Αργά ή γρήγορα όποιος συναναστρέφεται την ιρλανδική μουσική παράδοση θα "πέσει" πάνω στο όνομα της θρυλικής Margaret Barry. Μια γνήσια larger than life προσωπικότητα, η οποία με μοναδικά μέσα την επιβλητική φωνή της, ένα μπάντζο και τη σιδερένια μνήμη της, κράτησε ζωντανές τις αιωνόβιες folk μπαλάντες της Ιρλανδίας.
Η Barry γεννήθηκε το 1917 στο Κορκ σε μια μουσική οικογένεια. Φημολογείται πως η καταγωγή της κρατά από τους Ταξιδιώτες, όπως ονομάζεται η ξεχωριστή πολιτισμική ομάδα εντός του νησιού η οποία μοιάζει με τους οικείους σε εμάς Ρομά. Η ζωή τους είναι κατά βάση νομαδική, με τον τόπο διαμονής να αλλάζει ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, στοιχείο καθοριστικό στη καθ' όλα μοναδική κουλτούρα τους. Είτε είναι αλήθεια είτε όχι αυτό για την Barry, αποτελεί γεγονός πως η ίδια υπήρξε εκ φύσεως ανυπότακτη και διαρκώς σε κίνηση. Διότι, αν μη τι άλλο, απαιτεί ειδικό θάρρος μόλις στα 16 να εγκαταλείψεις το σπίτι σου αποφασίζοντας πως θα ζεις τραγουδώντας στο δρόμο.
London calling
Αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η βρετανική πρωτεύουσα είχε πλημμυρίσει από Ιρλανδούς μετανάστες και πρώην στρατιώτες, οι οποίοι ήλπιζαν πως στο Λονδίνο θα έχουν μια ευκαιρία για εργασία, μιας και η χώρα έμπαινε σε φάση εθνικής ανασυγκρότησης. Όσον αφορά την Barry, η οποία έως τότε είχε μάθει με τη φωνή της να ξεπερνά το θόρυβο περαστικών κι αυτοκινήτων, βρήκε στους "εξόριστους" συμπατριώτες της το ιδανικό κοινό. Συνέρρεαν σε όποιο παμπ κι εάν έπαιζε, καθώς μονάχα σε αυτά είχαν την ευκαιρία να ακούσουν μελωδίες της πατρίδας τους. Η φήμη της ερμηνεύτριας διαδιδόταν όλο και περισσότερο, με αποκορύφωμα τις αρχές της δεκαετίας του '50, όταν παράλληλα γνώριζε την πρώτη ακμή της η λονδρέζικη folk σκηνή. Χάρη στο αλησμόνητο ταπεραμέντο της Barry -καθόλου επιμελώς ατημέλητη, αγκαλιά με Guinness και ουίσκι στη σκηνή, συχνά με ένα μπινελίκι στα χείλη- αλλά κυρίως εξαιτίας της αμίμητης στεντόρειας χροιάς σε συνδυασμό με ερμηνείες οι οποίες πάντα έβγαζαν έναν αυθεντικό καημό, χτίστηκε ένας μύθος γύρω της που δεν άργησε να την οδηγήσει στο στούντιο.
Αν και τυπικά το ντεμπούτο της κυκλοφόρησε το 1956 ("Songs of an Irish Tinker Lady"), είναι ο δίσκος της αμέσως επόμενης χρονιάς με το βιολιστή Michael Gorman ο οποίος κάνει πάταγο, τουλάχιστον στο folk ακροατήριο. Το "Street Songs And Fiddle Tunes Of Ireland" απαρτίζεται από μια επιλογή κομματιών που έως τότε η Barry ερμήνευε στο δρόμο, με χαρακτηριστική τη συγκλονιστική ερμηνεία της στο "Factory Girl". Το τραγούδι που χρονολογείται από το 18ου αιώνα και την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης, αφηγείται τη γνωριμία και τον κεραυνοβόλο έρωτα ενός ζευγαριού εργατών, οι οποίοι αποφασίζουν μονομιάς να εγκαταλείψουν το ζόφο του εργοστασίου ώστε να ζήσουν μαζί.
Ωστόσο, όσο συγκινητική κι αν είναι η παραπάνω εκτέλεση, δεν ήταν αυτή που έκανε διάσημη την Barry. Μια μέρα κοντοστεκόταν στην ανοιχτή πόρτα ενός μαγαζιού, όταν άκουσε τον τενόρο Count John McCormack να τραγουδάει το διάσημο παραδοσιακό κομμάτι "She Moved Through The Fair". Οι εικόνες των λαϊκών πανηγυριών, των εφήμερων ερώτων και των οδυνηρών απωθημένων που τους συνοδεύει ήταν γνώριμα στην Barry, η οποία με τη φωνή της απογείωσε το τραγούδι. Μέχρι και ο δημοφιλής Αμερικανός folk συλλέκτης Άλαν Λόμαξ, όταν τη γνώρισε στο Ντάνταλκ το 1951, συγκινήθηκε τόσο από το χαρακτήρα και το στιλ της ώστε αποφάσισε να την ηχογραφήσει και να τις πάρει δεκάδες συνεντεύξεις.
Το πέρασμα απέναντι
Η συνδρομή του Λόμαξ ήταν καθοριστική ώστε το όνομα της Barry να διασχίσει τον Ατλαντικό. Η πάλαι ποτέ περφόρμερ των δρόμων, των χωριών και των παμπ βρέθηκε ξαφνικά να τραγουδά πλάι στον Μπομπ Ντίλαν (το 1965 στο φεστιβάλ του Νιούπορτ), ο οποίος τότε την ανακήρυξε αγαπημένη τραγουδίστριά του. Πίσω στην Αγγλία, η Barry γέμιζε το Royal Albert Hall έχοντας στην πλάτη της ένα σημαντικό αριθμό δισκογραφικών κυκλοφοριών. Σπουδαιότερα, τα άλμπουμ "The Blarney Stone" (1961) και το πληρέστερο όλων "Her Mantle So Green" (1965). Στο τελευταίο έθεσε τα θεμέλια όλων των εκτελέσεων που ακολούθησαν σε κλασικές ιρλανδικές μπαλάντες όπως το "Galway Shawl" και το αριστουργηματικό "Flower of Sweet Strabane". Το φανταστικό υποκείμενο του κομματιού εκφράζει λυρικά το θαυμασμό του για ένα κορίτσι που δεν πρόκειται να γνωρίσει ποτέ, μιας και πρόκειται να μεταναστεύσει στην Αμερική, με την Barry να δίνει μια σπαρακτική και ολοκληρωτικά αφοπλιστική ερμηνεία.
Μετά το θάνατο του πιστού συνεργάτη της Gorman το 1970, η Barry σταδιακά παράτησε τη μουσική ενασχόληση καταφεύγοντας μόνο περιστασιακά στο τραγούδι. Δε βοήθησαν, βέβαια, οι συνήθειές της όπως η γενναία κατανάλωση αλκοόλ, η ροπή στο στοίχημα και τη χρηματική σπατάλη. Ωστόσο και μετά το θάνατό της το 1989 σε ηλικία 72 ετών, η Barry ουδέποτε ξεχάστηκε. Η μνήμη και η επίδρασή της στην ιρλανδική μουσική είναι ζωντανή μέχρι σήμερα, με τη νέα γενιά folk τραγουδοποιών να την τιμά με κάθε ευκαιρία. Όπως όταν οι Lisa O'Neill και η Radie Peat των Lankum εκμοντέρνισαν ανατριχιαστικά την εκτέλεση του "Factory Girl".