Σε ένα προχωρημένο σημείο της βραδιάς, ο Θέμης Αδαμαντίδης στράφηκε προς την ορχήστρα, έκανε μια-δυο τζούρες τσιγάρο κι έπειτα βάδισε προς τον κόσμο, λέγοντας, με ωραία βαρύ τρόπο, "αυτό το τσιγάρο που καίει, σε λίγο θα σβήσει". Η υπόλοιπη εκτέλεση στο "Κάνε Κάτι Να Χάσω Το Τρένο" αποδείχθηκε μέτρια, αλλά δεν είχε σημασία. Ήταν ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής για το πώς, σε μια συναυλία όπου τα εύκολα έγιναν δύσκολα λόγω διάφορων δομικών και πρακτικών προβλημάτων, έβαλε μπροστά τη σιδερένια λαϊκή του στόφα, ώστε να γυρίσει το παιχνίδι και να κερδηθούν τα χαμόγελα που έβλεπες στο φινάλε. Θυμίζοντας, έτσι, γιατί σε ζητήματα τέχνης 1+1 δεν ισούται (πάντα) με 2, αφού παίζουν ρόλο και μη μετρήσιμοι παράγοντες.
Η συναυλία, βέβαια, είχε ξεκινήσει ήδη πριν δούμε τον πρωταγωνιστή της –και μάλιστα με τους καλύτερους οιωνούς. Λίγο το θαλασσινό, πειραιώτικο αεράκι που έκοβε τη ζέστη, δηλαδή, λίγο η καλή διάθεση ενός πλήθους ανάμεικτων ηλικιών που γέμιζε γοργά το θέατρο (χωρίς να σημειωθεί sold out, πάντως), λίγο οι διηγήσεις εδώ κι εκεί από διάφορες εμφανίσεις του Αδαμαντίδη σε νυχτερινά κέντρα παλαιότερων εποχών με αφορμή αυτή τη γιορτή για τα 45 του χρόνια στο πεντάγραμμο, δημιούργησαν κλίμα ευφορίας. Προσφέροντας ιδανικό "χαλί" στον Άγγελο Ανδριανό, ο οποίος ανέλαβε την εκκίνηση.
Φωνή με καθάριες επιφάνειες και σωστή άρθρωση, ο Άγγελος Ανδριανός μπήκε με το δεξί, τραγουδώντας το "Δεν Φεύγω" του Μιχάλη Χατζηγιάννη. Αργότερα προχώρησε και σε πιο ελαφρολαϊκές επιλογές, με τον κόσμο να τον συνοδεύει θερμά στην "Καμαρούλα" και τον ίδιο να λέει ωραία το "Πρώτη Φορά" (της Ρένας Κουμιώτη) και το "Κι Αν Ρωτήσεις Πως Περνάω" –είπε, επίσης, τα ρεφρέν των δικών του "Είναι Κάτι Βραδιές" και "Θα 'Δινα Τα Πάντα". Μια παρατήρηση, βέβαια, αφορά το κάπως στιλιζαρισμένο της έκφρασής του, αφού ο απόηχος των φωνηέντων έφερνε συχνά στους τρόπους του Αντώνη Ρέμου, ίσως και του Γιάννη Πλούταρχου. Ωστόσο δυνάμεις υπάρχουν, οπότε η τριβή με το αντικείμενο μόνο καλό μπορεί να κάνει.
Τη σκυτάλη των εισαγωγικών εμφανίσεων πήρε έπειτα η Νικολέτα Κωνσταντινίδου, η οποία βγήκε με γυαλιστερό, μπλε φόρεμα και γέμισε το "Βεάκειο" με το ύψος και τις εντάσεις της φωνής της, λέγοντας το δικό της "Φιλικά". Το κοινό ανταποκρίθηκε με ζέση κι εκείνη συνέχισε διασκευάζοντας το "Δυνατά" της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, για το οποίο, μάλιστα, βγήκε και στο μπροστινό τμήμα της υπερυψωμένης σκηνής, ώστε να χορέψει. Κάτι χανόταν, πάντως, στις πιο ψηλές νότες, όπου παρατηρήθηκε μια αστάθεια σε διάφορα σημεία. Εντούτοις η ερμηνεύτρια το αναπλήρωσε με την παθιασμένη της έκφραση, που τη βοήθησε να δώσει δυναμικές εκτελέσεις στα "Το 'Πες" (του Γιώργου Νταλάρα) και "Μέχρι Να Βρούμε Ουρανό" (της Γλυκερίας).
