Καθόμουν στις κερκίδες. Στο αριστερό διάζωμα. Ήμουν πολύ μακριά από τη σκηνή. Αλλά είχα το πλεονέκτημα να παρατηρώ παράλληλα τις αντιδράσεις του κόσμου στην αρένα. Δίπλα μου, ένας μεσήλικας, με μια μπλούζα που έγραφε "ZERO", χτυπιόταν σαν τρελός. Είχε έρθει με τη γυναίκα του και την έφηβη κόρη του. Μόλις τελείωσε το "Thru the Eyes of Ruby", φώναξε δυνατά: "Με αυτά τα ιδανικά του ροκ εν ρολ μεγαλώσαμε". Δεν ξέρω ποια είναι τα ιδανικά του ροκ εν ρολ. Μα συμφώνησα μαζί του.
Κάτω, μια κοπέλα με φουντωτά μαλλιά είχε βγάλει τα σανδάλια της, παρόλο που το πάτωμα ήταν γεμάτο πλαστικά ποτήρια από μπίρα, και δεν σταματούσε να χορεύει. Πιο πέρα, ένας άντρας με φαλάκρα, λευκό παντελόνι και εμπριμέ πουκάμισο, χόρευε κι αυτός. Είχε ξαναβρεί τη χαμένη του νιότη. Οι συναυλίες είναι το κοινό τους.
Έχουν περάσει τριάντα χρόνια από τότε που έβαζα, σχεδόν κάθε μέρα, τον δεύτερο δίσκο τους στο πικάπ του πατέρα μου, αφού γύριζα από τη Σχολή. Το ίδιο έκανα λίγο πριν φύγω για το Φάληρο. Το βινύλιο είχε αντέξει μια χαρά. Λίγη παραπάνω σκόνη, μα η ίδια ανατριχίλα. Περνάνε τα χρόνια ή απλώς καίγονται; Ποτέ δεν θα μάθω.
Πιστεύω πως το "Siamese Dream" είναι το μοναδικό ολοκληρωμένο άλμπουμ που κυκλοφόρησε η μπάντα από το Σικάγο. Οι υπόλοιποι δίσκοι ήταν απόπειρες, αποθήκες, πειραματισμοί, μανίες. Ακόμα και το "Mellon Collie" ήταν ένα σχέδιο τόσο φιλόδοξο που στο τέλος κατέληξε σε μια σειρά από υπέροχα κομμάτια που το ένα κονιορτοποιούσε το άλλο. "1979" εναντίον "Jellybelly" εναντίον "Tonight, Tonight", αναφέρομαι σε τραγούδια που ακούστηκαν στη συναυλία: "Δεν ξέρουμε πού θ’ αναπαυθούν τα κόκαλά μας. Στη σκόνη, υποθέτω". Τελικά, ίσως να είναι ο πιο ελεύθερος δίσκος τους. Με τον τρόπο που λειτουργεί ο μηχανισμός του "Sandinista!" των Clash. Όχι σαν δίσκος. Μα σαν υλικό για ένα δίσκο που ο ακροατής συναρμολογεί ιδιωτικά στο κεφάλι σου. Ό,τι πρέπει για τη νέα γενιά που ζει ανακατεύοντας τραγούδια στο Spotify.
Ο Μπίλι Κόργκαν ήταν πάντα κυνηγημένος από φαντάσματα. Πέρασε δύσκολη παιδική ηλικία, προσπάθησε να ξεφύγει μέσα από τη μουσική, αλλά ακόμα κι όταν έγινε ροκ σταρ, κανείς δεν τον έβρισκε ιδιαίτερα συμπαθητικό. Ήταν βαρύς, δεν είχε χιούμορ, είχε πανικούς και κουβαλούσε τον εγωισμό του πληγωμένου. Κρύφτηκε σε μια σκιά, λες και την είχε ράψει ο Μουρνάου, και ποτέ δεν έφυγε από κει. Ακόμα και στην εμφάνιση της Τρίτης, μπορούσες να δεις τη σιλουέτα του να διαγράφεται σαν μια τεράστια νυχτερίδα στα πλάγια της σκηνής. Το διαπιστώσαμε κι αυτό: ο Κόργκαν δεν έχει πια κόκαλα. Είναι μόνο τα τραγούδια του.
