Κύριε Χατζηνάσιο, πότε και πώς γνωρίσατε τον Στέφανο Κορκολή;
Ήταν την εποχή που είχε έρθει από το Παρίσι, μετά τις σπουδές του. Πήρα μια πληροφορία γι' αυτόν από μια τραγουδίστρια, πολύ γνωστή, ότι υπάρχει ένα νέο παιδί, ταλαντούχο, που λέγεται Στέφανος Κορκολής. "Μην τον χάσεις", μου είπε, καθώς θα έπαιζε τότε στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός –"να πας να τον δεις, θέλω να ακούσω τη γνώμη σου".
Πήγα, λοιπόν. Κι έμεινα έκπληκτος από το τι έπαιζε, γιατί ήταν πράγματα πιο προχωρημένα από αυτό που λέμε "μέση" και "ανωτέρα" στο πιάνο. Εντυπωσιάστηκα. Θυμάμαι γύρισα σπίτι και είπα στη σύντροφό μου ότι άκουσα ένα νέο ταλέντο, το οποίο θα μας απασχολήσει στο μέλλον. Και δικαιώθηκα.
Κύριε Κορκολή, ήταν από τα ακούσματα που υπήρχαν στο σπίτι σας ο Γιώργος Χατζηνάσιος; Θυμάστε σε ποιο τραγούδι του πρωτοσταθήκατε;
Φυσικά και ήταν. Οι γονείς μου άκουγαν πολλή κλασική μουσική, αλλά και Έλληνες συνθέτες. Γαλουχήθηκα, λοιπόν, με τις μελωδίες τους. Κι ένα από τα τραγούδια του που θυμάμαι να πρωτοπροσέχω ήταν τα "Γαλάζια Σου Γράμματα", το οποίο παραμένει από τα αγαπημένα μου. Το άλλο που με εντυπωσίαζε στα έργα του ήταν ότι έβρισκα πολλά στοιχεία τα οποία πήγαζαν από κλασικές σπουδές: αρμονίες ή μετατροπίες, για παράδειγμα, που έδειχναν ότι είχε και παιδεία, μα και βαθιά γνώση της μουσικής.
Δεν σας κρύβω, μάλιστα, ότι στο Ωδείο Αθηνών, στα χρόνια των σπουδών, χρησιμοποιούσα συχνά τον Γιώργο Χατζηνάσιο σαν άλλοθι, γιατί επικρατούσαν λογικές που ήθελαν ακόμα και τον Τζορτζ Γκέρσουιν να είναι "ελαφρύς" –οπότε ορισμένα είδη, που εμείς τα ακούγαμε ως έφηβοι, δεν επιτρεπόταν να τα παίζουμε ούτε στα διαλείμματά μας.
Έτσι, τον έφερνα ως παράδειγμα ενός σπουδαγμένου δημιουργού με απίστευτη γνώση, ο οποίος έφτιαχνε και τραγούδια κι έκανε ωραία πράγματα και πέρα από τον κλασικό ορίζοντα. Όλα αυτά έχουν εντυπωθεί ζωηρά στη μνήμη μου, γιατί η κατάσταση τότε ήταν αυστηρή, χωρίς να βγάζει κάπου μια τέτοια στάση: ήταν απλά μια σοβαροφάνεια. Ευτυχώς τα πράγματα έχουν αλλάξει. Πλέον το Ωδείο Αθηνών είναι ένα καταπληκτικό ωδείο και τα παιδιά που φοιτούν εκεί μαθαίνουν να κοιτούν την ουσία και την ψίχα της μουσικής.
Το Παρίσι, εντωμεταξύ, είναι κάτι ακόμα που ενώνει τις πορείες σας, αφού και οι δύο κάνατε σπουδές εκεί –σε διαφορετικές εποχές, βεβαίως. Ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα που σας χάρισε αυτή η γαλλική εμπειρία;
Σ.Κ.: Σε διαφορετικές εποχές, ναι, όμως έχουμε περίπου ίδιες σπουδές: πέρα δηλαδή από πιάνο, κάναμε και διεύθυνση ορχήστρας, αλλά και ενορχήστρωση. Τα οποία συγκαταλέγονται στα εργαλεία καταξίωσης που είναι καλό να έχει κάθε συνθέτης, γιατί εκεί βασίζεσαι όταν θελήσεις να προχωρήσεις πέρα λ.χ. από ένα τραγούδι, ώστε να αποτυπώσεις καλύτερα αυτό που έχεις στο μυαλό και στην ψυχή σου.
