Ένα από τα πιο εντυπωσιακά σημεία της ταινίας του John Milius "Conan the Barbarian" (1982), είναι το άνοιγμά της. Ο τρόπος δηλαδή με τον οποίον τα πλάνα ενώνονται με τη μουσική, απεικονίζοντας τη σφυρηλάτηση του σπαθιού, τα πρόσωπα στο θάμπωμα της φωτιάς και το σκάλισμα της λαβής. Είναι ένα μουσικοκινηματογραφικό ξόρκι που σαγηνεύει πριν καν ακουστούν τα πρώτα λόγια –για τον Κρομ, για τους Γίγαντες που έκλεψαν το Μυστικό του Ατσαλιού, για το πώς το έχασαν οι θεοί και το βρήκαν οι θνητοί.
Τα 40 χρόνια από την πρεμιέρα του "Conan the Barbarian" είναι λοιπόν μια αφορμή για να μνημονεύσουμε ξανά όχι μόνο την ταινία, αλλά και το καταπληκτικό soundtrack του Basil Poledouris. Άλλωστε έχει ειπωθεί (και ως έναν βαθμό αληθεύει) ότι το φιλμ του Milius βρίσκεται στα πιο κομψά του όταν δεν μιλάει κανείς από τους βασικούς ηθοποιούς. Παρατήρηση που δεν ισχύει λ.χ. για τις σκηνές με τον Thulsa Doom και τον βασιλιά Osric, τους οποίους αποδίδουν (αντίστοιχα) ο James Earl Jones και ο Max von Sydow.
Σε αυτές λοιπόν τις σιωπηλές σκηνές η μουσική του Poledouris διαδραματίζει καίριο ρόλο, πρεσβεύοντας όλη τη συναισθηματική παλέτα που σε άλλη περίπτωση θα απέδιδαν διάλογοι. Πέρα π.χ. από τα βαγκνερικών καταβολών leitmotifs που συνοδεύουν τους κεντρικούς χαρακτήρες, θαυμάζεις τον δραματικό ηρωισμό στα πλάνα όπου ο Κόναν κατευθύνεται μονάχος προς τη Φιδοπολιτεία, αλλά και τον επικής πνοής καλπασμό της ορχήστρας στη μεγάλη μάχη με τον Rexor (Ben Davidson) και τον Thorgrim (Sven-Ole Thorsen), υπό τη σκιά ερειπωμένων μεγαλείων ενός μακρινού παρελθόντος.
Στις μέρες μας η αίγλη της μουσικής αυτής ίσως έχει υποχωρήσει, παραμένοντας οικεία μόνο σε όσους άγγιξε η ταινία ή σε έναν μικρόκοσμο που ακολουθεί το epic metal, τα soundtracks και τις sword & sorcery ιστορίες. Αξίζει λοιπόν να θυμίσουμε ότι, πίσω στο 1982, κανείς δεν ωφελήθηκε περισσότερο από την επιτυχία του Κόναν από τον Arnold Schwarzenegger και τον Basil Poledouris: ο Αυστριακός μποντιμπιλντεράς αναγορεύτηκε σε διεθνή κινηματογραφικό αστέρα και ο ελληνικής καταγωγής Αμερικανός συνθέτης έγινε όνομα, υπογράφοντας scores για κάμποσα γνωστά φιλμ (π.χ. "RoboCop", "The Hunt For Red October", "Starship Troopers" κ.ά.).
