Περιέργως για ένα λαϊκό ίνδαλμα με πάνω από 40 χρόνια καριέρας, ο Βασίλης Καρράς δεν είχε ξαναδώσει συναυλία στον Πειραιά. Ίσως γιατί οι καλλιτέχνες του χώρου του δεν αισθάνθηκαν ποτέ άνετα με τέτοιες μεμονωμένες ζωντανές εμφανίσεις, έχοντας ως "σπίτι" τους τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα και τα εκεί προγράμματα. Αναλόγως, βέβαια, ούτε και το κοινό είναι μαθημένο σε τέτοιες βραδιές. Κι εδώ βρίσκεται μάλλον η αιτία που το "Βεάκειο" μάζεψε μεν πολύ κόσμο την Τρίτη το βράδυ, μα δεν βγήκε και sold-out.
Εδώ που τα λέμε, άλλωστε, η συναυλία ξεκίνησε σαν να ήταν πρόγραμμα σε λαϊκό κέντρο –αν και ο Βασίλης Καρράς θα ανέτρεπε στη συνέχεια αυτή την εικόνα, δείχνοντας ότι αντιλαμβάνεται μια χαρά τις διαφορές που υπάρχουν στον κώδικα (κάτι διόλου δεδομένο για άλλους συναδέλφους του). Η έναρξη, πάντως, είχε "ζέσταμα" με την Ελένη Ιγνάτογλου, τον Χρήστο Τσάτσο και τη Γεωργία Μαυρουδή.
Από τους τρεις τους, εκείνη που έλαμψε τόσο φωνητικά και ερμηνευτικά, όσο και από την άποψη του αέρα και της κίνησης, ήταν η Γεωργία Μαυρουδή. Μπαίνοντας δυναμικά με την "Έξαψη" της Νατάσσας Θεοδωρίδου, η Θεσσαλονικιά τραγουδίστρια έδειξε ότι διαθέτει εμπειρία πάνω στη σκηνή, μα και ατόφια λαϊκά χρώματα, τα οποία παρέπεμπαν σε παλιότερες μέρες του εν λόγω ήχου, πριν την επέλαση των ελαφρύτερων τάσεων των τελευταίων ετών. Το θέατρο ξεσηκώθηκε στα "Όνειρα" της Λένας Ζευγαρά, ενώ της έστησε εντυπωσιακή κερκίδα στον "Χαρτοπόλεμο" και στο "Μια Κόκκινη Γραμμή" (περαιτέρω επιλογές από Θεοδωρίδου), όπου ήχησε και μία κόρνα που θύμισε γηπεδικές μέρες με βουβουζέλες.
Τη Νατάσσα Θεοδωρίδου φάνηκε να αγαπά και η Ελένη Ιγνάτογλου, η οποία βγήκε πρώτη επί σκηνής, δείχνοντάς μας στη συνέχεια πως εξίσου μεγάλη λατρεία τρέφει και για την Άννα Βίσση. Όμως τα τραγούδια που διάλεξε φοβάμαι ότι την άφησαν εκτεθειμένη. Ενώ φάνηκε δηλαδή ως συμπαθητική παρουσία, που δεν στερείται μιας σωστής φωνής, αποφάσισε να πει το "Δεν Θέλω Να Ξέρεις", το οποίο την κατάπιε, αναγκάζοντάς τη να φωνάζει για να βγάλει τα δύσκολα σημεία. Αναλόγως κατάπιε και τον κομψά ντυμένο Χρήστο Τσάτσο το "Φεγγάρια Χάρτινα" του Αντώνη Ρέμου, ο οποίος έδειξε να αποτελεί κάτι σαν γενικότερο πρότυπο για τον νεοεμφανιζόμενο τραγουδιστή, που κατέγραψε την πιο αναιμική παρουσία στο όλο "ζέσταμα" για τον Καρρά.
Κατά μία έννοια, τώρα, ο Καρράς αποθεώθηκε από τους παρευρισκόμενους στο Βεάκειο ήδη πριν δούμε τη φιγούρα του να βγαίνει επί σκηνής. Ενώ δηλαδή η ορχήστρα έπαιζε ένα οργανικό ποτ-πουρί από διάφορα σουξέ του, ο κόσμος έπιασε τη μελωδία του "Απορώ" κι άρχισε να τραγουδά εν χορώ το ρεφρέν από τις θέσεις του. Με θαυμαστό παλμό, που μετατράπηκε σε έκρηξη ενθουσιασμού και χειροκροτημάτων μόλις εμφανίστηκε ο Θεσσαλονικιός σταρ, λέγοντάς μας "Καλησπέρα και καλή βραδιά" με εκείνη τη χαρακτηριστική βαριά βραχνάδα που τον έκανε τόσο αγαπητό ήδη από τα πρώτα του δισκογραφικά βήματα στη Vasipap.
Ο Βασίλης Καρράς βρέθηκε σε μεγάλη φόρμα στο "Βεάκειο". Σε ανέλπιστη φόρμα, θα πρόσθετα, γιατί η τελευταία δεκαετία δεν ήταν απαλλαγμένη από εμφανίσεις στις οποίες η φθορά του χρόνου έγινε απογοητευτικά αισθητή. Φαίνεται όμως ότι έκανε κάποια φωνητική συντήρηση, που απέδωσε καρπούς. Κι έτσι το ατόφιο λαϊκό του μέταλλο άστραψε σε αρκετά σημεία της βραδιάς, φέρνοντας κατά νου όλους τους λόγους για τους οποίους τον αποκάλεσαν κάποτε "βασιλιά της καψούρας", όταν μεσουρανούσε. Μάλιστα, στις κορυφαίες ερμηνευτικές του στιγμές ακούστηκε κι ένας απόηχος από Στράτο Διονυσίου –ακόμα και στο νυν ηλικιακό φάσμα (έχει φτάσει πια στα 68).
