"Το Λονδίνο έχει πεθάνει. Όλοι πάνε πλέον Παρίσι”. Η ατάκα γνωστής γκαλερίστριας που συναντήσαμε στο Λονδίνο με αφορμή το Frieze Art Fair (9-13/10), μια από τις σημαντικότερες εμπορικές φουάρ διεθνώς, που πραγματοποιείται από το 2003 στο Regent’s Park, εκφράζει μια νέα πραγματικότητα της αγοράς τέχνης στην οικονομικά πληγωμένη Βρετανική μητρόπολη. Η Παρισινή φουάρ (18-20/10) που αγοράστηκε από την κορυφαία του είδους Art Basel (που ξεκίνησε το 1970 από τη Βασιλεία και πλέον έχει παραρτήματα σε Μαϊάμι, Χονγκ Κονγκ και πλέον και Παρίσι) κερδίζει φέτος το ενδιαφέρον δεδομένης της συγκέντρωσης πολλών δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων τέχνης με αγοραστική δύναμη στη γαλλική πρωτεύουσα.
Παρόλα αυτά το Frieze Art Fair παραμένει η πιο σημαντική στιγμή του χρόνου για το εικαστικό Λονδίνο, τουλάχιστον για τον κόσμο της τέχνης που κινείται με βάση το ημερολόγιο των μεγάλων διεθνών εμπορικών φουάρ και των μεγάλων ιδρυμάτων και οι πωλήσεις δεν πήγαν πίσω. Παραδοσιακά το εικαστικό peak της βρετανικής μητρόπολης συμπίπτει με τη φουάρ με τα μεγάλα μουσεία και τις γκαλερί να έχουν προγραμματίσει εκείνες τις μέρες τα εγκαίνια σημαντικών εκθέσεων σηματοδοτώντας την επίσημη έναρξη της σεζόν. Επιστρέφοντας μετά από χρόνια στο Λονδίνο, με αφορμή την παρουσίαση της Δωρεάς της Συλλογής Δ. Δασκαλόπουλου στην Tate, συνειδητοποιείς πόσο δύσκολο είναι να συνδεθείς πλέον με αυτόν τον κόσμο που μετά το Frieze ετοιμαζόταν για Παρίσι, Τορίνο κλπ., όπως άλλωστε και με την υπερπληροφορία μιας εικαστικής φουάρ αυτού του μεγέθους. Στην εποχή μας το να εστιάσεις σε πράγματα που σε ενδιαφέρουν και έχουν σημασία, στους δικούς σου "κόσμους της τέχνης” έχει άλλωστε αποκτήσει νέα σημασία, όπως και ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε πλέον την τοπικότητα και τα δίκτυα, όπως μας έλεγε και η κριτικός τέχνης και πρώην αρχισυντάκτρια του Frieze Jennifer Higgie σε πρόσφατη συζήτησή μας.
Μετά την πρώτη βόλτα ανάμεσα σε χιλιάδες έργα τέχνης επιβεβαιώνονται όλες οι κυρίαρχες τάσεις όπως η συμπερίληψη, με πρώην περιφερειακές γεωγραφίες που συνδέονται κατά παράδοση με παλιές αποικίες της Δύσης να χαίρουν ιδιαίτερης προβολής, όπως και τα έργα σε πηλό, οργανικά υλικά και ύφασμα και οι ταπισερί που συχνά διηγούνται γυναικείες, queer και εφορμόμενες από μη δυτικές παραδόσεις ιστορίες.