Εκείνο που μου πρόσφερε η Γαλλία είναι ότι υπήρξα τυχερός σε επίπεδο δασκάλων. Σπούδασα δίπλα στην Yvonne Lefébure, μια θρυλική μουσικό: όταν πήγα στο Παρίσι ήταν ήδη 92 ετών, μα μόλις καθόταν στο πιάνο σε έκανε να χάνεσαι. Έπειτα, έκανα διεύθυνση ορχήστρας με τον τεράστιο Pierre Bulez, ενώ σε κάποια σεμινάρια για ενορχήστρωση τάνγκο καθηγητής ήταν ο Astor Piazzolla. Γνώρισα, επίσης, τη Martha Argerich, η οποία με σύστησε και στον Vladimir Horowitz. Τα κουβαλάω και τα αναπολώ όλα αυτά. Αν γύρναγε ο χρόνος πίσω, ίσως εκεί να ήθελα να ξαναβρεθώ –φυσικά με τους ίδιους ανθρώπους.
Γ.Χ.: Πήγα στο Παρίσι με δικά μου χρήματα, μετά από μουσικές σπουδές στη Θεσσαλονίκη, στο Ωδείο Αθηνών και στο Εθνικό Ωδείο. Και ήταν ένα πολύ καλό βήμα, γιατί σου δινόταν η αίσθηση ενός ξεκινήματος. Ένιωθες δηλαδή να στέκεσαι στα πόδια σου, αλλά και να σου ανοίγονται προοπτικές, ώστε να εγκατασταθείς εκεί και να σταδιοδρομήσεις. Μου έγιναν καλές προτάσεις όσο βρισκόμουν στη Γαλλία, αλλά ούτε μπορούσα, ούτε και ήθελα να τις δεχτώ. Είχα ήδη οικογένεια, οπότε έπρεπε να επιστρέψω. Επίσης, δεν θα άλλαζα με τίποτα το φως του ήλιου ή αυτό το χρώμα που έχει ο ελληνικός ουρανός. Δεν πειράζει, λοιπόν. Ίσως, όσοι επιστρέψαμε, να φέραμε τελικά λίγη Ευρώπη εδώ! (γέλια)
Κύριε Χατζηνάσιο, πώς ξεκίνησε η ιδέα με τα δύο πιάνα; Βασίστηκε σε όσα κάνατε με τον Γιάννη Σπανό στο "Michel", τη σεζόν 1984-1985; Ήταν ρίσκο να συνεργαστείτε με τον Στέφανο Κορκολή στο "Taboo", από την άποψη ότι βρισκόταν τότε στα πρώτα του βήματα;
Κάπως από σύμπτωση προέκυψε ο συνδυασμός με τα δύο πιάνα, δεν υπήρχε δηλαδή κάποια πρόθεση. Αλλά να που κοντεύουν πια 40 χρόνια κι ακόμα συνεχίζει αυτή η ιδέα. Είχα δεχτεί πρόταση να κάνω εμφανίσεις στο "Michel" για τη σεζόν 1984/1985, όμως δίσταζα να βγω σε ένα μαγαζί και να παίξω πιάνο, παρότι μου έλεγαν ότι ο κόσμος ζητάει να με δει.
Ζήτησα λοιπόν μια εβδομάδα να το σκεφτώ και πήρα τηλέφωνο τον Γιάννη Σπανό, του λέω "Γιάννη έχω αυτή την πρόταση, θέλεις να το κάνουμε μαζί"; "Με χαρά!", μου απάντησε εκείνος. Έτσι στήσαμε την παράσταση "Μουσική Πρόκληση", βασισμένη στο σχήμα με τα δύο πιάνα. Κι από τότε ξανάγινε κι άλλες φορές. Πριν τη συνεργασία με τον Στέφανο, ας πούμε, το κάναμε και με τον Μάριο Τόκα, ενώ πρόσφατα, το 2017, το δοκίμασα και με τον Γιώργο Θεοφάνους. Έτσι, όταν γίνονταν οι συνεννοήσεις με το "Taboo", είπα ότι δεν θέλω να πάρω τραγουδιστές, αλλά έναν πιανίστα καινούριο και να παίξουμε με δύο πιάνα, κάνοντας ένα πρόγραμμα με κλασικά κομμάτια και με τραγούδια. Άλλωστε ο Στέφανος έγραφε και τραγούδια, τραγουδούσε και καλά.