Η πρώτη μεγάλη έκρηξη του πλήθους σημειώθηκε όταν είπε το "Απ' Το Βορρά Μέχρι Το Νότο", με τη φωτιά να μην καταλαγιάζει παρά στο φινάλε της συναυλίας. Με τον ίδιο να εστιάζει στις μεγάλες επιτυχίες της μακράς του πορείας (όπως είχε υποσχεθεί), κάθε τραγούδι γινόταν αιτία και αφορμή νέων ξεσηκωμών. "Όπως Παλιά", "Αγάπα Με Τις Ώρες Που Μπορείς", "Ασ' Την Να Λέει", "Θα Μου Κλείσεις Το Σπίτι", "Επιλογή Μου", "Άλλοθι", "Όταν Τα Χρόνια Σου Περάσουν", μα κι ένα σερί δημιουργιών του Σωκράτη Μάλαμα (Η "Πριγκηπέσσα", ασφαλώς, αλλά και τα "Τσιγάρο Ατέλειωτο" και "Στα Είπα Όλα"), όλα προξένησαν τον δικό τους χαμό. Προσωπικά, πάντως, αν έπρεπε ντε και καλά να ξεχωρίσω κάτι, θα ήταν το "Νύχτα Ξελογιάστρα". Κι αν κάτι με έκανε να απορήσω ήταν που δεν παίχτηκε το "Δηλητήριο": ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι θα το έλεγε ντουέτο με τη Γεωργία Μαυρουδή.
Νεαρά αγόρια και κορίτσια, τριαντάρηδες, αλλά και μεγαλύτερες ηλικίες δεν έπαψαν στιγμή να τραγουδούν δυνατά τα οικεία ρεφρέν στο "Βεάκειο". Κάποιοι, μάλιστα, άφησαν και τις θέσεις τους στις κερκίδες, συγκεντρωνόμενοι μπροστά στο ημικύκλιο της σκηνής. Με τη σειρά του, ο Βασίλης Καρράς ανταποκρίθηκε σε αυτή την κίνηση βγαίνοντας εκεί μπροστά στο δεύτερο μέρος του προγράμματος, το οποίο ξεκίνησε με μια βροντερή εκτέλεση στο "Απορώ". Και δεν το κούνησε ρούπι ως το σημείο που μας καληνύχτισε, στήνοντας σε εκείνο το σημείο το σκαμπό του και τραβώντας το καλώδιο του μικροφώνου του όσο τον έπαιρνε.
Ακόμα κι όταν η ορχήστρα του χανόταν σε κακόγουστα φασαριόζικες μίξεις ηλεκτρικών οργάνων, κλαρίνων και μπουζουκιών –θυμίζοντας τον πιο αγοραίο ήχο της νυχτερινής διασκέδασης των δεκαετιών του 1980 και 1990– η φωνή του Καρρά απάλυνε την εντύπωση με έναν αέρα αυθεντικότητας. Λιτός, απλός και (βαριά) λαϊκός, όπως ακριβώς τον γνωρίσαμε, αποτυπώθηκε λοιπόν ως εκπρόσωπος μιας εποχής που, παρά τις διάφορες εκπτώσεις της, παρέμενε ριζωμένη σε σπουδαίες συγκινήσεις. Τις οποίες κρατούσε στο προσκήνιο ακόμα κι όταν έπαιζε κι αυτή με την επέλαση των Δυτικών στοιχείων, που πλέον φαντάζουν κυρίαρχα στους νεότερους αστέρες.
Στο διάλειμμα που μεσολάβησε μεταξύ πρώτου και δεύτερου μέρους τη σκηνή κατέλαβε ως σπέσιαλ προσκεκλημένος ο Χρήστος Δάντης. Ένας οπωσδήποτε αγαπητός τραγουδοποιός, με πολλά πρόσωπα, που θεωρούσα ότι θα αποτελεί εξτρά ατού για τη συγκεκριμένη βραδιά. Εντούτοις, αν και ο κόσμος έκανε πολύ κέφι μαζί του, στήνοντας ακόμα και χορούς, προσωπικά απογοητεύτηκα.
Ασφαλώς, ο Δάντης έχει μια γνήσια λαϊκή ταυτότητα, πέρα από τα ωραία χρώματα της φωνής του ή τις πιο rock ανησυχίες του. Αλλά στο "Βεάκειο" διάλεξε να βασιστεί μόνο σε αυτήν, λέγοντας μια σειρά από διασκευές σε γνωστά σουξέ. Στο πρόγραμμα δεν χώρεσε λοιπόν τίποτα από τα δικά του τα ωραία, είτε τα πιο ηλεκτρικά, είτε στιγμές π.χ. σαν το "Τρελό Κι Αγαπησιάρικο", που ίσως μπορούσε να δέσει με το όλο κλίμα. Αντίθετα τον ακούσαμε σε "Επιστροφές Καταστροφές", "Ο Καπετανάκης", "Το Δικό Σου Αμάρτημα" –επιλογές που δεν κέρδισαν σε τίποτα με τη δική του τραγουδιστική προσέγγιση. Έτσι, παρά τη διασκέδαση την οποία πρόσφερε, στάθηκε υπέροχος μόνο στο "Μακριά Μου Να Φύγεις" του Πάνου Γαβαλά και στο (δικό του) "Α Ρε Μοναξιά", που είπε ντουέτο με τον Καρρά.