Φτάνοντας στο Regent’s Park βρήκαμε την αρχιτεκτονική της φουάρ αλλαγμένη με τις πιο μικρές γκαλερί και το σχετικό section Focus (που εστιάζει σε ατομικές ή duo παρουσιάσεις) να έχει έρθει φέτος σε κεντρική θέση, πιο κοντά στην είσοδο και τις πιο γνωστές και μεγάλες γκαλερί στο βάθος - με τις κακές γλώσσες να λένε ότι ζήτησαν να είναι κοντά στα εστιατόρια γιατί δεν προλαβαίνουν να κάνουν τα ραντεβού με τους πελάτες τους. Μετά την πρώτη βόλτα ανάμεσα σε χιλιάδες έργα τέχνης επιβεβαιώνονται όλες οι κυρίαρχες τάσεις όπως η συμπερίληψη, με πρώην περιφερειακές γεωγραφίες που συνδέονται κατά παράδοση με παλιές αποικίες της Δύσης να χαίρουν ιδιαίτερης προβολής, όπως και τα έργα σε πηλό, οργανικά υλικά και ύφασμα και οι ταπισερί που συχνά διηγούνται γυναικείες, queer και εφορμόμενες από μη δυτικές παραδόσεις ιστορίες. Μάλιστα φέτος η φουάρ εγκαινίασε ένα νέο τμήμα, το "Smoke”, σε επιμέλεια του Pablo José Ramírez του Hammer Museum με οκτώ γκαλερί με έμφαση στα κεραμικά που διερευνούν ιστορίες διασποράς και αυτόχθονων.
Ψάχνοντας κάπου να βρεις να ξαποστάσει το βλέμμα, την προσοχή μου τράβηξε η ατομική παρουσίαση του ιστορικού Ισπανού καλλιτέχνη Darío Villalba (1939-2018) στη γαλλική Galerie Poggi, ο οποίος πειραματίστηκε με τη φωτογραφία σε διάλογο με τη ζωγραφική και την περφόρμανς, στην παράδοση της εννοιολογικής τέχνης, εστιάζοντας σε περιθωριοποιημένα υποκείμενα και μες στο πλαίσιο της κρίσης του AIDS.
Στις ανερχόμενες γκαλερί του τμήματος Focus στάθηκα στο περίπτερο της ("δικής μας") Hot Wheels που μια μέρα μετά κέρδισε και το βραβείο του section παρουσιάζοντας τη δουλειά της Νεοϋορκέζικης κολλεκτίβας CFGNY (Concept Foreign Garments New York) που διερευνά την έννοια της παγκόσμιας, "αόριστης Ασιατικότητας” μέσω της τέχνης και της μόδας. Πορσελάνινα γλυπτά - εκμαγεία αντικειμένων από μαγαζιά του ενός δολαρίου της Chinatown και θραύσματα αρχιτεκτονικών κτιρίων φτιαγμένα από χαρτόκουτα (υλικό με αναφορές στη μετακόμιση και τις μεταφορές εισαγόμενων ειδών) διερευνούν τις στερεότυπες αναπαραστάσεις της Ανατολής, το φαντασιακό, τους αποκλεισμούς και την ιστορία της σχέσης Αμερικής - Κίνας.
Μια ακόμη παρουσίαση του Focus που κρατάμε είναι η μινιμαλιστική δουλειά του Αμερικανού David L. Johnson στην Βερολινέζικη Galerie Noah Klink: τα ready-made γλυπτά της on going σειράς "Loiter”, διαφορετικού τύπου αποσπασμένες κατασκευές που έχουν φτιαχτεί για να αποθαρρύνουν τους άστεγους, αντιπαρατίθενται με το παλιότερο βίντεο "Snow” όπου παρακολουθούμε έναν καθαριστή να σκουπίζει το χιόνι μπροστά από ένα εμπορικό κτίριο κατά τη διάρκεια χιονοθύελλας. Μέσα στο λόμπι του κτιρίου, ο κατασκευαστής ακινήτων Edward Minskoff και ο καλλιτέχνης Jeff Koons εγκαινιάζουν ένα από τα κλασικά γλυπτά κόκκινου σκύλου με μπαλόνια του τελευταίου. Το έργο προβλήθηκε αρχικά σε μια τηλεόραση συνδεδεμένη στην υπαίθρια πρίζα του κτιρίου.