Όσο για το ρίσκο, ένας συνθέτης δεν υπολογίζει στο πόσο γνωστός ή άγνωστος είναι κάποιος, μα στο χάρισμα το οποίο βλέπει να διαθέτει. Άλλωστε είναι η έκπληξη αυτή που μπορεί να δημιουργήσει επιτυχίες, διαφορετικά όλα θα ήταν πολύ αναμενόμενα. Εγώ, επίσης, αγαπώ πολύ την τζαζ μουσική. Έβλεπα λοιπόν τους Αμερικανούς, ότι δεν δίσταζαν να κάνουν συνεργασίες. Σαν τον Oscar Peterson, ας πούμε, ο οποίος έκανε τόσα υπέροχα ντουέτα με άλλους πιανίστες. Κι έλεγα, γιατί να μην είμαστε κι εδώ στην Ελλάδα ανοιχτοί σε κάτι ανάλογο;
Το τόλμημα ήταν που βάλαμε και μια μικρή συμφωνική ορχήστρα να μας συνοδεύει στο "Taboo". Από τις εμφανίσεις μας εκεί βγήκε τελικά κι ένας δίσκος το 1991, ζωντανά ηχογραφημένος –το "Γι' Αυτό Σου Λέω Πάμε". Κάτι σαν ντοκουμέντο της συνεργασίας μας με τον Στέφανο.
Εσάς, κύριε Κορκολή, σας άγχωσε η προοπτική μιας συνεργασίας με ένα όνομα "βαρύ", σαν του Γιώργου Χατζηνάσιου;
Όχι, δεν με άγχωσε, γιατί αισθανόμουν μια οικειότητα με τον Γιώργο Χατζηνάσιο –πάντα, βέβαια, με μια αίσθηση σεβασμού– καθώς τον εκτιμούσα βαθύτατα και πριν τον γνωρίσω. Το θεώρησα τεράστια τιμή που με προσκάλεσε να συνεργαστούμε στο "Taboo" και μάλιστα επί ίσοις όροις, ως Χατζηνάσιος/Κορκολής, παρότι μόλις είχε προκύψει η πρώτη μου επιτυχία, με το τραγούδι "Στους Πέντε Ανέμους": βγήκε καλοκαίρι, αν θυμάμαι καλά, Σεπτέμβριο έδωσα την πρώτη μου μεγάλη συναυλία στον Λυκαβηττό και Οκτώβριο ξεκινήσαμε στο "Taboo".
Αυτό που άγχωσε, ήταν ο χώρος. Γιατί, για πρώτη φορά, έπρεπε να βρεθώ σε ένα μαγαζί νυχτερινό, σε περιβάλλον βραδινό, κάτι που μου ήταν άγνωστο. Αλλά οι φόβοι μου διαψεύστηκαν. Το θυμάμαι σαν τώρα, μάλιστα: ξεκινούσαμε με το "Κονσέρτο της Βαρσοβίας", ένα απαιτητικό έργο του Richard Addinsell για πιάνο και ορχήστρα. Κι έπειτα περνούσαμε σε μια συρραφή θεμάτων γραμμένων για κινηματογραφικά έργα. Και ήταν σαν να βρισκόμασταν σε συναυλιακή αίθουσα: τόσο πολύ αφοσιωνόταν ο κόσμος σε μας και στη μουσική, ώστε ξεχνούσες ό,τι είχες κατά νου για τα νυχτερινά κέντρα. Ήταν απίστευτο. Πραγματικά, στις δύο σεζόν που παίξαμε στο "Taboo", δεν ένιωσα ποτέ ότι δουλεύω νύχτα. Και νιώθω ακόμα γεμάτος από τις τότε αναμνήσεις.