Εν μέρει, βέβαια, το θάμπωμα έχει να κάνει και με τον πρόωρο θάνατο του Poledouris (2006). Ίσως όμως να σχετίζεται και με το ότι η επέτειος του Κόναν αναμένεται να κυλήσει σιωπηρά, δίχως τυμπανοκρουσίες στον Τύπο, ειδικές επαναπροβολές ή φρεσκαρισμένες εκδόσεις. Κάτι που δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι σε αυτά τα 40 χρόνια δεν μάθαμε ποτέ την ιστορία του γενειοφόρου πολέμαρχου με τα μακριά και κάπως γκριζαρισμένα μαλλιά που μας κοίταζε αγέρωχα στο φινάλε της ταινίας του Milius. Παρά το κάτω του μετρίου remake του 2011 με τον Jason Momoa, παρά τα διαπιστωμένα σχέδια της Universal για μια καινούρια παραγωγή με τον Schwarzenegger η οποία θα ξετύλιγε πώς ο νεαρός βάρβαρος έγινε ο ώριμος κάτοχος του στέμματος της Ακιλόνια, τελικά δεν συνέβη τίποτα.
Από την άλλη, ο πολύ πρόσφατος ντόρος γύρω από το "Northman" και οι συζητήσεις που έχει ήδη πυροδοτήσει (και εδώ στην Ελλάδα), δείχνουν ότι, μετά 40 έτη, ο κόσμος του Κόναν συνεχίζει και να απασχολεί και να αρέσει –ο κινηματογραφικός κόσμος, τουλάχιστον, γιατί το βιβλίο του Robert E. Howard στο οποίο βασίστηκε η ταινία είναι μια διαφορετική υπόθεση. Άλλωστε όσοι είδαν το "Northman", άσχετα με το αν τους άρεσε ή όχι, δεν έχασαν τις αναφορές του Robert Eggers στον Milius. Κι εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε την ορθή επισήμανση του Paul Summon ότι το "Conan the Barbarian" έθεσε τα μέτρα και τα σταθμά με τα οποία κρίνονταν όλες οι sword & sorcery περιπέτειες μέχρι το "The Fellowship of the Ring" του Peter Jackson (2001).
Ασφαλώς, η συζήτηση έχει και πολιτικές προεκτάσεις, μιας και ο Κόναν μετατράπηκε κάποτε σε Conan the Republican, προκειμένου να στηρίξει την καριέρα του Schwarzenegger στα αμερικάνικα κοινά. Ωστόσο το κλίμα αυτό αντιστράφηκε τα τελευταία χρόνια, καθώς είδαμε τον "Conan" να τραβάει το ατλάντειο ξίφος του ενάντια στον Donald Trump και στα όσα ήρθε με φόρα να εκπροσωπήσει. Αντίστοιχα έχει κερδίσει έδαφος και μια πιο πολύπλευρη θέαση της ταινίας, ριζωμένη σε κριτικές του 1982 σαν εκείνη του Roger Ebert. Κανείς φυσικά δεν ισχυρίζεται ότι έχουμε κάποιο υποτιμημένο αριστούργημα της 7ης Τέχνης –οι αδυναμίες και οι αφέλειες είναι υπέρ το δέον χτυπητές. Όμως το φιλμ δεν περιορίστηκε σε μια απλοϊκή γιορτή της ανδρικής σωματικής ρώμης, όπως βιάστηκαν να συμπεράνουν ορισμένοι επικριτές.
Περισσότερο, δηλαδή, ήταν μια αγορίστικη περιπέτεια γύρω από την εκδίκηση, τη φιλία, εν μέρει και τη μεταμορφωτική δύναμη του έρωτα, που στην πορεία άλλαξε τόσο τον Κόναν, όσο και τη Βαλέρια (η Sandahl Bergman στην καλύτερη στιγμή της καριέρας της): η σκηνή με το φιδοπέτραδο, λ.χ., υπερβαίνει σιωπηλά τη συντροφικότητα, οδεύοντας προς την τρυφερότητα. Ο δε Schwarzenegger βρήκε έναν τρόπο να δώσει νιτσεϊκή σάρκα και οστά στον χάρτινο ήρωα του Howard, ο οποίος, μέσω της φιλίας με τον Subotai (Gerry Lopez) και τη σχέση με τη Βαλέρια παρέκλινε αποφασιστικά από την αποκτήνωση που έδειχνε να τον περιμένει στα χρόνια που ζούσε ως μονομάχος. Παράμετροι που διέφυγαν από τον Jason Momoa στο κάτω του μετρίου remake του 2011 και ούτε καν θίχτηκαν στον γελοίο τηλεοπτικό Κόναν του Ralf Möller.