Επίσης, αίσθηση έκανε η πιο εγκεφαλική, επίσης μινιμαλιστική προσέγγιση του Nat Faulkner στη Λονδρέζικη Brunette Coleman, ένα σχόλιο πάνω στην προσπάθεια αποτύπωσης του εφήμερου και του άπιαστου μέσω της επαν-επίσκεψης αναλογικών τεχνικών της φωτογραφίας. Ο Coleman κέρδισε το βραβείο ανερχόμενου καλλιτέχνη του Camden Art Centre που συνεπάγεται και μια ατομική στο συγκεκριμένο κέντρο τέχνης, ένα βραβείο που στο παρελθόν είχε απονεμειθεί στη Μαρίνα Ξενοφώντος.
Οι μεγάλες εκθέσεις των μουσείων
Μαθαίνοντας τον Francis Bacon
Η πιο talk of the town έκθεση μοντέρνας τέχνης των μεγάλων μουσείων ήταν δικαιολογημένα αυτή του Francis Bacon στην National Portrait Gallery που άνοιξε στις 10 Οκτωβρίου και διαρκεί ως τις 19 Ιανουαρίου. Με υπότιτλο "Human Presence” εστιάζει στα πορτρέτα του Bacon με πάνω από 50 έργα, αρκετά από τα οποία σπάνια παρουσιαζόμενα, από ιδιωτικές συλλογές, τα οποία αντιπαραβάλλονται με φωτογραφίες του καλλιτέχνη, ο οποίος ζωγράφισε δεκάδες φορές τον εαυτό του ως μέρος της πρακτικής του, ειδικότερα διερευνώντας την τρωτότητά του μετά από μεγάλες απώλειες συντρόφων του. Οι φωτογραφίες υπογράφονται από κορυφαίους φωτογράφους όπως οι Cecil Beaton, Arnold Newman και Bill Brandt.
Ακολουθώντας έναν συνδυασμό χρονολογικής και θεματικής οργάνωσης, η έκθεση αναδεικνύει παραστατικά και σε βάθος το τρόπο με τον οποίο ο Francis Bacon αποσταθεροποίησε, ήδη από τα πρώτα έργα του, την παραδοσιακή προσωπογραφία στιβαρών επιτυχημένων ανδρών εντάσσοντας στα κάδρα μπανάλ λεπτομέρειες ή περνώντας τους θα έλεγε κανείς από ακτινογραφία.
Προσεκτικά επιμελημένη, η έκθεση αναδεικνύει το έργο ενός από τους κορυφαίους ζωγράφους του 20ου αιώνα μες στην εποχή του και σε διάλογο με τους ανθρώπους τους οποίους συνδιαλεχθηκε προσωπικά και καλλιτεχνικά παρουσιάζοντας αναλυτικά τη σημασία της δουλειάς του, πέρα από τον μύθο, σε ένα ευρύ κοινό. Ακολουθώντας έναν συνδυασμό χρονολογικής και θεματικής οργάνωσης, η έκθεση αναδεικνύει παραστατικά και σε βάθος το τρόπο με τον οποίο ο Francis Bacon αποσταθεροποίησε, ήδη από τα πρώτα έργα του, την παραδοσιακή προσωπογραφία στιβαρών επιτυχημένων ανδρών εντάσσοντας στα κάδρα μπανάλ λεπτομέρειες ή περνώντας τους θα έλεγε κανείς από ακτινογραφία.
Ο Bacon (1909-92) γεννήθηκε στο Δουβλίνο σε μια εύπορη οικογένεια και από μικρός αντιπαθούσε την ιππασία και το κυνήγι που είχαν κεντρική θέση στην οικογενειακή ζωή. Έφυγε από το σπίτι στα 16 του έχοντας ενθαρυνθεί από τη γιαγιά του και έναν δάσκαλο για την αγάπη του για την τέχνη και τη λογοτεχνία, και έζησε στο Βερολίνο και το Παρίσι όπου αποφάσισε να γίνει ζωγράφος όταν είδε έργα του Πικάσο. Υπήρξε ομοφυλόφιλος σε μια εποχή που ήταν ποινικοποιημένη τόσο στη Βρετανία όσο και στην Ιρλανδία.