Τα πάντα κυλούσαν ρολόι, λοιπόν, ενώ όλοι ξέραμε ότι είχε φτάσει, πια, η ώρα του Θέμη Αδαμαντίδη. Επιπλέον, το σκοτάδι στο οποίο βυθίστηκε για λίγο η σκηνή, συνδυαστικά με τους καπνούς και τα βαθυκόκκινα φώτα, προϊδέασαν για μια εντυπωσιακή είσοδο. Αλλά τίποτα τέτοιο δεν συνέβη· ίσα-ίσα, η ψυχρολουσία καραδοκούσε στη γωνία κι έγινε δυσάρεστα αισθητή από την εισαγωγή που ανέλαβε να κάνει η 12μελής ορχήστρα, γιατί η επίδειξη την οποία ακούσαμε στο μπουζούκι αποδείχθηκε αναίτια εκκωφαντική, με εντάσεις που καταπλάκωσαν τα υπόλοιπα όργανα.
Δυστυχώς, αυτή η εικόνα επέμεινε κι όταν βγήκε ο Θέμης Αδαμαντίδης –κομψά ντυμένος με σκούρο κοστούμι και λευκό πουκάμισο (δίχως γραβάτα)– με αποτέλεσμα να επικρατήσει ένα μούδιασμα στο θέατρο μετά τα πρώτα ενθουσιώδη παλαμάκια, αφού ακυρώθηκε και η φόρα του κοσμαγάπητου "Η Νύχτα Μυρίζει Γιασεμί", αλλά και η λαϊκότητα του πιο πρόσφατου (2018) "Στο Μυαλό". Το χειρότερο, όμως, ήταν το τσαλάκωμα του "Μα Πού Να Πάω": όσο και αν τραγούδησαν οι κερκίδες το ρεφρέν, όσο κι αν προσπάθησε ο Καισαριανιώτης ερμηνευτής στις κορυφώσεις, το θρυλικό κομμάτι απέμεινε μισοβουλιαγμένο στον ηχητικό τσίγκο που ξυράφιαζε τα αφτιά.
Ως το τέλος της βραδιάς, κανείς υπεύθυνος δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται το πρόβλημα ή να μεριμνεί για μια διαφορετική στρατηγική, η οποία να μην αντιμετωπίζει έναν ανοιχτό χώρο σαν το "Βεάκειο" με λογικές πίστας. Το ότι ήταν δικό τους ζήτημα, πάντως, δεν χώραγε αμφιβολία: όταν άλλαζαν οι στάθμες του ήχου στους καλλιτέχνες που πλαισίωσαν τον σταρ της εκδήλωσης, ακούσαμε και τον χαρακτήρα των μουσικών (ιδιαίτερα της ηλεκτρικής κιθάρας), όπως και τις ποιοτικές δυνατότητες του συστήματος. Η υπονόμευση της βασικής συναυλίας, όμως, επέμεινε ακράδαντα. Οπότε, για να συνεχίσει κανείς να παρακολουθεί δίχως να αφεθεί στην απογοήτευση, χρειαζόταν στηρίγματα. Κι ευτυχώς υπήρξαν μερικά, πότε στις επιδόσεις του ίδιου του Αδαμαντίδη, πότε στο κοινό, που πρότασσε το συναισθηματικό δέσιμο με τα τραγούδια, συντροφεύοντάς τον λ.χ. στο "Πονάμε Όσοι Αγαπάμε" και αργότερα στο "Και Να 'Μουνα" ή ρίχνοντας γαρίφαλα προς τη σκηνή στο υπερλατρεμένο "Δεν Είμαι Εγώ Για Έρωτες".
