"Σου άρεσε, λοιπόν, αυτό που είδες;", αναρωτήθηκα ενώ άφηνα πίσω μου την αίθουσα "Αλεξάνδρα Τριάντη" του Μεγάρου Μουσικής, όπου είχε μόλις πραγματοποιηθεί η παγκόσμια πρεμιέρα της "Περσεφόνης" –με έκδηλη επιτυχία, εάν κρίνουμε από τη sold out προσέλευση και τα θερμά χειροκροτήματα στο φινάλε.
Αλλά η απάντηση δεν ερχόταν αβίαστα: το ζύγι έγερνε μια εδώ, μια εκεί, μέχρι που στην τελική αποτίμηση προέκυψε ένα "μάλλον ναι". Περισσότερο, όμως, από την άποψη μιας ιντριγκαδόρικης ματιάς πάνω σε έναν αρχαίο μύθο που τυγχάνει να αγαπώ πολύ, παρά βάσει του οπτικοακουστικού αποτελέσματος. Το οποίο, έτσι για να ανακατέψω κι εγώ ελληνικά και αγγλικά, όπως έπραξε και το λιμπρέτο της "Περσεφόνης", περιγράφεται τέλεια με την αγγλοσαξονική έκφραση "leaves much to be desired", που μάλλον χάνει σε δυναμική και καθαρότητα εάν μεταφραστεί στη γλώσσα μας. Αυτό το ανακάτεμα ελληνικών και αγγλικών, πάντως, με ξένισε από την αρχή της παράστασης. Προσπάθησα, μα δεν κατάλαβα τη σκοπιμότητά του, ούτε και το αισθάνθηκα να αποκτά κάποιο ειδικό βάρος. Ίσα-ίσα, το βρήκα να επιμηκύνει αναίτια το λεκτικό της κομμάτι, κομίζοντας κάτι από την ακαλαίσθητη νεοαγραμματοσύνη των χίπστερ παρεών της πόλης.
Και γενικότερα, ωστόσο, το πρώτο μέρος της "Περσεφόνης" άφησε την αίσθηση μιας multimedia φουρτούνας. Μπροστά μας, δηλαδή, παρήλαυναν χρώματα, σώματα σε κίνηση, τα δρώμενα της σκηνής και του live video που προβαλλόταν στο βάθος, η περιπετειώδης μουσική του Δημήτρη Μαραγκόπουλου, οι σκηνοθετικές ιδέες και οι φιλοσοφικο-υπαρξιακές αναζητήσεις της σκηνοθέτριας/λιμπρετίστριας Έλλης Παπακωνσταντίνου, οι τραγουδιστικές επιδόσεις των ερμηνευτών· επικρατούσε, όμως, ένας ακανόνιστος ρυθμός, που πότε έμοιαζε να μακρηγορεί και πότε να τρέχει γρηγορότερα από όσο άρμοζε στην πλοκή. Ο Επάνω Κόσμος, όπου, πριν την αρπαγή της, η Περσεφόνη μεγάλωνε ανέμελα στο πλάι της Δήμητρας, έμοιαζε συχνά με κομφούζιο, παραδομένος θαρρείς σε μια ατέλειωτη διελκυστίνδα μεταξύ ζαλάδας και ενθουσιασμού.
Διότι υπήρχαν και πράγματα που ενθουσίασαν, ας μη χαθεί αυτή η παράμετρος. Η πολυμελής, μεικτή και πολύχρωμα ντυμένη Χορωδία GraduArti των απόφοιτων του Μουσικού Ομίλου των Αρσακείων & Τοσιτσείων Σχολείων, που συνέπραξε με την Παιδική Χορωδία των τελευταίων, έδωσε από νωρίς το στίγμα της, με στιβαρές, καλλικέλαδες ερμηνείες. Μάλιστα, οι επιδόσεις τους διατηρήθηκαν σε υψηλό επίπεδο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, κορυφώνοντας στην ανάταση του φινάλε, όπου (με φωνή μία) χορωδοί και πρωταγωνιστές τραγούδησαν "βίος, βίος Απόλλων, ήλιος, κόσμος, φως", σφραγίζοντας τη μυθική συμφιλίωση του Επάνω και του Κάτω Κόσμου, αλλά και το μεταφορικό φίλιωμα του Ανθρώπου με τον θάνατο. Τα εύσημα για τη διδασκαλία και τη διεύθυνση ανήκουν στη Χριστίνα Βαρσάμη-Κούκνη.
Ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος, επίσης, φανέρωσε μελετημένο βηματισμό ήδη από το χαρωπό πιάνο της έναρξης, όταν μεταφερθήκαμε σε ένα τηλεοπτικό πλατό των δικών μας ημερών, από το οποίο δόθηκε έπειτα η σκυτάλη στον Επάνω Κόσμο του μύθου. Αντίστοιχα κινήθηκε και η μουσική του –η οποία αποδόθηκε σε διεύθυνση Δημήτρη Κτιστάκη– που τοποθετήθηκε ωραία μεταξύ Δύσης και μιας Παγκοσμιότητας με διακριτή παρουσία Απωανατολίτικων στοιχείων (από παραδόσεις της Ινδίας, του Θιβέτ, της Μογγολίας και του Μπαλί). Τα τελευταία, τώρα, ίσως άξιζε να διεκδικήσουν ακόμα μεγαλύτερη έκταση, μα σε γενικές γραμμές κράτησαν ορθές ισορροπίες. Ακόμα και αφτιά μη εξοικειωμένα, νομίζω, δεν έχασαν την παρουσία τους σε τμήματα με ρυθμική, τελετουργική ταυτότητα, ενώ υπήρξε κι ένα σημείο όπου πλάι στη μάνα/θεά Δήμητρα θα μπορούσε κάλλιστα να τοποθετηθεί και η Nargis, στη Mother India έκφανσή της.
Από νωρίς, επίσης, έλαμψε και η Σαβίνα Γιαννάτου ανάμεσα στους κυρίως ερμηνευτές, επωμιζόμενη τον ρόλο της Δήμητρας. Οι γνώριμοι, μη λεκτικοί αυτοσχεδιασμοί τους οποίους ποιεί με τη φωνή της πρόσθεσαν στον σύγχρονο χαρακτήρα της όπερας, αλλά τραγούδησε υπέροχα και σε πιο "ορθόδοξα" μέρη, ενώ κυριάρχησε και σε οπτικό επίπεδο.
Παρά την απλότητα του ενδύματός της, δηλαδή, αποτυπώθηκε πειστικά ως αρχέγονη δέσποινα της βλάστησης, ξεπερνώντας (πολύ σωστά) την πιο οικεία, εντούτοις πιο συμβατική εικόνα της Δήμητρας από το Δωδεκάθεο: όπως φανέρωνε και η ελευσίνια υπόστασή της, άλλωστε, δεν ήταν απλά μια υπερβατική προστάτιδα της γεωργίας, μα μια θεά με τεράστια απήχηση για την αρχαία ύπαιθρο, η οποία είναι τουλάχιστον μυκηναϊκή, αν όχι προϊστορική. Στο σημείο, δε, όπου η Γιαννάτου ανέλαβε να εκφωνήσει και το πιο σύγχρονο, οικολογικό μήνυμα της παράστασης για την καταλήστευση της φύσης και την ανθρωπογενή καταστροφή του περιβάλλοντος, το απόκοσμο κόκκινο φως που την έλουσε άξαφνα της χάρισε κάτι βγαλμένο από τις παμπάλαιες –και φοβερότερες/αγριότερες– όψεις της Δήμητρας, όσες επέζησαν στην Αρκαδία των ιστορικών χρόνων, θέλοντάς τη να ταυτίζεται με τη Βριμώ, ως δισυπόστατη Κυρά των Δημητριακών, μα και των Νεκρών.
