
"Αθήνα, τι όμορφη νύχτα!", αναφώνησε προς το τέλος της βραδιάς ο Neil Tennant, συνοψίζοντας –με την πάντα υπέροχη εκφορά του στα αγγλικά– μια εκπληκτική εμπειρία στην πλημμυρισμένη από ενθουσιασμένο κόσμο Πλατεία Νερού. Όπου, στα πλαίσια του φετινού Release Athens Festival, οι Pet Shop Boys έδωσαν μία από τις καλύτερες συναυλίες τους στην Ελλάδα. Αν όχι την καλύτερη.
Bobya Cottisha
Φυσικά, όπως και σε κάθε άλλη φεστιβαλική ημέρα, τα πράγματα ξεκίνησαν αρκετές ώρες πιο πριν. Παρά το αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα ο καλοκαιρινός ήλιος ήταν ακόμα ψηλά κι έκαιγε αρκετά στις 17.30, όταν βγήκαν οι Bobya Cottisha μπροστά στα περίπου 50 άτομα που βρίσκονταν συγκεντρωμένα ενώπιον της σκηνής. Δεν φάνηκαν να έχουν έρθει γι' αυτούς, ωστόσο άκουσαν με ενδιαφέρον. Κι εκείνοι, έχοντας σε πρωταγωνιστικό ρόλο τα φωνητικά της Έλενας Τσιγάρα, παρουσίασαν ένα σύντομο set στηριγμένο σε υλικό από τις δύο μέχρι στιγμής κυκλοφορίες τους.

Οι Θεσσαλονικείς ανακατεύουν την indie pop με τα κελεύσματα της neo-soul, στοχεύοντας σε έναν συνδυασμό επίκαιρο σε άλλα μέρη του κόσμου, που πριμοδοτείται κι αρκετά στον εναλλακτικό Τύπο. Το ρεπερτόριο δεν ήταν σπουδαίο και εκ φύσεως νομίζω διακρίνεται και από μια τυποποίηση στους ερμηνευτικούς τρόπους, η οποία με έκανε λ.χ. να αναρωτηθώ σε σημεία εάν άκουγα τη Δάφνη Λάζου των Daphne And The Fuzz, αντί για την Έλενα Τσιγάρα. Παρά ταύτα οι Bobya Cottisha υπερασπίστηκαν ωραία τη δουλειά τους σε αυτή τη ζωντανή της εκδοχή, παρέχοντας μια αίσθηση θαλπωρής και μια ηχητική γοητεία που παραδόξως έδεσε με το ντάλα μεσημέρι.

MAZOHA
Το ζήτημα της μεσημεριανής ζέστης ταλάνισε και τον Τζίμη Πολιούδη, που έκανε μια μοναχική εμφάνιση με τη MAZOHA περσόνα του και την κιθάρα του. Κατά τη διάρκεια της οποίας αναγκάστηκε να ρίξει μια μπλούζα πάνω στο κεφάλι του, αν και δεν έχασε στιγμή το "μαύρο" χιούμορ του –πότε ζητώντας μας να προσέχουμε τους σκύλους και τον γάτο του αν του συμβεί κάτι, πότε αστειευόμενος για το νούμερο των θεατών που είχε μπροστά του.
Ο Πολιούδης βγήκε με γυαλιά ηλίου και αμάνικη φανέλα Γιουγκοπλάστικα που έφερε το νούμερο του θρυλικού Τόνι Κούκοτς, ξεκινώντας δυναμικά το σύντομο set του με το "Ποπ 81". Παρά τις αντίξοες συνθήκες στάθηκε εξαιρετικά στην Πλατεία Νερού, παίζοντας ανεπιτήδευτα μα ουσιαστικά, με ξεχωριστή αμεσότητα και ορμή. Και κάποιοι τουλάχιστον ανάμεσα στον λίγο κόσμο που βρισκόταν εκεί προσπάθησαν να ανταποκριθούν, φανερώνοντας τον ενθουσιασμό τους για τραγούδια σαν π.χ. το "Ρημάζω", τις "Φρίκες" και ειδικά το "Πρωταθλητής", με το οποίο και μας αποχαιρέτησε.