Σκισμένες εικόνες κλασικών έργων από βιβλία ιστορίας της τέχνης από το στούντιό του παρουσιάζονται πλάι σε έργα - σπουδές του Bacon. Οι φωτογραφίες από έργα μεγάλων δασκάλων που δεν είχε δει ποτέ από κοντά (Velázquez, Van Gogh και ειδικά Rembrandt, τον οποίο θαύμαζε για το αντι-εικονογραφικό ζωγραφικό στιλ του), αλλά και από σκηνές ταινίας (Θωρηκτό Ποτέμκιν), υπήρξαν η πρώτη ύλη για τη ζωγραφική του και ακόμη κι όταν άρχισε να δουλεύει με μοντέλα προτιμούσε να τα ζωγραφίζει από φωτογραφίες παρά από κοντά, θέλοντας, όπως τον ακούμε να λέει σε μια συνέντευξή του σε βίντεο στην έκθεση, να τους προστατεύσει από πιθανούς "τραυματισμούς” που θα μπορούσε να τους προκαλέσει μέσω της ερμηνείας του και να έχει την ελευθερία να τους παραμορφώνει.
Ειδική θέση κατέχουν οι αυτοπροσωπογραφίες του Bacon, ορισμένες από τις πιο σημαντικές και ανησυχητικές από τις οποίες έγιναν μετά το θάνατο συντρόφων του, όπως ο Peter Lacy (μια επεισοδιακή και βίαιη σχέση μιας δεκαετίας που έληξε με τον θάνατου του τελευταίου από αλκοολισμό στην Ταγγέρη και αποτυπώθηκε, μεταξύ άλλων, σε ένα μεταθανάτιο πορτρέτο με εμφανή τα σπλάχνα του) και ο George Dyer (επίσης αλκοολικός και σε κατάθλιψη, πέθανε από υπερβολική δόση στο Παρίσι συνοδεύοντας τον Bacon για την αναδρομική του στο Grand Palais το 1971, ενώ εκείνος συνέχισε να τον ζωγραφίζει για χρόνια). Τα πορτρέτα των εραστών του και των φίλων του, τότε που σύχναζαν στα μπαρ του μεταπολεμικού Σόχο, μεταξύ των οποίων και οι καλλιτέχνες Lucian Freud και Isabel αποκαλύπτουν στοιχεία για τις έμφυλες, κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις της εποχής.
Η σύγχρονη ιστορία της Ινδίας με το βλέμμα των καλλιτεχνών
Η πιο ενδιαφέρουσα έκθεση που είδα ήταν το αφιέρωμα της Barbican Art Gallery "The imaginary Institution of India” (5/10-5/1/2025) σε συνεργασία με το Kiran Nadar Museum of Art στο Νέο Δελχί. Επιλέγοντας να ξεδιπλωθεί χρονολογικά ανάμεσα σε δύο απρόσμενες για τους πολλούς ημερομηνίες (το 1975 που σηματοδοτεί την ανακήρυξη του κράτους της Έκτακτης Ανάγκης από την Ίντιρα Γκάντι και το 1998 που πραγματοποιούνται πυρηνικές δοκιμές στο Pokhran και η Ινδία αποκτά τον πρώτο πρωθυπουργό από το φιλοινδουιστικό κόμμα BJP), η έκθεση διηγείται την ιστορία της Ινδίας μέσα από 150 έργα 30 καλλιτεχνών καταρρίπτοντας την παγιωμένη αντίληψη ότι η γραμμική παρουσίαση καλλιτεχνών μιας χώρας είναι μια βαρετή και χωρίς ουσία ανάμνηση από το εκθεσιακό παρελθόν. Αντ’ αυτού στήνει μια συναρπαστική αφήγηση της άγνωστης ιστορίας της Ινδίας αναδεικνύοντας θέματα όπως η άνοδος του ινδουιστικού εθνικισμού, η θέση της γυναίκας και των γκέι, οι αγώνες διαφορετικών κοινωνικών ομάδων για τα δικαιώματα εν μέσω κοινωνικών αναταραχών και οικονομικής αστάθειας, οι προκλήσεις της ταχείας αστικοποίησης.