Στον αντίποδα βρέθηκε ο Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, ο οποίος ανέλαβε να παίξει τον Ερμή. Με την παράσταση να ξεκινά, όπως είπαμε, ως τηλεοπτικό talk show –με οικοδέσποινα τη χαρωπή Περσεφόνη– ο θεός πρωτοεμφανίζεται ως καλεσμένος συγγραφέας, σε μια συζήτηση με πλούσια νοήματα για τη ζωή και τον θάνατο. Προσωπικά δεν μου άρεσε η επιλογή και βρήκα μάλλον άτσαλη την πορεία από εκεί στον μύθο, όπως συνέβη έπειτα και στο φινάλε, όπου από τον Κάτω Κόσμο εκβάλλουμε ξανά στο talk show, με τον Πλούτωνα, πια, στον ρόλο του καλεσμένου, να κυκλώνει την ίδια συζήτηση. Ωστόσο, βγάζω το καπέλο στην ευρηματικότητα της ιδέας: ο (μεταξύ άλλων και) Ψυχοπομπός Ερμής ασφαλώς θα είχε κάτι να πει για τη σύνδεση ζωής και θανάτου· έστω κι αν, πρακτικά, αποτέλεσε φερέφωνο για τις σκέψεις της Έλλης Παπακωνσταντίνου, η οποία τον χρησιμοποίησε εδώ με τον τρόπο π.χ. που χρησιμοποιεί και ο Ευριπίδης την Ελένη, ώστε να μεταφέρει στους σύγχρονούς του Αθηναίους τους δικούς του προβληματισμούς για τα θεία. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι είναι η σκηνοθέτρια που, με πλάτη στο κοινό, γεφυρώνει λεκτικά τη μετάβασή μας στον Πάνω Κόσμο, εκφωνώντας ένα ορφικό κείμενο με οδηγίες για τη μετά θάνατον πορεία της ψυχής.
Η επιλογή παρουσίασης του Ερμή σαν ενός θεού κατεργάρη ήταν, βέβαια, στο ίδιο μήκος κύματος. Αλλά, αν και γενικότερα σωστή, ελέγχεται για το κατά πόσο ταίριαξε στο δεδομένο πλαίσιο, ειδικά από τη στιγμή που απόκτησε και ορισμένα χαρακτηριστικά μάλλον βακχικά. Από όλα τούτα προέκυψε, φοβάμαι, κάτι το συγχυσμένο, το οποίο ο Κωνσταντόπουλος δεν βρήκε τρόπο να το πρεσβεύσει πετυχημένα. Ναι, ήταν αεικίνητος πάνω στη σκηνή, ναι, έπαιξε ενίοτε και σαν μουσικός (σε μία ακόμα διασύνδεση με μια άλλη πτυχή του Ερμή), αποτυπώθηκε όμως σαν καρικατούρα με εκρήξεις επιτηδευμένα στριγγλής "κακοφωνίας", χάνοντας τον ρόλο του όταν αναδύθηκε ο Κάτω Κόσμος: στον μύθο διατάζει, ουσιαστικά, τον Πλούτωνα να προβεί σε συμβιβασμό, αλλά εδώ, έτσι όπως είχε σκιαγραφηθεί, αδυνατούσε να κάνει κάτι τέτοιο, καταλήγοντας μια μετέωρη φιγούρα.
Η Άννα Αναστασία Σμέρου, από την άλλη, ήταν σαφώς η αποκάλυψη της παράστασης: τραγούδησε καθαρά, θαυμάσια και σε σωστές εντάσεις, δίχως να θαμπώνει σε χρώματα και δυνάμεις όταν αυξάνονταν οι απαιτήσεις, ενώ, παράλληλα, φανέρωσε και αξιοσημείωτη σκηνική παρουσία, "απεικονίζοντας" με κινήσεις και με εκφραστικά βλέμματα τις διάφορες συναισθηματικές καταστάσεις που βίωσε η Περσεφόνη. Ανέμελο παιδί κοντά στη μητρική αγκαλιά, στην αρχή, σοκαρισμένη έφηβη μετά την αρπαγή της –όταν σερνόταν στις επιφάνειες του Άδη προσπαθώντας να καταλάβει τι της είχε συμβεί– γυναίκα που ανακαλύπτει το σώμα της, τον ερωτισμό και την ηδονή, στη συνέχεια, βρίσκοντας, συνάμα, τις ισορροπίες της και τα πατήματά της ως βασίλισσα του Κάτω Κόσμου. Μια ολοκληρωμένη μονωδός, η οποία άφησε πολλές υποσχέσεις για το μέλλον.
Πολύ ωραία στάθηκε και ο Ilya Algaer ως Πλούτωνας, τουλάχιστον τραγουδιστικά, γιατί σε οπτικό επίπεδο δυστυχώς δεν διακρίναμε πολλά: ορισμένες κοντινές φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν πριν την παράσταση προετοίμαζαν για μια πιο επιβλητική και εξώκοσμη παρουσία, την οποία ποτέ δεν είδαμε καθαρά, άλλοτε λόγω των φωτισμών, άλλοτε λόγω της "φασαρίας" και των εστιάσεων του live video.