Ο κακός ήχος, πάντως, δεν ήταν το μοναδικό ζήτημα. Όπως κι άλλες μεμονωμένες καλοκαιρινές εμφανίσεις αστέρων της πίστας, έτσι και αυτή δεν κατόρθωσε να απεγκλωβιστεί από τη νοοτροπία με την οποία τρέχουν τα νυχτερινά κέντρα, ώστε ν' αρθρωθεί με όρους συναυλίας. Τόσο ποτ πουρί, ας πούμε, δεν στέκει: συναυλία σημαίνει ότι, αν ευτυχείς να έχεις τραγούδια σαν τα "Απόλυτος Έρωτας" και "Αυτό Το Λίγο", θα τα πεις ολόκληρα, όχι ένα ρεφρέν και φύγαμε μετά για το επόμενο. Μεγάλο τμήμα του πρώτου μέρους στο "Βεάκειο" υπέφερε από την εν λόγω αντιμετώπιση. Και το πράγμα δεν σώθηκε από την έλευση των Passepartout και την απόπειρά τους να φρεσκάρουν το "Κρήτη, Κέρκυρα Και Νιό", με τον Αδαμαντίδη να συμμετέχει στο ρεφρέν. Ήταν μια μοντερνιά χωρίς κάτι το αληθώς ξεχωριστό.
Επιπλέον, όσοι έχουν θαυμάσει τον Αδαμαντίδη στα 45 χρόνια δισκογραφίας που γιόρτασε στο "Βεάκειο", δεν γινόταν να μην αντιληφθούν ότι το πέρασμα του χρόνου έχει επιφέρει φθορές –ιδιαίτερα στις χαμηλές νότες, όπου παρατηρήθηκε ζόρι– ή ότι ορισμένα τραγούδια παίζονταν "κατεβασμένα": η αίσθηση υπήρξε ζωηρή στις επιλογές από Στέλιο Καζαντζίδη (π.χ. "Υπάρχω", "Βραδιάζει"). Πρόκειται, βέβαια, για παράμετρο η οποία δεν γίνεται να του χρεωθεί, αφού κανείς δεν φταίει που μεγαλώνει, χάνοντας έδαφος απέναντι στην επέλαση του πανδαμάτορα. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που ο ίδιος έκανε ό,τι μπορούσε, ενθουσιάζοντας αβίαστα ακόμα και με λίγα, συγκριτικά με το τι θα ακούγαμε σε προηγούμενες δεκαετίες. Τα ψήγματα Στράτου Διονυσίου στα "Μη Ζητάς Πολλά" και "Πού Βρίσκεσαι", ας πούμε, αποτυπώθηκαν θαυμάσια, ενώ στο "Στην Καρδιά" (αφιερωμένο σαν "χρόνια πολλά" σε μια θηλυκή παρουσία στις μπροστινές κερκίδες) έδωσε τον καλύτερό του εαυτό, υπερβαίνοντας ακόμα και τον κακό ήχο.
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας το ξεκίνησαν οι Passepartout, οι οποίοι ζήτησαν από τον κόσμο να σηκωθεί και να χορέψει στην πλατεία που διαμορφωνόταν μεταξύ καθισμάτων και σκηνής. Δεν συνέβη εξαρχής, καθώς πολλοί τους αντιμετώπισαν ως διάλειμμα, αλλά το είδαμε κι αυτό, τελικά, μόλις έπαιξαν τον κατά Γιάννη Πάριο "Ικαριώτικο". Είναι στρωμένη μπάντα, με καλούς μουσικούς και φωνές, συν συμπαθητική σκηνική παρουσία, π.χ. με το ταμπούρλο που κατέβηκε στο κοινό. Φοβάμαι, όμως, ότι δεν έχουν κάτι να προτείνουν, πέρα από το να γεμίσουν ένα πρόγραμμα ώστε να μην υπάρξει κενό, όσο οι πρωταγωνιστές ανακτούν ανάσες.
Εκείνο που ανέτρεψε τη ροή της βραδιάς, αλλάζοντας άρδην την ως τότε δυναμική της, ήταν η έλευση της Κατερίνας Στανίση, η οποία εμφανίστηκε αναπάντεχα μετά τους Passepartout, με το "Μυστικέ Μου Έρωτα" να δημιουργεί κύματα ενθουσιασμού και το "Βεάκειο" να εκρήγνυται, στη συνέχεια, συνοδεύοντάς τη ενθουσιωδώς στο "Αναστατώνομαι". Όχι γιατί άλλαξε κάτι στα ηχητικά, ούτε επειδή η Στανίση δεν έχει υποστεί φθορά: ίσα-ίσα, τα ραγίσματα στη φωνάρα της είναι αισθητά και η έκτασή της έχει τρωθεί, πράγματα εμφανή για όσους την έχουν δει στο παρελθόν να τραντάζει την αθηναϊκή νύχτα με το λαϊκό της μέταλλο.