Η έκθεση στήνει μια συναρπαστική αφήγηση της άγνωστης ιστορίας της Ινδίας αναδεικνύοντας θέματα όπως η άνοδος του ινδουιστικού εθνικισμού, η θέση της γυναίκας και των γκέι, οι αγώνες διαφορετικών κοινωνικών ομάδων για τα δικαιώματα εν μέσω κοινωνικών αναταραχών και οικονομικής αστάθειας, οι προκλήσεις της ταχείας αστικοποίησης.
Σε επιμέλεια του Shanay Jhaveri, επικεφαλής εικαστικών τεχνών στο Barbican,η έκθεση
παίρνει τον τίτλο της από το ένα δοκίμιο του συγγραφέα και ακαδημαϊκού Sudipta Kaviraj, ειδικού στην Ινδική πολιτική το οποίο, όπως αναφέρει ο επιμελητής "συζητά τις διαδικασίες εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας και της νεωτερικότητας σε μια μετα-αποικιακή κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία και πολυφωνία. Αυτές οι διαπραγματεύσεις αποτελούν τον πυρήνα της έκθεσης που υπογραμμίζει, μέσα από δυνατά και υποβλητικά έργα τέχνης, την ουσία μιας πραγματικά δημοκρατικής κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι επικοινωνούν, συνυπάρχουν και συνδέονται σε διάφορα επίπεδα, από το από το πληθωρικά σεξουαλικό μέχρι το προκλητικά πολιτικό.”
Η έκθεση ξεκινά από τις δύο διαστάσεις και μετακινείται προς το βίντεο και τις εγκαταστάσεις, από τους εξπρεσιονιστικούς πίνακες του Gulammohammed Sheikh που ξαναβλέπουν την παράδοση της μογγολικής ζωγραφικής μινιατούρας αποδίδοντας εκφραστικά την καταπιεστική ατμόσφαιρα της εποχής του κράτους έκτακτης ανάγκης της Γκάντι (Speechless City, 1975) και τις προπαγανδιστικές αφίσες του Navjot Altaf (Emergency Poster, 1976), εμπνευσμένες από την οπτική πολιτική γλώσσα της Κούβας, μέχρι τις φωτογραφίες του Sunil Gupta (Exiles, 1987) που μιλούν για τις ζωές των γκέι ανδρών στο Νέο Δελχί, και τη βίντεο εγκατάσταση της Nalini Malani (Utopia, 1969-76), ένα σχόλιο πάνω στο γυναικείο βλέμμα αλλά και την αρχιτεκτονική των νεόχτιστων κοινωνικών κατοικιών και τις αντιλήψεις περί πολεοδομίας.
Από τη σειρά φωτογραφιών της Sheba Chhachh (Seven Lives and a Dream, 1980-91) που αντιπαραβάλλει τη συναισθηματικά φορτισμένη τεκμηρίωση των φεμινιστικών κινητοποιήσεων στην Ινδία με τα τρυφερά σκηνοθετημένα πορτρέτα των γυναικών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή τους μέχρι τα επιδαπέδια έργα με σπασμένα δοχεία από τερακότα, τούβλα και ξύλο της Rummana Hussain (1993) που αναπαριστούν το συναίσθημα του εκτοπισμού και του τραύματος που έφερε η κατεδάφιση του Babri Masjid στην Ayodhya το 1992 (αρχικά τζαμί που επί αιώνες ήταν τόπος λατρείας και μουσουλμάνων και ινδουιστών) από έναν δεξιό ινδουιστικό όχλο, την ίδια εποχή που η ίδια η καλλιτέχνης ως μουσουλμάνα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει προσωρινά το σπίτι της στη Βομβάη.