Ο κόσμος, αλήθεια, ήταν επιφυλακτικός που άκουγε συνθέσεις του Τσαϊκόφσκι ή του Ρίμσκι-Κόρσακοφ σε ένα μαγαζί σαν το "Taboo";
Γ.Χ.: Όχι, γιατί κι εμείς το παρουσιάζαμε ως ένα πρόγραμμα ξεχωριστό: ως κάτι διαφορετικό, που δεν θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν κάπου αλλού. Αυτό συζητήθηκε πολύ, εκείνη την εποχή. Κι εκεί βρίσκεται και η επιτυχία των δύο πιάνων, ότι δεν ήταν απλά κάτι που πήγαινες να δεις για μία φορά, αλλά ότι οδηγούσε σε ένα "μην το χάσετε", το οποίο διαδιδόταν στόμα με στόμα. Ήταν η φράση κλειδί, αυτό το "μην το χάσετε". Θυμάμαι μου τηλεφωνούσαν πολιτικοί και άνθρωποι με εξουσία και μου έλεγαν "μα να μη μπορούμε να έρθουμε να σε ακούσουμε"; Κι εγώ τους απαντούσα, "τι να κάνω, αφού δεν υπάρχουν άλλες θέσεις"! (γέλια)
Τη χαιρόμουν αυτή την επιτυχία, γιατί το "Taboo", όπως και το "Michel", δεν ήταν σαν τα μεταγενέστερα μαγαζιά, όπου μπορούσες να στέκεσαι και όρθιος, με ένα ποτό στο χέρι. Ήταν ένα παραδοσιακό οικογενειακό κέντρο της Αθήνας. Κι αυτό δημιουργούσε μια συνθήκη ποιότητας, έδινε χώρο να δοκιμαστεί και κάτι διαφορετικό. Άλλωστε ήταν και εποχή που δεν υπήρχε ακόμα το Μέγαρο Μουσικής.
Φυσικά, δεν παίζαμε Τσαϊκόφσκι πάνω στο φαγητό. Το είχαμε συμφωνήσει με τον επιχειρηματία αυτό, ότι ο κόσμος θα έτρωγε μέχρι τις 23.00-23.30 κι έπειτα θα ξεκινούσαμε εμείς να παίζουμε.
Σ.Κ.: Έτσι ακριβώς, είχαμε πει να μην υπάρχει πια ούτε ψίχουλο, όταν θα βγαίναμε! (γέλια) Καθόλου επιφυλακτικός δεν ήταν ο κόσμος, νομίζω ότι έρχονταν ακριβώς γι' αυτό που παρουσιάζαμε με τα δύο πιάνα –μόνο η συμφωνική ορχήστρα αποτελούσε έκπληξη.
Άλλωστε ο Φώτης Μπουγάς, ο ιδιοκτήτης του "Taboo" είχε συνηθίσει το κοινό σε προτάσεις διασκέδασης με την έννοια της ψυχαγωγίας, γιατί είχε την τάση να υλοποιεί ωραίες ιδέες χωρίς να σκέφτεται, κατ' αρχήν, την εμπορικότητα. Και όταν ένα εγχείρημα στηρίζεται σε έναν επιχειρηματία ο οποίος ενδιαφέρεται πρωτίστως για κάτι διαφορετικό, που να αρέσει και στον καλλιτέχνη –βοηθώντας τον να βγάλει αυτό που έχει μέσα του– νομίζω ότι πετυχαίνει πάντα. Συμβαίνει δύσκολα, μα αποτελεί "μυστικό" επιτυχίας.