Κ.ΒΗΤΑ
Η σκυτάλη δεν άργησε να περάσει στον Κ.ΒΗΤΑ, ο οποίος παρατάχθηκε με τρεις ακόμα μουσικούς, για ένα ωριαίο set που συνέπεσε με το πρώτο έντονο κύμα προσέλευσης στην Πλατεία Νερού. Κι ενώ είχαμε βουλιάξει αρκετά αναπαυτικά σε οργανικές, νωχελικές συνθέσεις και ηλεκτρονικά, μας αιφνιδίασε παίρνοντας το μικρόφωνο και λέγοντας "Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο και θα 'ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο" –ξεκινώντας το "Ένα Κλεμμένο Ποδήλατο" των Στέρεο Νόβα.
Στάθηκε μια αθόρυβη, εντούτοις εκρηκτική χειρονομία, με την οποία μας θύμισε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ποιον είχαμε μπροστά μας: ποιος υπήρξε για τις μνήμες μας και για μερικά από τα πιο στέρεα βιώματά μας από τη διαδρομή στον κόσμο της μουσικής και ποιος είναι σήμερα, μέσα στα χρόνια που αναπόφευκτα κύλησαν –και για εκείνον, αλλά και για μας. Ήταν μια έντονη στιγμή της 7ης μέρας του φετινού Release Athens, με την οποία ο Κ.ΒΗΤΑ κέρδισε τα πάντα.

Από εκεί και πέρα, δηλαδή, θα αρκούσε κι αν διάβαζε απλά τον τηλεφωνικό κατάλογο, όπως λέει το γνωστό μουσικοκριτικό κλισέ. Οπότε το γεγονός ότι φρόντισε να παίξει και το "Κύμα", καθώς και τα "Τζιτζίκι" και "Όλα Πριν Γίνουν" σε υπέροχες εκτελέσεις, συνηγόρησαν στην ποιότητα της συναυλίας που έδωσε. Το δε "Πάρτυ" του υπήρξε το καλύτερο προοίμιο για τους Pet Shop Boys για όσους είχαν ήδη αποφασίσει ότι απλά θα ανέχονταν τους Thievery Corporation, οι οποίοι ακολουθούσαν.
Thievery Corporation
Πάντως, όσοι διόλου δεν αδημονούσαν για την εμφάνιση των Thievery Corporation, αποδείχθηκε στην πράξη ότι ήταν πολύ λίγοι. Γιατί το πλήθος που πλέον γέμιζε την Πλατεία Νερού καταχάρηκε αυτόν τον νέο ερχομό του Rob Garza, του Eric Hilton και των συνοδοιπόρων τους, με το αμερικάνικο δίδυμο να σφραγίζει ξανά τη δυνατή του σχέση με το ελληνικό κοινό: όπως μας θύμισαν, άλλωστε, η χώρα μας ήταν η πρώτη που τους καλοδέχτηκε όταν δοκίμασαν την τύχη του ανακατεμένου τους ήχου έξω από τις Η.Π.Α.

Αυτό το ανακάτεμα, βέβαια, που πάει από τα ινδικά σιτάρ στη reggae, στο dub, στη bossa nova και στο χιπ χοπ των Black Eyed Peas κρατώντας έναν ηλεκτρονικό καμβά ενδυναμωμένο με φυσικά όργανα, είναι μια πολύ '00s κατάσταση –λίγο ξεχασμένη σε μια εποχή που πίστευε ότι το καινούριο θα βρεθεί στα ηχητικά αμαλγάματα. Και παραμένει κάτι ιδιαιτέρως συζητήσιμο, γιατί, εκτός από το αβίαστο λίκνισμα των γοφών που προκαλεί σε μια χώρα η οποία συσχέτισε την τζαμαϊκανή μουσική με μια λαϊκή αντίληψη για το τι εστί καλοκαίρι, είναι εξίσου ικανό και να εκνευρίσει, λόγω μιας διαρκούς επιδερμικότητας.

