Συνήθως συνυφασμένη με το άγριο ξεφάντωμα, την κραιπάλη και το ξενύχτι, η St. Patrick’s Day (17/3) δεν είναι ακριβώς παρεξηγημένη, αλλά σίγουρα δεν εξαντλείται στο πόσες μπύρες (οκ, Guinness) μπορούν να καταναλωθούν σε ένα μαραθώνιο βράδυ. Η εθνική γιορτή της Ιρλανδίας, στην οποία γιορτάζεται η μνήμη του Αγίου Πατρικίου που διέδωσε το χριστιανισμό στο νησί, συν τοις άλλοις είναι μια ιδανική αφορμή για αντάμωση με αγαπημένα πρόσωπα. Και όπως συνήθως συμβαίνει στην Ιρλανδία σε αυτές τις περιπτώσεις, γύρω από το τραπέζι και πάνω από τα ποτήρια με το αλκοόλ, την ατμόσφαιρα ζεσταίνει το τραγούδι.
Η ταινία που αποδίδει με χαμηλότονο λυρισμό και υπέροχη ιστορική πλαισίωση τη μαγεία της ιρλανδικής παραδοσιακής μουσικής, είναι το γυρισμένα στα γαελικά "Song of Granite" του Pat Collins, το οποίο είχε αποτελέσει την επίσημη πρόταση της Ιρλανδίας για τα 90ά Όσκαρ του 2017. Το ασπρόμαυρο φιλμ εμπνέεται από τη ζωή του folk τραγουδιστή Joe Heaney, ο οποίος έζησε την περίοδο 1919-1984 και ηχογράφησε σποραδικά στο είδος τραγουδιού sean nós (σε ελεύθερη μετάφραση "με τον παλιό τρόπο"). Πρόκειται ουσιαστικά για σόλο α καπέλα ερμηνείες στην ιρλανδική γλώσσα τραγουδιών σε ορισμένες περιπτώσεις αρχαίων, τα οποία καλύπτουν μια ευρεία γκάμα στιλ από μπαλάντες μέχρι μοιρολόγια. Τα sean nós αποτελούν τη βάση όλης της ιρλανδικής μουσικής, ενώ αποτελούν πυρηνικό κομμάτι της κουλτούρας του νησιού.
Στο "Song of Granite" ο Κόλινς δεν ακολουθεί το συμβατικό μονοπάτι μιας κινηματογραφικής βιογραφίας, καθώς ανακατεύει τα στοιχεία μυθοπλαστικού δράματος με πολύτιμο αρχειακό υλικό, ντοκιμαντερίστικης υφής συνεντεύξεις και σκηνές όπου εκτελούνται κομμάτια σε sean nós. Ο Collins, πολύ έξυπνα, αφήνει το μεγαλύτερο χώρο της ταινίας του σε σκηνές αβίαστης ποιητικότητας, στις οποίες αναβλύζει η ομορφιά αυτής της μουσικής. Είτε σε χώρους εστίασης είτε σε φυσικό περιβάλλον με φόντο τα απέραντα λιβάδια, υφαίνεται ένα σύμπαν όπου ο Heaney θα μπορούσε να είχε υπάρξει και στο οποίο έρχονται προσωρινά να κατοικήσουν όχι μόνο ηθοποιοί, αλλά επιπλέον πραγματικοί μουσικοί. Στην ίσως ομορφότερη σεκάνς της ταινίας, στην καρδιά μας παμπ, διαδοχικοί τραγουδιστές παίρνουν σειρά για να ερμηνεύσουν μερικά κλασικά κομμάτια όπως το δημοφιλές "Rocky Road to Dublin". Μέχρις ότου εμφανιστεί η Lisa O’Neill, εκ των σπουδαιότερων μοντέρνων φωνών της Ιρλανδίας, η οποία τραγουδά ανατριχιαστικά το κλασικό "Galway Shawl". Πλάι της, παρεμπιπτόντως, στέκεται η εξίσου φανταστική Radie Peat των Lankum.
Έπειτα, το "Song of Granite" είναι ένα αυτονόητο must-see για οποιονδήποτε αγαπά την ιρλανδική κουλτούρα για έναν ακόμα λόγο. Σκιαγραφεί διακριτικά πλην με σαφήνεια την πολύπλοκη σχέση ανάμεσα στην ιρλανδική και την αγγλική γλώσσα, υπαινίσσεται το τραύμα της αποικιοκρατίας που υπάρχει ακόμα, την ίδια ώρα που αναδεικνύει την προσωπική ιστορία του Heaney και την επουλωτική επίδραση που έχει ένα τραγούδι, όταν το ακούς με κλειστά τα μάτια μαζί με φίλους.
Κλείνοντας, ένα σχόλιο που ταιριάζει άψογα στο πνεύμα της ταινίας από τον Gareth Murphy. Πρόκειται για τον άνθρωπο ο οποίος φέτος ήταν υποψήφιος για Grammy καλύτερου κειμένου σε δίσκο (θυμάται, άραγε, κανείς τη χαμένη τέχνη των album notes;), με αφορμή τη δουλειά του την επανέκδοση του σημαντικού ιρλανδικού δίσκου "Andy Irvine & Paul Brady" (1976), τη συνεργασία δηλαδή δύο μελών των εμβληματικών Planxty.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Murphy αναφέρει σχετικά με το ιρλανδικό folk:
"Δεν αποτελεί σύμπτωση πως οι Ιρλανδοί τραγουδιστές παραδοσιακής μουσικής, ακόμα και όσοι είναι μονάχα οργανοπαίκτες, πάντα συστήνουν στο κοινό το κομμάτι που πρόκειται να παίξουν. Φαίνεται σαν αυτό να αποτελεί κομμάτι τελετουργίας, ενός αποδεκτού κώδικα, ο οποίος κατάγεται από μια εποχή πολύ πριν την ανακάλυψη της ηχογράφησης. Ο ερμηνευτής απευθύνεται στον ακροατή σα φίλο, σαν να είναι ένας οικοδεσπότης, εξηγώντας την προέλευση του εκάστοτε τραγουδιού, το αποτύπωμά του στο χρόνο, ενίοτε ομολογώντας μία προσωπική εμπειρία ή λέγοντας ένα γρίφο. Έτσι, ο ακροατής νιώθει περισσότερο οικεία, σα να βρίσκεται σπίτι του. Επιπλέον όμως, με αυτόν τον τρόπο προσφέρεται μια απαραίτητη παύση ώστε να καθαρίσει η ατμόσφαιρα από την ενέργεια του προηγούμενου τραγουδιού, για να μπορέσει ένα νέο ‘μαγικό ξόρκι’ να υφάνει μια φρέσκια αύρα. Ο ακροατής, τότε, σταθεροποιείται. Η folk είναι η μουσική των κοινωνικών συναντήσεων, όπου η ατμόσφαιρα και η κοινή κατανόηση είναι το παν. Έχω ακούσει μουσικούς να λένε ότι η διαφορά ανάμεσα σε μια καλή και μια κακή εμφάνιση είναι, γενικά μιλώντας, η ‘ποιότητα της ησυχίας’. Με άλλα λόγια, το πώς ‘αισθάνεται’ το δωμάτιο".