Χρόνια μετά ξαναπαίξατε μαζί στο "Taboo", κατά τη σεζόν 1998/1999, σε μια διαφορετική εποχή για τη νυχτερινή διασκέδαση στην Αθήνα. Τι κλίμα επικρατούσε τότε;
Γ.Χ.: Ναι, άλλες εποχές εκείνες. Μπορούσες να παίζεις κάθε μέρα, όχι μόνο Παρασκευή και Σάββατο, όπως γίνεται τώρα. Για εμένα, ήταν η εποχή που είχα κάνει επιτυχία με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη και το τραγούδι των τίτλων για το σίριαλ "Άγγιγμα Ψυχής", ενώ κι ο Στέφανος ήταν πια πολύ πιο προχωρημένος σε σύγκριση με το πρώτο "Taboo" –είχε πίσω του μια σημαντική καριέρα. Δοκιμάσαμε επίσης να βάλουμε και επιλογές όπερας στο πρόγραμμα, συνεργαζόμενοι με τενόρους και σοπράνο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Σ.Κ.: Όλο το πρώτο μέρος του προγράμματος που κάναμε τότε στηρίχτηκε στην ιδέα αυτή του Γιώργου, με την όπερα. Ήταν κάτι ριζοσπαστικό, ίσως περισσότερο και από όσα είχαμε δοκιμάσει στο πρώτο "Taboo", γιατί όπερα σε τέτοιο μαγαζί δεν είχε ξανακουστεί στην Αθήνα. Και δεν ήταν απλά ότι το κάναμε, είχε και μεγάλη επιτυχία. Ο κόσμος γέμιζε το μαγαζί σε καθημερινή βάση κι ερχόταν συγκεκριμένα γι' αυτό. Παρακαλούσαμε τότε να κάνουμε μια μέρα ρεπό, σε αντίθεση με ό,τι επικρατεί στις τωρινές ημέρες. Ήταν μια πρόταση διαφορετική για τη νύχτα της εποχής, να μπορείς να πιεις χαλαρά το ποτό σου, ακούγοντας όπερα.
Τι ομοιότητες και τι διαφορές έχει το τότε και το τώρα, που ετοιμάζεστε να ξαναπαίξετε μαζί στο Ηρώδειο (5/9), συμπράττοντας με τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών;
Γ.Χ.: Η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών είναι μια σημαντική διαφορά. Άλλο πράγμα, αν σκεφτεί κανείς την υποτυπώδη ορχήστρα με τα έγχορδα που χρησιμοποιήσαμε στην πρώτη μας σεζόν στο "Taboo". Τώρα πάνω στη σκηνή θα βρίσκεται μια ολόκληρη συμφωνική, με 70 άτομα. Η ηχητική απόδοση, επομένως, θα είναι μεγαλειώδης.
Σ.Κ.: Όλα, τώρα, θα είναι ενορχηστρωμένα για μεγάλη ορχήστρα, δύο πιάνα και τραγουδιστές, με μαέστρο τον εξαιρετικό Αναστάσιο Συμεωνίδη, με τον οποίον συνεργάζομαι χρόνια. Το συμφωνικό του πράγματος, δηλαδή, θα καλύψει όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Μια ομοιότητα είναι ότι το πρόγραμμα, που θα έχει δύο μέρη, στηρίζεται στη φόρμα του πρώτου "Taboo".
Όπως και τότε, δηλαδή, θα ξεκινήσουμε με το "Κονσέρτο της Βαρσοβίας". Έπειτα θα παρουσιάσω κάποια ορχηστρικά μου έργα, μεταξύ τους κι ένα κονσέρτο για πιάνο, μπουζούκι και ορχήστρα, το οποίο έγραψα το 1984, μα έμεινε πολλά χρόνια στο συρτάρι, μέχρι που το πρωτοέπαιξα στις πρόσφατες εμφανίσεις μου στο Μέγαρο Μουσικής. Ο Γιώργος, πάλι, θα παίξει δύο σουίτες με θέματά του για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Κι έπειτα, στο δεύτερο μέρος της βραδιάς, θα ανταλλάξουμε τα τραγούδια μας. Το ερμηνευτικό κομμάτι θα το αναλάβουν τρεις θαυμάσιες φωνές, η Σοφία Μανουσάκη, ο Θοδωρής Βουτσικάκης και η Άντα Αθανασοπούλου.
Κύριε Κορκολή, φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από τη θριαμβευτική σας, sold out συναυλία στο Στάδιο Ειρήνης & Φιλίας (1993), όπου υπολογίζεται ότι μαζεύτηκαν γύρω στις 25.000 κόσμου. Τι "γεύση" έχουν αφήσει εκείνες οι ποπ ημέρες;
Ναι, ήταν εξωφρενικό αυτό που συνέβη. Υπάρχουν φορές, ακόμα, που πιάνω τον εαυτό μου να μην το πιστεύει. Θυμάμαι να υπάρχει κόσμος και πίσω από τη σκηνή, πράγμα αδιανόητο.