Κι από τις εγκαταστάσεις από κοπριά αγελάδας, ύφασμα και χρωστική κουμ κουμ της Sheela Gowda (Untitled, 1997/2007), αποτέλεσμα μιας κοπιαστικής διαδικασίας ιδιαίτερα σημαντικής για την καλλιτέχνιδα που διερευνά την καθημερινή οικονομία των γυναικών στην ύπαιθρο και την αξία της εργασίας ως τα ντοκουμέντα της περφόρμανς της Rummana Hussain "Is is what you think?” (1998) που ανθίσταται στο πατριαρχικό και πλειοψηφικό βλέμμα.
Tate best of: η ΛΟΑΤΚΙ+ Νότια Αφρική του Zanele Muholi και ο φεμινιστικός μινιμαλισμός της εργατικής τάξης του Mike Kelley
Περνώντας στην Tate, στο Turbine Hall της, μόλις εγκαινιάστηκε η επιβλητική εγκατάσταση της Mire Lee’s "Open Wound”, μέρος του Hyundai Commission (μια "ανοιχτή πληγή” από μέταλλο, νερό, ύφασμα και σιλικόνη που μοιάζει να ξερνάει σπλάχνα καθώς κινείται, στο ίδιο ύφος που είχαμε δει στα Arsenale στη Μπιενάλε της Βενετίας πριν μερικά χρόνια). Ανάμεσα στις περιοδικές εκθέσεις, την παράσταση κλέβει η μεγάλη έκθεση του queer φωτογράφου Zanele Muholi (το/του/το) που είχαμε δει στην Αθήνα στην τελευταία Μπιενάλε "Έκλειψη". Γεννημένο στη Νότια Αφρική, το Zanele Muholi φωτογραφίζει τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα της χώρας συνδυάζοντας την εικαστική με την ακτιβιστική δράση. Παράλληλα, σε όλη του την καριέρα, το Muholi διερευνά το χάσμα που χωρίζει τη μετα-απαρτχάιντ Νότια Αφρική από τις αντιλήψεις περί ισότητας που προωθεί το Σύνταγμα του 1996 της χώρας, καθώς και τα συνεχιζόμενα περιστατικά βίας κατά της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ.
Στην εκτενή παρουσίαση της δουλειάς του, παράλληλα με αρχειακό υλικό σχετικά με την ορατότητα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στη Νότια Αφρική και τους σχετικούς αγώνες, δεν βλέπουμε μόνο τα εμβληματικά ασπρόμαυρα πορτρέτα που μας κοιτάζουν καταπρόσωπα αλλά και σειρές που εστιάζουν σε στιγμές στοργής και οικιεότητας ανάμεσα σε άτομα και ζευγάρια που έχουν υποστεί τραυματικά περιστατικά, ή πιο σκηνογραφημένα πορτρέτα που συνδυάζουν την αισθητική της φωτογραφίας μόδας με σχόλια πάνω στην εργασία, τον ρατσισμό, τον ευρωκεντρισμό και τις πολιτικές του σεξ. Χαρακτηριστική η σειρά που εμπνέεται από τη (στολισμένη με μανταλάκια, σε μια εικόνα) μητέρα του Muholi, Bester, και την μη αναγνωρισμένη οικιακή εργασία που είχε να φέρει εις πέρας παράλληλα με χαμηλά αμειβόμενες δουλειές και φροντίζοντας μια οκταμελή οικογένεια. Αλλά και η απόπειρα του Muholi να κουηρέψει τον δημόσιο χώρο της χώρας του φωτογραφίζοντας τρανς και γκέι άτομα στις παραλίες, επιλέγοντας τις έγχρωμες λήψεις, προκείμενου να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα και στο σήμερα και να διεκδικήσουν τη θέση τους στο δημόσιο χώρο.
