To "Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα" του Τόνι Κούσνερ είναι ένα έργο που μιλά για την άνοδο του φασισμού στο Βερολίνο το 1932 και για πολιτικές καταστάσεις διαφορετικές από αυτές που ζούμε σήμερα. Τι έχει να πει στο σημερινό θεατή;
Ένα έργο και δή ένα καλογραμμένο έργο ανεξαρτήτως του πότε γράφτηκε ή σε ποια χρονική περίοδο αναφέρεται πάντα έχει κάτι να πει (μεγάλο ή μικρό) στο σήμερα. Διότι η αφετηρία του και ο στόχος του, αν θέλετε, είναι πάντα ο ίδιος ο άνθρωπος και τα βαθύτερα ερωτήματα υπαρξιακά, κοινωνικά, πολιτικά κ.τ.λ. που τον απασχολούν. Οι ήρωες του έργου μας έρχονται αντιμέτωποι με καταστάσεις πάνω από αυτούς και καλούνται να πάρουν θέση. Καλούνται να πάρουν αποφάσεις και να σταθούν στο ύψος αυτών που τους βρήκαν. Κάπου εκεί μέσα θα δούμε και τους ίδιους μας τους εαυτούς, αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο. Θα συμπορευτούμε μ' αυτούς τους ήρωες, θα τους συμπονέσουμε και ίσως ταυτιστούμε μαζί τους με τα βλέμματά τους, με τα λόγια τους, με την ανημποριά τους. Θ 'ακούσουμε τις αλήθειες τους, τους φόβους τους, τις σκέψεις τους και ίσως αναγνωρίσουμε τις δικές μας αλήθειες ή τους δικούς μας φόβους κι ας είναι εκείνοι στο Βερολίνο του '32 κι ας είμαστε εμείς στην Ελλάδα του 2023.
Πότε ήταν η πρώτη επαφή με το κείμενο και τι αίσθηση σου άφησε;
Η πρώτη μου επαφή με το κείμενο έγινε προηγούμενο καλοκαίρι (2022). Ο σκηνοθέτης μου, ο Γιάννης Μόσχος, μου μίλησε για το έργο με μεγάλο ενθουσιασμό και αφότου το διάβασα (διότι δυστυχώς δεν το γνώριζα το έργο), κατάλαβα γιατί το αγαπούσε και τον συγκινούσε τόσο πολύ. Ένας καινούργιος κόσμος αποκαλύφθηκε μπροστά μου υπέροχος και γλυκόπικρος, αστείος και σκληρός και τρυφερός συνάμα. Κι αυτή ήταν και η αίσθηση που μου άφησε και πως στα χέρια μας έχουμε ένα πολύ ωραίο έργο!
Το έργο του Κούσνερ εξετάζει –εκτός από την εξουσία– και την έννοια του συλλογικού τραύματος;
Το έργο διαδραματίζεται στο Βερολίνο του 1932 και εκτείνεται χρονικά για περίπου 18 μήνες. Σ’ αυτή την περίοδο στη Γερμανία είχαμε την πτώση της σοσιαλδημοκρατίας και την άνοδο του φασισμού. Τα πολιτικά γεγονότα συνθλίβουν τις ζωές των ανθρώπων. Οι ανθρώπινες σχέσεις διαλύονται, φιλίες κλονίζονται, άνθρωποι που αγαπήθηκαν θ’ αποχωριστούν ίσως για πάντα. Ακόμα και η σχέση που έχει ο καθένας τους με τον εαυτό του διαταράσσεται. Τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο: τραυματισμένοι, πληγωμένοι άνθρωποι να προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους και να προχωρήσουν, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Υπάρχουν αντίστοιχα τραύματα που προσπαθεί να επουλώσει η ελληνική κοινωνία σήμερα;
Έχουμε πολλά τραύματα στις "βαλίτσες" μας, από πολέμους, διωγμούς και τον Εμφύλιο έως πυρκαγιές, πλημμύρες και πολύνεκρα δυστυχήματα που είτε τα έχουμε ζήσει είτε αναβιώνουν μέσω της συλλογικής μας μνήμης. Το αν προσπαθεί, αν θέλει, αν μπορεί ή αν αντέχει να τα επουλώσει, αυτό είναι κάτι που ειλικρινά δεν ξέρω αν μπορώ να το απαντήσω. Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι χρειάζεται χρόνος και υπομονή για να αναγνωρίσουμε τα τραύματά μας, να τα κατανοήσουμε, να αποδεχτούμε και να συγχωρήσουμε και, κάποια
στιγμή να καταφέρουμε το ακατανόητο και το αβάσταχτο του πένθους, του φόβου και της συντριβής να λειτουργήσει για ένα πιο φωτεινό και υγιές μέλλον.
