Παρά τη σωματική καταπόνηση των τελευταίων ετών, ο Μίκης Θεοδωράκης θέλησε τον Ιούνιο του 2017 να διευθύνει προσωπικά την εκτέλεση του "Βρέχει στη φτωχογειτονιά" στο Καλλιμάρμαρο, στο αφιέρωμα "Όλη η Ελλάδα για τον Μίκη". Και δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το τραγούδι διάλεξαν και πολλοί για να τον αποχαιρετήσουν, μόλις έγιναν γνωστά τα νέα για το θάνατό του. Λάμπει άλλωστε ανάμεσα στα πάμπολλα αριστουργήματά του, ως δημιουργία που αποκρυσταλλώνει τόσο τον ίδιο ως λαϊκό συνθέτη όσο και μια ολόκληρη νεοελληνική εποχή.
Φέτος συμπληρώνονται 60 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του "Βρέχει στη φτωχογειτονιά". Η ετικέτα 45 στροφών της His Master's Voice προϊδέαζε ωστόσο ότι φυσικός του χώρος ήταν η "Συνοικία το Όνειρο". άλλωστε, στιχουργός ήταν ο διακεκριμένος ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, ο οποίος συνυπέγραφε το σενάριο της ταινίας, μαζί με τον Κώστα Κοτζιά. Το φιλμ θα έβγαινε στους κινηματογράφους το καλοκαίρι του 1961, μα κατέληξε να κάνει περιορισμένη πρεμιέρα στις 16 Οκτωβρίου, έχοντας στο μεταξύ υποστεί έναν μεγάλο και άδικο διωγμό, ο οποίος κατέστρεψε οικονομικά τον δημοφιλή ηθοποιό Αλέκο Αλεξανδράκη, που είχε επωμιστεί τόσο τη σκηνοθεσία και τα έξοδα της παραγωγής όσο και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ρίκου.
Το "Βρέχει στη φτωχογειτονιά" διατρέχει ολόκληρη την ταινία, υπογραμμίζοντας διαρκώς την άβολη πραγματικότητα που αυτή καταγράφει. Δεν είναι δηλαδή μόνο η σκηνή με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να το τραγουδά καθισμένος στο πάλκο της ταβέρνας "Βασίλης". Δοσμένη με διαφορετικούς τόνους, η πενιά της σύνθεσης λειτουργεί και ως οργανικό κομμάτι, σχολιάζοντας στρατηγικά διάφορα στιγμιότυπα: τη συναντούμε λ.χ. στην πρώτη γνωριμία με την ανήλιαγη οικία του Ασημάκη (Αλέκος Πέτσος) και της Ελένης (Αλέκα Παΐζη), την ακούμε και πάλι όταν εκείνος σουφρώνει το κειμήλιο στο οποίο στηρίζονταν όλες τους οι ελπίδες για κάτι καλύτερο, ενώ ξαναπαίζει σαν άτυπο ρέκβιεμ σε ένα αριστοτεχνικό πλάνο, πλασμένο μόνο με μουσική και με το απελπισμένο βλέμμα του Πέτσου.
Γενικά, η μουσική κατέχει κεντρικό ρόλο στη "Συνοικία το Όνειρο", χρωματίζοντας αποφασιστικά τη διάθεση των ηρώων. Η Στεφανία (Αλίκη Γεωργούλη), για παράδειγμα, τραγουδάει το "Γκρίζο Γατί" του Μάνου Χατζιδάκι (1959) καθώς ετοιμάζεται να συναντηθεί με τον Λάκη (Θανάσης Μυλωνάς), τον οποίο βλέπει ως διαβατήριο για μια ανέμελη ζωή. αργότερα, πάλι, καθώς ονειρεύεται ένα ταξίδι στη Ρώμη, μουρμουράει το "Arrivederci Roma" του Renato Rascel (1954). Στα δε πλάνα με τον Λάκη και την παρέα του, δεσπόζουν μελωδίες σε ύφος cha-cha-cha, οι οποίες υπογραμμίζουν τη διεθνή πέραση που είχαν τότε οι λάτιν προέλευσης ήχοι. Αλλά ορχηστρικές εκδοχές ήδη γνωστών του τραγουδιών χρησιμοποιεί και ο ίδιος ο Θεοδωράκης: η "Μαργαρίτα Μαργαρώ" συνοδεύει ως "Περίπατος" το πανοραμικό πλάνο του Ασύρματου (σημερινά Πετράλωνα), καθώς τον διασχίζει η Γεωργούλη, ενώ ο "Καημός" γίνεται "Νυχτερινό", παρέχοντας υπόκρουση σε μια ωραία σκηνή του Ρίκου και της Στεφανίας.
Πλέον έχουν γραφτεί πολλά για την οδύσσεια που πέρασε η "Συνοικία το Όνειρο". Παρά τις καλές κριτικές, τα εμφανή δάνεια από τον ιταλικό νεορεαλισμό, την προσωπική παρέμβαση της εκδότριας της "Καθημερινής" Ελένης Βλάχου και την ανθρωπιά με την οποία απεικόνισε μια αληθινή αθηναϊκή γειτονιά που είχε ήδη καταγραφεί ως κόλαση φτώχειας από τον Κώστα Νίτσο στην εφημερίδα "Τα Νέα" (1951), η ταινία λογοκρίθηκε και εντέλει κυνηγήθηκε ως κομμουνιστική προπαγάνδα από μια μετεμφυλιακή εξουσία σε προεκλογικό παροξυσμό, εμφανώς πανικόβλητη από την ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση (1958).
Θύμα της όλης κατάστασης υπήρξε έμμεσα και το σάουντρακ, το οποίο έμελλε να μείνει ακυκλοφόρητο ως το 2006. Ορισμένα κομμάτια του, ωστόσο, μπόρεσαν κι έζησαν τη ζωή που τους άξιζε: το "Βρέχει στη φτωχογειτονιά" ακολούθησε την αυτόνομη πορεία που ξέρουμε, ενώ ο ζωηρός κρητικός ρυθμός των τίτλων έναρξης (με τον οποίον ξεδίνει και ο Ρίκος σε μια χαρακτηριστική σκηνή) επαναχρησιμοποιήθηκε στον θρυλικό χορό του Ζορμπά (1964). Ο οποίος, ως γνωστόν, χάρισε στον Μίκη Θεοδωράκη μια πολύ αναγνωρίσιμη παγκόσμια επιτυχία.