Έχει μείνει μια όμορφη αίσθηση· ούτε κάτι λιγότερο, ούτε κάτι παραπάνω. Με κούρασε σε κάποιο σημείο αυτό που έκανα τότε: ήταν έξω από μένα ότι τραγουδούσα και γινόταν τέτοιος χαλασμός, γιατί δεν ένιωσα ποτέ τραγουδιστής. Πιανίστας είμαι, συνθέτης ναι –από εκεί και πέρα έτυχε να ερμηνεύσω και κάποια τραγούδια μου. Η επιτυχία συνέβη, αλλά υπάρχει και ο παράγοντας τύχη στη μέση, οι συγκυρίες, τέτοια πράγματα. Δεν μπορώ να κάτσω να τα πολυαναλύσω. Είναι το βιβλίο της ζωής. Κάθε σελίδα έχει τη δική της αξία, κάποιες τις προσπερνάς γρήγορα, κάποιες τις διαβάζεις παραπάνω.
Άλλωστε είχα την ευκαιρία έπειτα να πάω σε πολλές χώρες του εξωτερικού, χάρη στις ορχηστρικές μου μουσικές –κυρίως με το άλμπουμ "First Touch" (1999). Κι όταν γύρισα μετά στην Ελλάδα κι άρχισα πάλι να γράφω τραγούδια, ήταν πάντα για άλλους ερμηνευτές. Σε μια συναυλία, φυσικά, δεν γίνεται να μην πω το "Σκόνη Και Θρύψαλλα" ή τα όσα έδωσα στον αείμνηστο Δημήτρη Μητροπάνο. Τα λέω, όμως, όπως ένας συνθέτης/τραγουδοποιός, με τέτοιο σκεπτικό. Γενικότερα, έχω την ανάγκη να κάνω πράγματα καινούρια και χαίρομαι που έχω τη δυνατότητα. Τώρα έρχεται το Ηρώδειο με τον Γιώργο Χατζηνάσιο, θα βρεθώ επίσης στην Επίδαυρο με τη μουσική μου για τις "Τρωάδες", δημιουργούνται και έργα για την τηλεόραση και το θέατρο. Και κάποια τραγούδια, βέβαια, μα με φειδώ. Πλέον πρέπει να μου κάνει πρώτα ο άνθρωπος και μετά η φωνή.
Στο βιβλίο της ζωής, όπως ωραία το θέσατε, υπάρχει και μια ιστορία που σας θέλει να παίζετε πιάνο για τον Μάνο Χατζιδάκι, στο σπίτι του –την έχει θίξει ο Νίκος Χατζηνικολάου σε ένα παλιότερο "Ενώπιος Ενωπίω", από το 1998. Τότε επιθυμούσατε να τη διηγηθεί, αν είναι, η Μαρία Δημητριάδη, που ήταν επίσης παρούσα. Μιας και δεν πρόλαβε να το κάνει, θα σας ενδιέφερε να μας την πείτε εσείς;
Είναι κάποια πράγματα βαθιά ριζωμένα μέσα μου, που όμως δεν μου αρέσει να τα διατυμπανίζω, γιατί νομίζω ότι είναι προτιμότερο να τα κρατάς για τον εαυτό σου. Κάτι με μεγάλη σημασία για εμένα, ας πούμε, ήταν και η γνωριμία μου με τη Φλέρυ Νταντωνάκη, τα βράδια που ερχόταν στο πατρικό μου –καθώς ήταν πολύ φίλη με τη μητέρα μου.
Στο σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι, βέβαια, με πήγε η αείμνηστη Μαρία Δημητριάδη. Είναι μια ιστορία που δεν έχω ξαναπεί. Συνέβη ένα απόγευμα, όταν ήμουν ακόμα πολύ μικρός. Έκατσα στο πιάνο κι έπαιξα στιλιστικές παραλλαγές στο "Χάρτινο Το Φεγγαράκι", δηλαδή το βασικό θέμα του τραγουδιού όπως μπορεί να το απέδιδε ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν ή όπως θα το έκανε ο Σούμαν ή ο Ραχμάνινοφ. Το είχε χαρεί πολύ ο Μάνος Χατζιδάκις. Και ήταν και για μένα μια πολύτιμη στιγμή.