Αναγνωρίζω, βέβαια, ότι αυτή είναι μια παρατήρηση για την οποία χωράει αρκετή συζήτηση, γιατί ο Πλούτωνας είναι φύσει φευγαλέα θεότητα ως προς την ορατότητα –εξού και ο μύθος που τον θέλει να κατέχει έναν σκούφο με τη δύναμη να τον κάνει αόρατο. Για χάρη της όπερας, ωστόσο, πιστεύω ότι του άξιζε κάτι περισσότερο, ειδικά από τη στιγμή που ο Algaer τον αντιμετώπισε τόσο μεστά, αποδίδοντάς τον ως έναν θεό με συνείδηση της ισχύος του (άρα και της πράξης της αρπαγής), ο οποίος μετατρέπεται σε μέντορα της Περσεφόνης, προσκαλώντας την να αφεθεί στο σκοτάδι του κόσμου του, ώστε να γνωρίσει πτυχές του που δεν γίνονται άμεσα φανερές. Είχε κάτι από το Φάντασμα της Όπερας, θα έλεγα, μεταφερμένο, βέβαια, σε ένα μέτρο εξωανθρώπινο, ταιριαστό σε αρχαίο χθόνιο θεό.
Φτάνοντας, πλέον, σε ζητήματα γενικότερης σύλληψης και έμπρακτης σκηνοθεσίας, μπαίνουμε και στις κατ' εξοχήν ενστάσεις για την "Περσεφόνη", όσες οδήγησαν στις πιο αισθητές απογοητεύσεις. Εκκινώντας από τα νοηματικά, η Έλλη Παπακωνσταντίνου είχε, νομίζω, μια σαφή ιδέα για τα όσα θέλησε να συζητήσει γύρω από τη ζωή, τον θάνατο και τη σχέση του σύγχρονου Ανθρώπου μαζί του: μας τα ξετύλιξε ωραία και στη συζήτηση την οποία κάναμε πριν την πρεμιέρα, τα είδαμε και τα ακούσαμε –με διάφορους τρόπους– και στην παράσταση. Είναι αναντίρρητη αρετή αυτή και πέτυχε να φέρει μια φρέσκια, ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα ματιά στον αρχαίο μύθο, ειδικά από τη στιγμή που τον έβαλε να συμπλέει τόσο με ορφικά κείμενα, όσο και με ομηρικές αναφορές (π.χ. η Νύσα, ως τόπος της αρπαγής).
Ωστόσο, όσο σαφή ήταν τα άνωθεν, τόσο ασαφή, βιαστικά, περιληπτικά ή και κάπως άσχετα ήταν τα όσα βρέθηκαν να προσθέτονται σε αυτό το θεμελιώδες αφήγημα. Είναι, ίσως, το πνεύμα των καιρών μας που ωθεί στην άρθρωση οικολογικού ή/και φεμινιστικού λόγου ή σε ακόμα ευρύτερες συζητήσεις περί σεξουαλικών ταυτοτήτων –μπορεί, επίσης, να το "προστάζει", με διάφορους τρόπους και το βάρος της επικαιρότητας. Αλλά δεν γίνονται όλα μαζί· ή, τέλος πάντων, δεν γίνονται όσο καλά θα μπορούσαν να γίνουν.
Πράγματι, π.χ., δίνεται περιθώριο να συνδέσεις τη Δήμητρα με σύγχρονες οικολογικές ανησυχίες. Το να πραγματώνεται, όμως, με το διάβασμα μιας διακήρυξης ενώ το βίντεο δείχνει πλάνα από καταστροφικές πυρκαγιές, προκύπτει λιγάκι βασικό. Και το να συνδέουμε, έπειτα, τον καημό και την αναζήτησή της με σωρούς σκουπιδιών και πλαστικών, δεν αποβαίνει λειτουργικό: κάπως θέλουμε να τα πούμε και τα δύο και καταλήγουμε να μη λέμε κανένα. Το ίδιο ισχύει και για τις φεμινιστικές προεκτάσεις που επιχειρήθηκε να δοθούν, όπως και για τη ρευστή σεξουαλικότητα του Κάτω Κόσμου, την οποία, αν δεν ήσουν υποψιασμένος, δεν θα αντιλαμβανόσουν ποτέ, αφού δόθηκε μέσω μίας και μόνης χορογραφίας με έντονες κινήσεις χεριών, από μεικτό θίασο αγοριών και κοριτσιών που περιβάλλει την Περσεφόνη. Δεν υπήρχε λόγος για τόσο εύρος νοημάτων, εφόσον έμειναν απλά ως δειλές, ανολοκλήρωτες ή όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένες νύξεις: η θεματική της ζωής και του θανάτου έφτανε και περίσσευε και ήταν σε θέση να δώσει ένα έργο συνολικά πιο οικονομημένο.