Η συναυλία ήταν μισή δική του, μισή δική μας. Τη μία στιγμή, βυθιζόταν σ’ έναν ωκεανό θαμπού θορύβου, αγνοώντας το πλήθος μπροστά του. Την άλλη στιγμή, μας θυμόταν ξανά κι έπαιζε για εμάς. Ποτέ όμως μόνο για εμάς. Όταν τραγούδησε, κάπου στη μέση τoυ σετ, το "Disarm" έγινε φανερό σε όλους, πως ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις της συναυλίας, κάθε τραγούδι που ακουγόταν ήταν μια κομμένη ρίζα από τη γη ενός ψηλού, άτριχου και αφοπλισμένου παιδιού: "Αυτό που επιλέγω είναι η φωνή μου. Τι άλλο να κάνει ένα αγόρι;" Μερικοί στίχοι ριζώνουν στ’ αυτιά μας.
Οι Smashing Pumpkins έχουν έναν άνισο κατάλογο. Υπάρχουν δίσκοι που δεν ακούγονται και είναι ανυπόφοροι, και υπάρχουν τραγούδια ξεχασμένα σε συλλογές με πρόχειρες ηχογραφήσεις, σχεδιάσματα και κατάλοιπα που αποδεικνύουν την υψηλή συνθετική ικανότητα του Κόργκαν. Μάλλον το πρόβλημα είναι πως δεν αγάπησε ποτέ τον εαυτό του. Παρόλο που μπορούσε να γράψει με ευκολία σπουδαίες μελωδίες, άρχισε να λαχταρά κομμάτια μεγάλης διάρκειας, ενορχηστρώσεις με έγχορδα, κόνσεπτ άλμπουμ και όπερες, λες και δεν ήξερε πως το πιο δύσκολο είναι να γράφεις απλές μελωδίες με τρία ακόρντα, όπως το "Mayonaise", ή να φτιάχνεις ένα ριφ κιθάρας που μοιάζει με τσίμπημα καρφίτσας: "Σήμερα είναι η μέρα".
Αυτές ήταν οι καλύτερες στιγμές της συναυλίας, μαζί βέβαια με το απότομο κλείσιμό της, λες και τα ρυθμικά ντραμς στην εισαγωγή του "Cherub Rock" ήθελαν να μας σπρώξουν πίσω στην αληθινή ζωή, τις δουλειές, τις ενοχές και τις υποχρεώσεις μας, στη χώρα του Μηδέν: "Είμαι ο εραστής σου. Είμαι το μηδέν σου". Μετά ανοίξανε τα φώτα και βρέθηκα, χωρίς να το καταλάβω, έξω.
Κάθισα για ώρα στον εξωτερικό χώρο, κοιτώντας προς την κατεύθυνση της Καστέλλας. Είχε νυχτώσει για τα καλά, τα φώτα ήταν αναμμένα στα σπίτια του λόφου, ακούγονταν τ’ αμάξια από τη λεωφόρο. Είχα γίνει σχεδόν μελό και μου περνούσαν φράσεις που δεν θα τολμούσα να γράψω εδώ, μέχρι που έστριψα το κεφάλι μου και είδα πως όλος ο κόσμος είχε φύγει. Μα δεν ήμουν μόνος. Το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας θύμιζε πατημένη κολοκύθα από μπετόν.
Περισσότερες πληροφορίες
Smashing Pumpkins
Η alt-rock μπάντα που ηγήθηκε της εναλλακτικής σκηνής των 90s κάνει στάση στην Αθήνα, στο πλαίσιο της παγκόσμιας περιοδείας τους «The World Is a Vampire». Με περισσότερα από 30 εκατομμύρια πωλήσεις από το ντεμπούτο άλμπουμ τους («Gish», 1991) μέχρι τον ενδέκατο ολοκληρωμένο και διπλό δίσκο τους, «CYR» (2022) και δύο βραβεία Grammy οι Smashing Pumpkins παραμένουν ένα από τα πιο επιδραστικά ροκ σχήματα που κατάφερε να ξεπεράσει σε δημοφιλία πολλά ονόματα του mainstream ήχου. Ήταν 1995 όταν σε πείσμα της δισκογραφικής τους αλλά και του μουσικού Τύπου το συγκρότημα από το Σικάγο με επικεφαλής τον αντιφατικό Billy Corgan ανακοίνωσε την κυκλοφορία ενός διπλού άλμπουμ· εγχείρημα που μέχρι τότε είχαν τολμήσει μεγαθήρια, όπως οι Beatles, οι Pink Floyd και οι Who. Ο λόγος για το διαμαντένιο «Mellon Collie and the Infinite Sadness» (1995), που σφράγισε την εποχή του εναλλακτικού ροκ. Ακολούθησαν κι άλλες κορυφαίες στιγμές, σαν το πλατινένιο «Adore» (1998) και το χρυσό «Machina/The Machines of God» (2000), με τους Smashing Pumpkins να μην κόβουν ταχύτητα ποτέ τόσο στο στούντιο όσο και στη σκηνή.