Για να πούμε όμως την πάσα αλήθεια, χάρη στον έξοχο ράπερ Mr. Lif, στην εντυπωσιακή παρουσία της Racquel Jones –η οποία έφερε "αέρα" Grace Jones στην Πλατεία Νερού– και στα γνήσια τζαμαϊκανά χρώματα του Notch, οι Thievery Corporation πέτυχαν να επιβάλλουν τον ρυθμό τους και να ανάψουν το κέφι, με τα πιο γνωστά ραδιοφωνικά hits ("The Richest Man In Babylon", "Voyage Libre", "Warning Shots", "San San Rock") να ξεσηκώνουν χορούς και χέρια ψηλά. Στο δε "The Heart's A Lonely Hunter" ο πολυοργανίστας Frank Orrall μεταμορφώθηκε για λίγο σε David Byrne, αναλαμβάνοντας τα φωνητικά και περιστρέφοντας εντυπωσιακά μια φωτεινή σφαίρα πάνω από τις μπροστινές σειρές των θεατών. Να σημειωθεί, μάλιστα, ότι το γκρουπ έπαιξε όσο ακριβώς και οι Pet Shop Boys.

Pet Shop Boys
Η συναυλία των Pet Shop Boys ξεκίνησε λίγο πριν βγουν, με ένα βουβό μα ηχηρό μήνυμα, αφού στη σκηνή σχηματίστηκαν τρεις ευμεγέθεις σημαίες της Ουκρανίας. Και ο νοών νοείτω, εκ μέρους ενός διδύμου που ποτέ δεν αντιμετώπισε την ποπ μουσική ως κάτι το επιφανειακό, προοριζόμενο μόνο για διασκέδαση.
Κατόπιν, όταν τα φώτα χαμήλωσαν για να αποκαλύψουν τις φιγούρες των Neil Tennant & Chris Lowe, έγινε έκρηξη από άκρη σε άκρη ανάμεσα στο τεράστιο πλήθος, αφού όλοι συντονίστηκαν στους ρυθμούς του εναρκτήριου "Suburbia", αρχίζοντας τον χορό. Για πολλούς, μάλιστα, θα συνέχιζε σχεδόν χωρίς διακοπή ως το τέλος του encore, μιάμιση ώρα αργότερα, όταν το βρετανικό δίδυμο μας αποχαιρέτησε οριστικά με το "Being Boring".

Η πλούσια, λαμπερή εκτέλεση του "Suburbia" έδωσε μια πρώτη γεύση του τι μας περίμενε, επιβεβαιώνοντας όσα γράφονται διεθνώς για την απαράμιλλη φόρμα στην οποία βρίσκονται οι Tennant & Lowe στη νυν περιοδεία. Αλλά τα περισσότερα για το τι είδαμε μάλλον τα φανερώνει το γεγονός ότι το "Being Boring" δεν μετριέται τελικά στις μεγάλες στιγμές της βραδιάς, παρά την αλάνθαστη και διαχρονική του σαγήνη. Εδώ που τα λέμε, μάλιστα, ούτε το "Domino Dancing" συγκαταλέγεται στις κορυφές του σόου –κι ας προξένησε νέο κύμα χορών, με σύσσωμους τους παρευρισκόμενους στην Πλατεία Νερού να τραγουδούν το ρεφρέν.
Αντιθέτως οι Pet Shop Boys άγγιξαν το ζενίθ σε πιο ανύποπτες στιγμές, όπως λ.χ. στο "Left To My Own Devices", το οποίο τραγουδήθηκε εκπληκτικά από τον Tennant, στο καινούριο "Dreamland", που στάθηκε ιδιαίτερα φωτεινό εν μέσω μιας οπτικοακουστικής πανδαισίας, στην ονειρεμένη διασκευή τους στο "You Were Always On My Mind" –όπου η Πλατεία Νερού συμμετείχε εντυπωσιακά, ως μαζική χορωδία– και σε μια απίστευτη, αναπάντεχη εκτέλεση του "Heart", που μετατράπηκε σε ύμνο της ηλεκτρονικής ποπ, ξεσηκώνοντας τους πάντες.

