
Ό,τι ξεκινά με γλέντια και κλαρίνα, σε αυτόν τον τόπο τελειώνει με λυγμούς και φονικά. Δραματοποιώντας ένα οργισμένο κι αθυρόστομο διήγημα της Λένας Κιτσοπούλου, μια νεανική ομάδα εκθέτει με παθιασμένο σαρκασμό τις γνωστές παθογένειες που εμφιλοχωρούσαν στην ελληνική επαρχία του 1980, η οποία λειτουργεί εδώ αλληγορικά σαν μικρογραφία ολόκληρης της χώρας και όλων των εποχών της…

«Τέρατα! Είναι όλοι τους τέρατα!» Με αυτήν τη φράση, ειπωμένη από τη γεμάτη πάθος νεαρή ηθοποιό Ελένη Κουτσιούμπα, τελειώνει η παράσταση του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Και ήταν πράγματι όμοιοι με τέρατα (ή, τέλος πάντων, ικανοί για σημεία και τέρατα) όλοι οι κάτοικοι του ελληνικού χωριού της δεκαετίας του 1980 που περιγράφει η Λένα Κιτσοπούλου στο διήγημά της «Ο Μουνής» (από τη συλλογή «Μεγάλοι Δρόμοι», εκδ. Μεταίχμιο, 2010).
Η συνθήκη του περιορισμού ευνοεί, ανεξαρτήτως βέβαια κοινωνικής τάξεως, πάσης φύσεως παθογένειες και πειθαναγκασμούς. Μολονότι οι ήρωες της Κιτσοπούλου περιγράφονται με αδρό, ωμό ρεαλισμό, είναι πρόσωπα-σύμβολα, για γιγαντωμένες εκδοχές της αμορφωσιάς, της ανεντιμότητας, της ηθικής και σεξουαλικής ασυδοσίας που εμφιλοχωρεί στα κλειστά περιβάλλοντα. Η ελληνική επαρχία μοντελοποιείται: η συγγραφέας τη χρησιμοποιεί σαν παράδειγμα, εντός του οποίου μπορούν να αναπτυχθούν με μεγαλύτερη ευκρίνεια και με γκροτέσκα υπερβολή οι παρασιτικοί οργανισμοί που διαβρώνουν εν γένει τη νεοελληνική κοινωνία. Οι περιπτώσεις αιμομιξίας και συζυγικής απιστίας δίνουν και παίρνουν, η ραστώνη της επαρχίας εξάπτει τη φαντασία όσο και την παράνοια, η ανάγκη διατήρησης του «φαίνεσθαι» έχει ολέθριες επιπτώσεις στο «είναι» και όλα αυτά τα γνωστά και μη εξαιρετέα –καθώς διυλίζονται στη χειμαρρώδη, επιθετική, υβριστική και θρασεία γραφή της Κιτσοπούλου– αποκτούν μια αγριεμένη, σουρεαλιστικά ποιητική διάθεση.
Η εικόνα του φασιστοειδούς πατέρα που κόβει το (ύποπτα μεγάλο) αφτί του γιου του κι εκείνη της μισαλλόδοξης πεθεράς που συνευρίσκεται με τον παραπληγικό γαμπρό της στοιχειώνουν την παράσταση. Δραματοποιώντας το συγκεκριμένο διήγημα, ο σκηνοθέτης Παντελής Δεντάκης και ο πενταμελής νεανικός θίασος βρέθηκαν σε συμβιωτική σχέση με τον πυρήνα του προβληματισμού της συγγραφέως. Μολονότι η αφηγηματικότητα του διηγήματος υπονομεύει ως ένα βαθμό τη θεατρικότητα της παράστασης, το όλο εγχείρημα εμφορείται από ένα δυναμισμό που δύσκολα σε αφήνει αδιάφορο. Η σωματοποίηση των μύχιων πόθων και των εκτραχηλισμένων παθών και ο κωμικοτραγικός τόνος κυριαρχούν. Με κλαρίνα, λεβέντικους χορούς αλλά και με την αίσθηση ενός νοσηρού εφιάλτη ξεκινά η παράσταση. Με φωνές στη διαπασών, χαστούκια και βρισιές εξελίσσεται, καθώς οι πέντε ηθοποιοί –άλλοτε ως αφηγητές και άλλοτε ως φορείς των ρόλων– εξιστορούν ή αναπαριστούν τις μοχθηρές σκέψεις και πράξεις των προσώπων του «Μουνή».
Καθένας από τους ηθοποιούς, παρά την προφανή –λόγω νεότητας– έλλειψη πείρας, έχει τη δική του μεγάλη στιγμή, με τη Νεφέλη Μαϊστράλη να ξεχωρίζει σαν παπαδιά και τον Θανάση Ζερίτη ως ανάπηρο. Υπάρχει, θαρρείς, μια άρρωστη σαγήνη στο να παρακολουθείς την παρέλαση των αφόρητα «άσχημων» αντι-ηρώων της Κιτσοπούλου επί σκηνής: η παράσταση λειτουργεί σχεδόν αποτροπαϊκά. Διαπιστώνεις δηλαδή ότι οι φανταστικοί ήρωες του «Μουνή» δεν διαφέρουν πολύ από υπαρκτούς συμπατριώτες σου, εύχεσαι όμως να μπορούσε η παράσταση να τους ξορκίσει…
Ημερομηνία α' δημοσίευσης: 13/11/2013
Περισσότερες πληροφορίες
Ο Μουνής
Μια ιστορία ακραία πάνω στις προκαταλήψεις και στους φόβους που βρίσκουν εύφορο έδαφος στις κλειστές κοινωνίες