Κύριε Χατζηνάσιο, κανένα άλλο κομμάτι δεν συμβολίζει για μένα το ελληνικό καλοκαίρι, από το βασικό θέμα που γράψατε για την ταινία "Αγκίστρι" (1976). Πάντα ήθελα να μάθω, λοιπόν, πώς το φτιάξατε…
Το έχω ακούσει κι από άλλους ότι εντυπωσιάζει. Έχει παντρέψει και πολύ κόσμο, μάλιστα! (γέλια) Έχω βρεθεί κι εγώ σε γάμους όπου το βάζουν και το χορεύουν. Ήταν μια εξέλιξη που δεν μπορούσα να προβλέψω, όταν το έγραφα.
Ήταν το βασικό θέμα, αλλά και τμήμα ενός ολόκληρου soundtrack για εκείνη την ταινία του Ερρίκου Ανδρέου. Θυμάμαι ότι την είχα βρει ιδιαίτερη σαν πλοκή, γιατί υπήρχαν αρκετές πτυχές –ήταν και αστυνομικό και ερωτικό και περιπέτεια. Θέλησα λοιπόν να βρω μια μελωδία που να τα εκπροσωπεί όλα αυτά και να έχει και επαναλήψεις, μα και εναλλαγές στον τόνο και στην ενορχήστρωση. Και αντί για κάποιο πνευστό όργανο, αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τη φωνή της Μαριάννας Τόλη, η οποία ήταν ψιλή και κατάλληλη για κάτι τέτοιο.
Ένα ακόμα soundtrack σας που αγαπώ πολύ είναι αυτό για το "Νοκ Άουτ" του Παύλου Τάσσιου (1986). Ποια είναι η ιστορία αυτής της δουλειάς;
Είστε πολύ ενημερωμένος, συγχαρητήρια! (γελάμε) Με τον Παύλο τον Τάσσιο ήμασταν συμμαθητές στο γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη, αν και μόνο για μία τάξη, γιατί, αν θυμάμαι καλά, ο πατέρας του ήταν μετακινούμενος επαγγελματικά. Με πήρε τηλέφωνο και μου λέει έλα να γράψουμε ροκ. "Τι δουλειά έχω με το ροκ;", του απαντώ εγώ. Γιατί, ξέρετε, εμείς που αγαπάμε την τζαζ δεν ακούμε πολύ ροκ –μας φαίνεται ότι έχει λίγα ακόρντα, ότι είναι πολύ φωνακλάδικο. Να τονίσω, βέβαια, ότι το αντίθετο δεν ισχύει: οι φίλοι του ροκ ακούνε πολύ τζαζ.
Όχι, μου λέει ο Τάσσιος, εσύ όλα μπορείς να τα κάνεις. Και με έπεισε. Άλλωστε, όταν είσαι συνθέτης που δουλεύει στον κινηματογράφο και δέχεσαι μια πρόταση, δεν την αρνείσαι. Δεν γίνεται να λες ότι δεν ξέρεις να κάνεις κάτι: ακόμα και κινέζικη μουσική να σου ζητήσει ο σκηνοθέτης, θα βρεις τρόπο να το κάνεις. Κάπως έτσι, προέκυψε μια ωραία εισαγωγή, που έδωσε μετά το "Αν Είσαι Μάγκας", το οποίο είπε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ήρθε ο Βλάσσης Μπονάτσος, αλλά και η Μαρία Αριστοπούλου, που ερμήνευσε φοβερά εκείνο το τραγούδι για τα παιδιά στην πλατεία. Και υπήρχε και το ομώνυμο "Νοκ Άουτ", ασφαλώς, το οποίο τραγούδησε ο Παύλος Σιδηρόπουλος.
Χρόνια αργότερα, όταν έψαχνα στο ίντερνετ να δω τι μπορεί να γράφει ο κόσμος γι' αυτό, έπεσα πάνω σε κάποιον που σχολίαζε ότι, αν είσαι μουσικός κι ακούσεις την ενορχήστρωση που έκανε ο Χατζηνάσιος για τον Σιδηρόπουλο, τα παρατάς κι ανοίγεις περίπτερο! (γελάμε ασταμάτητα)