Ποια σημεία θέλει να τονίσει η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννη Μόσχου;
Η προσέγγιση του κ. Μόσχου είναι ανθρωποκεντρική. Το ατελές μεγαλείο του ανθρώπου. Είμαστε ευάλωτοι, φοβόμαστε, αγαπάμε, κάνουμε λάθη, αγωνιούμε. Η ιστορία υψώνεται μπροστά μας, κι εμείς καλούμαστε να αναλάβουμε την ευθύνη των λόγων και των πράξεών μας. Κι εμείς, τι κάνουμε; Πώς στεκόμαστε απέναντί της; Η σκηνοθεσία θέτει ερωτήματα και
αφήνει να ξεδιπλωθούν όλες οι πτυχές των ηρώων, βασιζόμενη σ’ αυτό το σπουδαίο έργο του Κούσνερ και στη δυναμική της ομάδας με γενναιοδωρία, σεβασμό και αγάπη.
Οι χαρακτήρες του έργου είναι ο μικρόκοσμος ενός μεγαλύτερου κόσμου. Μπορείς να μας τους παρουσιάσεις σύντομα;
Ο μικρόκοσμός του αποτελείται από μια παρέα καλλιτεχνών κατά βάση. Όλες οι σκηνές διαδραματίζονται στο διαμέρισμα της Άγκνες Έγκλινγκ, την οποία υποδύομαι εγώ. Είναι ηθοποιός του κινηματογράφου και συζεί με τον αγαπημένο της Βεάλτνιγκ Χατζ (Λαέρτης Μαλκότσης), Ούγγρο εξόριστο τροτσκιστή και κινηματογραφιστή. Συχνά δέχονται επισκέψεις από φίλους του, την Πολίνκα Έρντνους (Ανατολή Αθανασιάδου), επίσης ηθοποιό της γερμανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, την κομμουνίστρια, ζωγράφο και γραφίστρια Αναμπέλα Γκότσλινγκ (Μαρία Τσιμά) και, τέλος, τον Γκρέγκορ "Μπαζ" Μπάζβαλντ (Παναγιώτης Παναγόπουλος) που εργάζεται στο Ινστιτούτο Ανθρώπινης Σεξουαλικότητας του Βερολίνου. Βλέπουμε επίσης δύο νεαρά μέλη του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τη χαμηλόβαθμη αξιωματούχο Ρόζα Μάλεκ (Υψιπύλη Σοφιά) και τον λίγο πιο πάνω στην ιεραρχία Εμίλ Τράουμ (Γιλμάζ Χουσμέν). Για το τέλος, άφησα τις δύο μυστηριώδεις προσωπικότητες, την Die Αlte (Σοφία Σεϊρλή), μια ηλικιωμένη απόκοσμη, γυναικεία φιγούρα, και τον Γκότφριντ Σβετς (Θανάσης Ραφτόπουλος), έναν κομψό, "γοητευτικά επικίνδυνο" κύριο ακαθορίστου ηλικίας και προθέσεων. Αυτός είναι ο κόσμος του φωτεινού σπιτιού και όλοι είναι υπέροχοι, καταπληκτικοί και ταλαντούχοι!
Θα ήθελες να σκιαγραφήσεις την προσωπικότητα της ηρωίδας που ερμηνεύεις;
Η ηρωίδα μου είναι η Άγκνες Έγκλινγκ, μια μέτρια ηθοποιός –όπως αναφέρει και η ίδια– γύρω στα 40. Είναι ο μέσος άνθρωπος, μια γυναίκα της διπλανής πόρτας που αγαπάει και αγαπιέται, είναι αισιόδοξη, προσφέρει μια τρυφερή παρηγορητική αγκαλιά στους αγαπημένους της, αλλά ταυτόχρονα είναι και σκληρή, εγωίστρια, φοβισμένη. Πανικοβάλλεται και συντρίβεται, πληγώνει και πληγώνεται και έχει μια συγκινητική αθωότητα στον τρόπο με τον οποίο βλέπει τα πράγματα γύρω της. Είναι σταθερή έως και πεισματικά αμετακίνητη.