Δυνατή στιγμή στην Tate Modern και η αναδρομική του Mike Kelley, ενός καλλιτέχνη δουλειά του οποίου έχουμε δει αρκετά για τα δεδομένα στην Ελλάδα, που παρόλα αυτά εδώ ανακαλύπτεις πολλές ακόμη πτυχές της ξεχωριστής δουλειάς του. Παράδειγμα αναδρομικής έκθεσης από αυτές που αποτελούν προνόμιο αντίστοιχων μουσείων και του κοινού τους, περιλαμβάνει και ένα έργο της Δωρεάς Συλλογής Δ. Δασκαλόπουλου (Hierarchical Figure, 1989).
Από τον μινιμαλισμό της εργατικής τάξης, όπως αποκαλούσε ο ίδιος ο Kelley τις πρώτες περφόρμανς του όταν σπούδαζε στο CalArts στην Καλιφόρνια μέχρι την υιοθέτηση φεμινιστικών πρακτικών όπως η χειροτεχνία σε μια απόπειρα να αντισταθεί στην εμμονή της ανδρικής μοντερνιστικής τέχνης με την τάξη και την καθαριότητα, και από τους ρόλους που υποδύθηκε με επίκεντρο χαρακτήρες στο κατώφλι της ενηλικίωσης μέχρι τις έρευνές του για τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα διαμορφώνουν την ταυτότητα και τη συμπεριφορά μας, το πολύπλευρο έργο του παρουσιάζεται σε μια έκθεση θεαματική και πληροφοριακή ταυτόχρονα, όπου αξίζει να περάσεις χρόνο.
Στην Tate Britain, πάλι, η έκθεση των φετινών υποψηφίων του βραβείου Turner Prize 2025 περνάει μάλλον απαρατήρητη. Οι 4 καλλιτέχνες.ιδες που διαγωνίζονται για το βραβείο που θα ανακοινωθεί στις 3 Δεκεμβρίου εκπροσωπούν χαρακτηριστικές τάσεις συμπερίληψης της εποχής και… κάτι σου θυμίζουν. Ξεχωρίζουν ορισμένα δωμάτια του εξπρεσιονιστικού χειροποίητου σύμπαντος της Delaine Le Bas που δουλεύει με επιτελεστικά και θεατρικά μέσα πάνω στη Ρομά ταυτότητα και κληρονομιά, και κάποια "εκθέματα” από το "μουσείο” του Pio Abad, ένα σχόλιο θεσμικής κριτικής πάνω στην απο-αποκιοποίηση και την πολιτιστική απώλεια με αναφορές και στα παιδικά του χρόνια στις Φιλιππίνες και το ρόλο των γονιών του στους αντι-δικτατορικούς αγώνες.
Στη συνειρμική εγκατάσταση της Jasleen Kaur, από την άλλη, ξεδιπλώνεται ένας συνδυασμός προσωπικών αναμνήσεων συνδεδεμένων με την πολιτιστική μνήμη του μεγαλώματος της στη Γλασκώβη, όπου οι γονείς της είχαν κατάστημα σιδερικών, και κοινωνικοπολιτικών αναφορών με επίκεντρο τον τρόπο με τον οποίο η αποικιοκρατία επηρεάζει το γράψιμο της (προσωπικής) ιστορίας, ενώ την τετράδα συμπληρώνουν οι πίνακες ζωγραφικής της Claudette Johnson που αναπαριστούν γνωστά της πρόσωπα θέλοντας να δώσουν ορατότητα στη μαύρη γυναίκα (και ορισμένες φορές τον άνδρα).