Όταν είσαι μια θεά της νύχτας, ωστόσο, έχεις κι άλλους τρόπους να σταθείς πάνω στη σκηνή. Να βγεις στα μπροστά, ας πούμε, προσκαλώντας τον κόσμο να έρθει κοντά σου ή να χορέψει από κάτω σου, να γεμίσεις τα φωνητικά κενά με ατόφιο λαϊκό συναίσθημα και με εκφραστικούς χρωματισμούς που παραμένουν απαράμιλλοι σε πείσμα του χρόνου ή να δείξεις ότι κατανοείς πως βρίσκεσαι σε συναυλία και όχι σε κέντρο, λέγοντας ολόκληρα τα πιο δημοφιλή σου τραγούδια –σαν το "Συγγνώμη Κύριε, Ποιος Είστε;" ή το "Ένα Δάκρυ". Στο δε "Σ' Έχω Κάνει Θεό" σείστηκε το "Βεάκειο" από το ομαδικό τραγούδι και τα χέρια ψηλά, δημιουργώντας κλίμα για την επιστροφή του Θέμη Αδαμαντίδη, που είπε ντουέτο με τη Στανίση το περσινό τους (αδιάφορο) "Κράτησέ Με", πριν αναλάβει και πάλι τα ηνία της βραδιάς.
Από εκεί και πέρα, είδαμε μια άλλη συναυλία. Ο Αδαμαντίδης άφησε τα μετόπισθεν, βγήκε μπροστά, κάποιος κόσμος σηκώθηκε και στάθηκε τριγύρω –τείνοντάς του το χέρι– και τα πράγματα άρχισαν να κινούνται με έναν "μαγικό" τρόπο που, όπως είπαμε, δεν χωράει στα απλά μαθηματικά. Ο ίδιος, άλλωστε, επιστράτευσε όλες τις τεχνικές και εκφραστικές του δυνάμεις, με τις οποίες κάπως ισοζυγίστηκαν οι παγιωμένες δυσκολίες της βραδιάς. Κάπως έτσι, το "Μα Πού Να Πάω" ξαναπαίχτηκε σε σαφώς καλύτερη εκδοχή, το "Ρεβεγιόν" και τα "Χάρτινα Όνειρα" απόκτησαν το πρέπον καψουροβάρος, ενώ στο "Σαν Σημαδέψεις Αετό" είδαμε, για λίγο, έναν Αδαμαντίδη από τα παλιά, ικανό να κάνει τις θέσεις μας να τρίξουν. Θα ήθελα, βέβαια, να είχε χωρέσει κάπου και το "Και Ό,τι Είπαμε Άκυρο", αλλά δεν πειράζει.
Όπως συνηθίζεται στα λαϊκά προγράμματα, τώρα, όσο οδεύαμε προς φινάλε, τόσο επικρατούσαν οι διασκευές σε παλιά, κλασικά κι αγαπημένα, π.χ. στο "Έρωτά Μου Αγιάτρευτε", στα προαναφερόμενα άσματα του Καζαντζίδη ή στο "Με Σκότωσε Γιατί Την Αγαπούσα". Οι περισσότερες, βέβαια, προσαρμόστηκαν ώστε να μην απαιτούν πολλά στο μικρόφωνο, κάτι, πάντως, που δεν εμπόδισε τον Αδαμαντίδη από το να πιάσει αξιοθαύμαστες επιδόσεις, λέγοντας ωραία και τη "Ρόζα" του Δημήτρη Μητροπάνου και τα "Δάχτυλα" του Γιάννη Πάριου, μα και την "Πιρόγα", με την οποία διάλεξε να κλείσει τη βραδιά. Το ότι τόσος κόσμος έφυγε ικανοποιημένος, παρά τα αρκετά και μεγάλα προβλήματα που μάστισαν τη συναυλία, αποτελεί εν τέλει μια προσωπική του νίκη, όση αρωγή κι αν πρόσφερε η συμμετοχή της Κατερίνας Στανίση και η κεκτημένη αγάπη του κοινού στα τραγούδια του.