Υπό δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, πρέπει να πάρει αποφάσεις, να πάρει θέση σ’ αυτό που καλεί η ιστορική στιγμή. Δεν θα το κάνει ούτε εύκολα ούτε αναίμακτα. Είναι αυτός ο άνθρωπος που προσπαθεί να κατανοήσει, να σταθεί μέρα με τη μέρα, να αντεπεξέλθει σε κάτι πολύ πιο μεγάλο από την ίδια και το μικρόκοσμό της. Παλεύοντας μέσα σ’ ένα πηχτό σκοτάδι, αγωνιά και ελπίζει να δει τη λεπτή σχισμή μιας αχτίδας φωτός.
Όταν ανεβαίνεις στη σκηνή σταματάς να είσαι ο εαυτός μου ή δανείζεις χρόνο στο να ταξιδέψεις λίγο σε κάτι άλλο, χωρίς να μεταλλάσσεσαι;
Αυτό που συμβαίνει και αυτό που επιθυμώ να συμβαίνει είναι κάτι ανάμεσα. Από την μια δεν γίνεται να σταματώ να είμαι ο εαυτός μου επί σκηνής, εννοώντας ότι προφανώς αυτό το σώμα παίζει, αυτή η φωνή κ.ο.κ από την άλλη, βεβαίως και δεν γίνεται να υπάρχει μόνο ο εαυτός μου διότι στ’ αλήθεια ποιόν αφορά; Μια ισορροπία είναι ο στόχος μου ανάμεσα στην ελευθερία και τον έλεγχο. Επιθυμώ το κομμάτι της τεχνικής μου να είναι παρούα, αλλά να ταξιδέψει και η ψυχή μου, να υπάρχει μια προσωπική εμπλοκή και μέσα σ’ αυτή την ισορροπία ν’ ανθίσει και η ιστορία που καλούμαι να πω.
Ως γυναίκα δημιουργός στο ελληνικό θέατρο, αντιμετώπισες δυσκολίες εμπόδια επί του δημιουργικού ή στα εργασιακά και οικονομικά;
Έχω έρθει αντιμέτωπη και με δυσκολίες και με εμπόδια. Αυτό βεβαίως δεν είναι κάτι που αφορά αμιγώς και μόνο το θέατρο, δυστυχώς συμβαίνει και σ’ άλλους (αν όχι σ’ όλους) τους επαγγελματικούς χώρους. Ιδανικά θέλω να πιστεύω πως κάποια στιγμή οι άνθρωποι θα καταφέρουμε υπεύθυνα και ώριμα να δημιουργήσουμε συνθήκες ισότητας και αξιοκρατίας ανεξαρτήτου φύλου και επαγγελματικού προσανατολισμού.
Ο χώρος του θεάτρου πληγώθηκε πολύ από την ψήφιση του προεδρικού διατάγματος 85. Εσύ πώς το βιώνεις;
Ο χώρος του πολιτισμού πληγώνεται και απαξιώνεται και όχι μόνο τώρα, με το προεδρικό διάταγμα. Τείνει να γίνει θέσφατο πια ότι κάνεις δεν ενδιαφέρεται επί της ουσίας για τις τέχνες και τους ανθρώπους που τις υπηρετούν. Προσπαθώ να είμαι ψύχραιμη, να μη χάσω το χιούμορ μου και να ελπίζω πως ίσως τα πράγματα αλλάξουν, αν αλλάξουμε πρώτα κι εμείς.
Κάνε μια ευχή στο σύμπαν. Τι θα ήθελες περισσότερο να κάνεις από δω και πέρα;
Μια ευχή για μένα και για όλους μας: εύχομαι να προσέχουμε, να φροντίζουμε και να αγαπάμε τον εαυτό μας και τους ανθρώπους γύρω μας. Και ένα μπόνους: ταξίδια και διακοπές!
Περισσότερες πληροφορίες
Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα
Για πρώτη φορά στην ελληνική σκηνή παρουσιάζεται το έργο που χαρτογραφεί την άνοδο του ναζισμού, εκθέτοντας την ευθύνη της στάσης μας απέναντι στην Ιστορία, από τον συγγραφέα του θρυλικού “Άγγελοι στην Αμερική”. Στο επίκεντρο οι συναντήσεις μιας παρέας αριστερών καλλιτεχνών που ξεκινούν από την Πρωτοχρονιά του 1932, στο σπίτι της ηθοποιού Άγκνες στο Βερολίνο, και συνεχίζονται για ενάμιση χρόνο, αποκαλύπτοντας πώς η πολιτική αναταραχή μπορεί να αλλάξει σταδιακά τις ισορροπίες στις ανθρώπινες σχέσεις. Όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος: «Το έργο του Κούσνερ μάς βάζει απέναντι σε έναν καθρέφτη να κοιτάξουμε στο παρελθόν το δικό μας μέλλον».