Ασφαλώς, υπήρξε και το "It's A Sin". Όπου ναι μεν ήμασταν όλοι προϊδεασμένοι για χαμό, μα τίποτα δεν μας είχε προετοιμάσει για μια τόσο στιβαρή, τόσο ισχυρή, τόσο απόλυτη εκτέλεση. Μαζί με το "Heart" ήταν νομίζω τα δύο στιγμιότυπα της συναυλίας όπου οι Tennant & Lowe έδειξαν ότι ποτέ δεν έπαψαν να στοχάζονται πάνω στα δεδομένα τους και στο πώς αυτά μπορούν να κοινωνούνται στους φίλους τους, καθώς τα χρόνια κυλούν. Κερασάκι δε στην όλη τούρτα στάθηκαν οι σύντομοι στίχοι από το "Paninaro" που ακούστηκαν στο φινάλε του "Love Comes Quickly". Ίσως ως ένα νεύμα σε ένα πάγιο αίτημα των fans, το οποίο παραμένει ανικανοποίητο;
Φυσικά η συναυλία, όπως και κάθε συναυλία των Pet Shop Boys, διέθετε και μια πολύ ισχυρή εικόνα δίπλα στα τραγούδια και στις επί σκηνής κινήσεις των Tennant & Lowe, στην οποία μετείχαν και οι δύο μουσικοί που τους συνόδευσαν στην Αθήνα, η Clare Uchima και ο Simon Tellier. Τα visuals αυτά ήταν γεμάτα φώτα, τεχνολογία και μια κατά τόπους διαστημική αισθητική, που έδεσε ωραία με τη λευκή και αργότερα τη γκρι καμπαρτίνα του Neil Tennant, όπως και με τη μάσκα με την οποία εμφανίστηκε ο Chris Lowe, που τον έκανε να μοιάζει σαν φιγούρα επιστημονικής φαντασίας –κάτι μεταξύ Stormtrooper του Πολέμου των Άστρων και Κύλωνα από το Γκαλάκτικα. Παρά την αξία και την αισθητική του οπτικού μέρους, πάντως, ήταν μάλλον η πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια που το κέντρο βάρους της εμφάνισης του βρετανικού διδύμου δεν εξαρτιόταν από εκείνο, αλλά από την απόδοσή τους και από τον τρόπο που διάλεξαν να παρουσιάσουν το υλικό τους.

Είδαμε λοιπόν την καλύτερη συναυλία των Pet Shop Boys στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του φετινού Release Athens; Η σύγκριση ενδέχεται να είναι άδικη για το διήμερο του Ιουνίου 2000 στον Λυκαβηττό, για το οποίο ας μην ξεχνάμε ότι η προ-ιντερνετική Αθήνα έδειξε εξίσου τρελό ενθουσιασμό· ήταν και η πρώτη τους φορά στα μέρη μας, άλλωστε. Σίγουρα, πάντως, αποτυπώθηκε ως η καλύτερη των ετών του διαδικτυακού βομβαρδισμού και των social media, που μεταξύ άλλων έχουν μεταμορφώσει και τις απαιτήσεις μας από τα μεγάλα μουσικά φεστιβάλ –ακόμα και το πώς διασκεδάζουμε τελικά σε αυτά.
Εν μέρει, βέβαια, αυτό έχει να κάνει και με το ότι παρακολουθήσαμε τους Pet Shop Boys σε Greatest Hits περιοδεία: η στιγμή που είπαν το "I Don't Know What You Want But I Can't Give It Any More", για παράδειγμα, μπορεί να λειτουργήσει ως δείκτης του πού ίσως κινούταν η εμφάνιση, εάν εστίαζαν στη συμπαθή μα όχι σπουδαία παραγωγή των ύστερων ετών. Αλλά περισσότερη σημασία έχει ότι είδαμε μια συναυλία που θα μας μείνει αξέχαστη. Του είδους που κανένας σύγχρονος ποπ καλλιτέχνης δεν θα μπορούσε να δώσει. Εδώ, όμως, ξεκινά μια διαφορετική συζήτηση.