
Έκανε (πολλαπλή) τομή στο σύγχρονο πολιτισμό μας ως στιχουργός, τραγουδιστής, συγγραφέας, διανοητής, φιλόσοφος, ανατροπέας… Μα πάνω απ’ όλα ο Μανώλης Ρασούλης άλλαξε την πορεία του τραγουδιού μας –κυρίως του λαϊκού– από το ’70 μέχρι το θάνατό του. Ένα χρόνο και κάτι ημέρες μετά, οι φίλοι του μαζεύονται στη σκηνή του Θεάτρου Μπάντμιντον (19/3) και τραγουδούν ό,τι εκπληκτικό έχει γράψει, υλοποιώντας έτσι ένα συναυλιακό σχέδιό του.

Δεν είναι μόνο το πλήθος από ουσιώδη και ζωτικότατα σουξέ («Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ», «Πότε Βούδας, πότε Κούδας», «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε», «Παίξε Χρήστο επειγόντως», «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια», «Υδροχόος», «Στη ρωγμή του χρόνου», «Τρελή κι αδέσποτη», «Από τη γυναίκα για τη γυναίκα», «Ο φαντάρος», «Τίποτα δεν πάει χαμένο», «Γύφτισσα τον εβύζαξε», «Όλα σε θυμίζουν», «Νιώσε με», «Με φουρτουνιάζει ο έρωτας») που μας έχει δώσει και κρατούν στερεό το σύστημα. Είναι και τα άλλα τόσα –και ίσως ακόμη περισσότερα– που μας συγκινούν διαχρονικά («Στην Πόλυ», «Φίλε αδελφή ψυχή», «Μες στο πλήθος», «Όταν βλέπεις κάποιον μόνο», «Σησάμι με το μέλι») και γεμίζουν την ψυχή μας με βάλσαμο. Ο Μανώλης Ρασούλης είναι από τους ανθρώπους που βοήθησαν να αλλάξει ριζικά η ζωή μας – και με το «μας» εννοώ τους έμφρονες Έλληνες που από το γύρισμα της δεκαετίας του ’70 μέχρι τις μέρες μας το είδαν και λίγο αλλιώς! Σε εκείνο το κρίσιμο χρονικό σημείο (1978), μετά το μεταπολιτευτικό ξεφούντωμα και τη χωρίς (στερεή) βάση εναπόθεσή μας στο μουσικοποιητικό στοιχείο, μια παρέα νέων δημιουργών άλλαξε την υφή του λαϊ-κού μας τραγουδιού κρατώντας όλες τις ποιότητές του. Η «Εκδίκηση της γυφτιάς» ήταν το σημείο καμπής με το οποίο ο Μανώλης Ρασούλης με τους στίχους του και ο Νίκος Ξυδάκης με τις μουσικές του γέμισαν τη ζωή μας με αγαπησιάρικα τραγούδια. Μια γενιά –και η επόμενη φυσικά– είχε βρει το δικό της λαϊκό τραγούδι. Ανάμεσα σε όλα τα άλλα ψαξίματά της.
Η στιχουργική τέχνη του Ρασούλη ήταν το παν (αν όχι το άπαν) σε αυτήν τη «μετατροπή», που δεν αμφισβητούσε τις ουσιώδεις ποιότητες του «έντεχνου», αλλά έδινε και μια λόγια κατεύθυνση στο «λαϊκό». Μέσα από την καλλιτεχνική ταυτότητά του –μια ταυτότητα που είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται και στα επόμενα χρόνια, μετά τη «Γυφτιά»– θα πολλαπλασίαζε εκπληκτικά τους καρπούς της. Γιατί η ουσία του τραγουδιού δεν είναι αυτή που καταγράφουν οι αισθητικοί, κοινωνικοί ή όποιοι άλλοι αναλυτές, αλλά αυτή που βγαίνει από τη γραφή, στιχουργική τε και μελωδική. Και ο Ρασούλης ευτύχησε ως προς αυτό: τα λόγια του βρήκαν τέλεια μουσικά συνταιριάσματα. Εκτός από τον Νίκο Ξυδάκη, συνοδοιπόρησε με τους Μάνο Λοΐζο, Σταύρο Λογαρίδη, Χρήστο Νικολόπουλο, Αντρέα Μικρούτσικο, Πέτρο Βαϊόπουλο, Γιώργο Γαβαλά, Σωκράτη Μάλαμα και άλλους, γράφοντας έτσι μεγάλο μέρος της ιστορίας του νεότερου τραγουδιού μας. Εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια.
Φυσικά, τα σπουδαία τραγούδια του είναι –ακόμη πιο φυσικά– αποτέλεσμα της πολύπλευρης (καλλιτεχνικά, πολιτικά, ιδεολογικά, φιλοσοφικά κ.λπ.) και ανήσυχης, ασυμβίβαστης προσωπικότητάς του. Τόσα κείμενα –στο περιοδικό του «Αυγό» και αλλού–, τόσα βιβλία, τέτοια ουσιαστική φιλία με τον άλλον (αείμνηστο) μεγάλο, τον Άκη Πάνου, και τόσο ισχυρή ώστε να τον επαναφέρει στη σκηνή στα τέλη των ’80s. Ακόμη κι αν διαφωνούσες –κάθετα και οριζόντια– με τις θεωρίες του Ρασούλη, δεν μπορούσες να τις παρακάμψεις ή να μην τις λάβεις υπόψη. Κι εκεί που η ζωή κυλάει normal –ή έστω abnormal– έρχεται ο θάνατος ξαφνικά και αυτά που μένουν είναι οι εικόνες από μέρη, ο Κούλες στο λιμάνι του Χάνδακα, του Γιούχτα η κορφή, δίπλα στο ποτάμι... Και, φυσικά, όλα τα τραγούδια του εδώ στη ρωγμή του χρόνου: «Πραίτορες, βράχοι πάνω μου σωρό, μα εγώ θ’ αναστηθώ»...
Τη Δευτέρα 19/3, στη «Ρωγμή του χρόνου», η σκηνή του Θεάτρου Μπάντμιντον θα γεμίσει με τα τραγούδια του, τα οποία θα ερμηνεύσουν οι φίλοι, οι συνεργάτες, οι δικοί του: ο Πέτρος Βαϊόπουλος, ο Παντελής Θεοχαρίδης, ο Λάμπρος Καρελάς, ο Δημήτρης Κοντογιάννης, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Νίκος Ξυδάκης, η Ζωή Παπαδοπούλου, η Σοφία Παπάζογλου, ο Ορφέας Περίδης, η Ναταλία Ρασούλη, ο Γιώργος Σαρρής και οι Χανιώτες Ριζίτες. Αφηγούνται η Βάσω Αλαγιάννη και ο Γιώργος Κοντογιάννης, ενώ τη λαϊκή ορχήστρα Καρέ-Καρέ διευθύνει ο Δημήτρης Μαργιολάς.