Οι ποιότητες αυτές αντανακλώνται εντωμεταξύ και στο soundtrack του Poledouris κι εδώ φαίνεται να έπαιξε ιδιαίτερη σημασία η δική του φιλία με τον Milius. Οι δυο τους συζήτησαν εκτενώς για τον συναισθηματικό τόνο των σκηνών, με τον Poledouris να αποκαλύπτει ότι ο Αμερικανός σκηνοθέτης οραματίστηκε εξαρχής τον Κόναν ως μια όπερα που θα εμπεριείχε πολύ λίγους διαλόγους. Ο συνθέτης μπήκε μάλιστα και ο ίδιος σε διαδικασίες ρόλων, σκεπτόμενος λ.χ. ότι ήταν ένας βάρδος που συνόδευε τον βάρβαρο ήρωα στις περιπέτειές του, εμπνεόμενος τα "τραγούδια" του από εκείνες. Διεύθυνε επίσης προσωπικά την 24μελή χορωδία και την ορχήστρα 90 οργάνων που προέκυψε από μέλη της Accademia Nazionale di Santa Cecilia και της RAI National Symphony Orchestra, αφήνοντας τις ενορχηστρώσεις στον σταθερό του συνεργάτη Greig McRitchie. Κι αν σκεφτείτε "μα τι μπορεί να ήθελε 90 όργανα;", αναλογιστείτε ότι ένα κομμάτι σαν το εντυπωσιακό "Anvil Of Crom" της έναρξης δεν γινόταν να πραγματωθεί δίχως 24 (ναι, 24) γαλλικά κόρνα.
Φυσικά, δεν θα συζητούσαμε τέτοια διαδικαστικά αν δεν υπήρχε ένα ποιοτικό αποτέλεσμα, το οποίο λειτούργησε άψογα τόσο ως score, όσο και ως μουσική με αυτόνομη αισθητική αξία. Ενταγμένο σε μια OST παράδοση που κρατά από τον Miklos Rozsa, το άλμπουμ εκπέμπει κάτι το αληθώς επικό, πετυχαίνοντας ένα ζηλευτό μείγμα ωμότητας, ηρωισμού και δαφνοστεφανωμένης δόξας (ειδικά στα "Riders Of Doom" και "Atlantean Sword"), το οποίο αλλάζει πρόσωπο μόνο όταν υπεισέρχεται στην πλοκή η Βαλέρια. Εδώ ίσως σκεφτεί κανείς ότι ο Poledouris πήγε για την εύκολη λύση, επιλέγοντας μοτίβα που αντανακλούν τη ρομαντική κληρονομιά της Ευρώπης. Όμως η μελαγχολία τους δεν είναι φορμαλιστική: διαθέτει ένα εγγενές τραγικό στοιχείο, το οποίο ουσιαστικά προοικονομεί τον χαμό της Βαλέρια και το πένθος του Κόναν.
Κλείνοντας θα πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι ο Poledouris έφτιαξε ένα ακόμα ωραίο soundtrack για το sequel "Conan The Destroyer" (1984), όπου ο "Άρνι" επέστρεψε στον πρωταγωνιστικό ρόλο υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Richard Fleischer. Το αποτέλεσμα δεν αποτιμήθηκε ως αναλόγως θρυλικό –μια γενικώς ορθή επισήμανση, παρότι πιστεύω ότι πρόκειται για υποτιμημένο φιλμ– ωστόσο ο Poledouris έκανε και πάλι το θαύμα του, αφήνοντάς μας λ.χ. το εκπληκτικό θέμα "Riders Of Taramis". Η δόξα του οποίου έφτασε μέχρι το ελληνικό χιπ χοπ των '00s, όταν το σάμπλαρε το συγκρότημα Φιλική Εταιρεία στον απίθανο "Όρκο Τιμής" (2007).