Απογοητευτικό, επίσης, κρίνεται και το live video, όπως και η γενικότερη σκηνογραφία. Καταλαβαίνω, βέβαια, ότι ίσως εδώ μπαίνουμε και σε θέματα μπάτζετ –και είναι γνωστό πόσο υπολείπονται οι ελληνικοί προϋπολογισμοί, συγκριτικά με το τι γίνεται στην Ευρώπη. Οι απλές νησίδες πράσινου εξυπηρέτησαν επαρκώς (μα όχι φαντασμαγορικά) το πρώτο μέρος, ο Κάτω Κόσμος, όμως, ορίστηκε, εν πολλοίς, με την απουσία και τη μερική τους απομάκρυνση. Το μόνο σημείο που πέτυχε να εντυπωσιάσει αληθινά (και μάλιστα με ιδιαίτερα λιτό τρόπο) ήταν η ερωτική συνεύρεση Κόρης και Άδη. Η πρώτη επαφή έγινε μπροστά από την κουρτίνα που έπεσε από την οροφή, μέσα σε ελαφρύ καπνό και κίτρινα φώτα, ενώ η ολοκλήρωση της σαρκικής ένωσης έλαβε χώρα πίσω της. Εδώ, λοιπόν, το live video, αν και ασπρόμαυρο, έδωσε άριστα το αγκομαχητό, τις περιπτύξεις, την έκδηλη αίσθηση ηδονής στο βλέμμα και στα μισάνοιχτα χείλη της Περσεφόνης.
Κατά τα λοιπά, δεν θυμάμαι άλλη στιγμή που το live video πρόσθεσε κάτι αξιοσημείωτο σε όσα εκτυλίσσονταν επί σκηνής. Περισσότερο ζάλιζε και αποπροσανατόλιζε, παρά φώτιζε. Ειδικά για το "φώτιζε", μάλιστα, θα έλεγα πως στάθηκε συνυπεύθυνο για το γεγονός ότι ο Επάνω Κόσμος αφέθηκε συχνά ως μια σκοτεινή ή, έστω, υποφωτισμένη επιφάνεια, στην οποία οι συντελεστές χρειαζόταν να χρησιμοποιούν φακούς για τις λήψεις τους –τη στιγμή που είναι, υποτίθεται, ο οικείος κόσμος μας, ο οποίος ζει και κινείται κάτω από το ηλιακό φως. Φτωχή, επίσης, βρήκα και την καθοριστική σκηνή της αρπαγής, ειδικά από τη στιγμή που συνοδευόταν από ένα κείμενο με τόση γλαφυρή κίνηση, ένταση και μεγαλοπρέπεια. Ακούς, δηλαδή, για τη γη που ανοίγει, φαντάζεσαι τον Θεό των Νεκρών να βγαίνει με τα άλογά του και να αρπάζει τη μουδιασμένη Περσεφόνη, μα απλά βλέπεις στο live video την Άννα Αναστασία Σμέρου να κραυγάζει βουβά, ευρισκόμενη, πλέον κάτω από το έδαφος: δεν κρίνεται άστοχο· κρίνεται, όμως, "λίγο".
Δεν είναι, λοιπόν, ότι δεν είχε ενδιαφέρον αυτή η κατά Έλλη Παπακωνσταντίνου & Δημήτρη Μαραγκόπουλο "Περσεφόνη", η οποία θα συνεχίσει την πορεία της στην Ελευσίνα (24 και 25/2), ίσως και διεθνώς, αν παρουσιαστούν οι ευκαιρίες: η ματιά πάνω στο αρχαίο υλικό είναι αξιόλογη, δημιουργήθηκε ωραία μουσική, δόθηκαν κάποιες αριστοτεχνικές ερμηνείες. Ταυτόχρονα, όμως, τη συναισθάνεσαι και ως χαμένη ευκαιρία για κάτι αρτιότερο και καλλιτεχνικά δυνατότερο, ικανό να αφήσει στιβαρότερο αποτύπωμα στη σύγχρονη, εγχώριας έμπνευσης, όπερα.