οι διακριτικά τονισμένες παύσεις/σιωπές και στίξεις ή ακόμη οι θαυμάσιες μετατροπίες.
Οι ποιότητες αυτές δικαίωσαν πέρα από τη 16η Σονάτα (έργο 42/D.845) και τη νεανική "Φαντασία του Οδοιπόρου", το έτερο βασικό έργο του προγράμματος. Αμφότερα αποτελούν όμως και τεκμήρια των σημαντικών μπετοβενικών καταβολών του Σούμπερτ.
Στην εκτέλεση της δύσκολης 16ης Σονάτας (της "μεγάλης" σε λα ελάσσονα), αντιθέσεις, ενέργεια και λυρισμός αξιοποιήθηκαν με μεγάλη τέχνη και ευφράδεια αφήγησης, κυρίως όμως με νηφαλιότητα στην ισόρροπη προβολή του πλούτου της φόρμας (της μεγάλης δηλ. θεματικής ποικιλίας) και του συναισθηματικού περιεχομένου της μουσικής. Έτσι, στο moderato συμπορεύθηκαν καντάμπιλε και χορευτικός βηματισμός, στο scherzo κομψότητα, μουσικότητα αλλά και στοχαστικότητα (στο trio), ενώ οι λαμπεροί τόνοι δικαίωσαν το καταληκτικό ροντό.
Στη "Φαντασία" πάλι, η ερμηνεία διέθετε σφρίγος, περίγραμμα αλλά και διακινδυνεύσεις, ανέδειξε λεπτομέρειες και εναλλαγές διαθέσεων της γραφής, όθεν φώτισε με αφηγηματική ρευστότητα το ενδιαφέρον της υπαρξιακής "περιπλάνησης"! Αποφεύγοντας αχρείαστες βιρτουοζίστικες επιδείξεις σ’ένα έργο εξόχως απαιτητικό τεχνικά, ο Παληός εστίασε στη νοηματοδότηση της φορτισμένης δραματουργίας μέσω της εύροης συναρμογής δύναμης και ευαισθησίας, ενός παιξίματος άλλοτε ρυθμικά στιβαρού άλλοτε πιο ποιητικού.
Τη βαθιά κατανόηση του ανήσυχου σουμπέρτιου σύμπαντος κατέδειξαν, τέλος, τόσο τα εμβόλιμα παιχθέντα δύο τραγούδια ("Η Μαργαρίτα στο ροδάνι" και "Τραγούδι πλεύσης") σε μεταγραφή Λιστ, που ήχησαν με μεγάλη εκφραστικότητα (καθώς οι φωνητικές ποιότητες της γραφής συνδυάσθηκαν με λεπταίσθητες διακυμάνσεις τέμπι/δυναμικών και ρωμαλέες πιανιστικές χειρονομίες), όσο και το εκτός προγράμματος απόσπασμα από κάποιον "Αυτοσχεδιασμό".
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από το ρεσιτάλ που έδωσαν ο βιολοντσελίστας Τιμόθεος Γαβριηλίδης-Πέτριν και ο πιανίστας Βασίλης Βαρβαρέσος στο πλαίσιο του κύκλου "Έλληνες σολίστ στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (22/5) © Χάρης Ακριβιάδης