Δεν είναι η πρώτη φορά που ο επιμελητής Κώστας Πράπογλου (μέσω του αστικού μη κερδοσκοπικού οργανισμού artefact athens) μας (επανα)συστήνει ιστορικά κτίρια της Αθήνας, μετατρέποντάς τα σε χώρους εικαστικού πειραματισμού: η έκθεση "Το Φαινόμενο της Πεταλούδας" στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας Μουζάκη πέρυσι και τα εξίσου δημοφιλή πρότζεκτ "Reality Check: Inner Sanctum" στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Αττικής στο Δαφνί το 2022 και το 2021 έχουν δώσει αφορμές για επανεξερεύνηση φημισμένων τοπόσημων και εξάπλωση της μόδας παρουσίασης εκθέσεων σύγχρονης τέχνης σε ξεχασμένα, απομονωμένα, ιστορικά κτίρια. Τώρα, σειρά έχει το επιβλητικό Μέγαρο Σλήμαν-Μελά, το οποίο φιλοξενεί σε πολυάριθμους χώρους του την ομαδική έκθεση "wanderlust / all passports".
Με site specific έργα κυρίως, οι 44 σύγχρονοι καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην έκθεση διερευνούν την έννοια του ταξιδιού και πιο συγκεκριμένα του ομηρικού ταξιδιού, παρουσιάζοντας ο καθένας τη δική του ερμηνεία για το τι σημαίνει να ταξιδεύεις και καλώντας τον επισκέπτη να εμβαθύνει γύρω από ιδέες εσωτερικής διερεύνησης, υπαρξιακής αναζήτησης και συναισθηματικής ανάτασης. Ο Κώστας Πράπογλου περιγράφει τη θεματική "σαν ένα ταξίδι του πνεύματος και της ψυχής στον χωροχρόνο. Κάθε έργο είναι μία διαφορετική συνθήκη, ένα διαφορετικό ταξίδι". Ο επιμελητής επέλεξε το Μέγαρο Σλήμαν-Μελά για την παρουσίαση της έκθεσης, δίνοντας (προσωρινά) ξανά ζωή στο αθηναϊκό τοπόσημο. Στη δημοσιογραφική ξενάγηση, περιέγραψε το στήσιμο της έκθεσης ως "ένα πάρα πολύ δύσκολο εγχείρημα" αλλά και μια "συγκλονιστική εμπειρία".
Το Μέγαρο Σλήμαν-Μελά κοσμεί τη λεωφόρο της Πανεπιστήμιου από το 1890. Χτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ για την οικογένεια του Ερρίκου Σλήμαν και, παρόλο που αρχικά χρησιμοποιούταν ως συγκρότημα οικογενειακών κατοικιών, στον Β’ Παγκόσμιο Πόελμο στέγασε το Αρσάκειο εκπαιδευτικό ίδρυμα, αργότερα μετατράπηκε σε ξενοδοχείο, έγινε η έδρα δικηγορικών και συμβολαιογραφικών γραφείων, αλλά και ιστορικών καταστημάτων. Το 1921 προστέθηκαν στο κτιριακό συγκρότημα ο κινηματογράφος "Ιντεάλ" και το ομώνυμο εστιατόριο, όμως σήμερα η μοίρα του είναι να μετατραπεί ξανά σε ξενοδοχείο από τον όμιλο Mitsis Hotel, απόφαση που προφανώς έχει προβληματίσει σινεφίλ, θαμώνες του εμβληματικού κινηματογράφου και Αθηναίους που βλέπουν το ιστορικό κέντρο να χάνει σταδιακά τη μοναδική του ταυτότητα.
Το "wanderlust / all passports" εστιάζει περισσότερο στην αρχιτεκτονική ιστορία του κτιρίου. Έχοντας υπόψη το πάθος του Ερρίκου Σλήμαν για τις αρχαιότητες αλλά και την υιοθέτηση κλασικιστικών στοιχείων στα έργα του Ερνέστου Τσίλλερ, η έκθεση διερωτάται, μεταξύ άλλων, "τι κοινό έχει ο σύγχρονος ταξιδιώτης με έναν κατακτητή της αρχαιότητας ή έναν εξερευνητή του 19ου αιώνα;". Τα έργα αφήνουν ελεύθερο το πεδίο για στοχασμό και εξερεύνηση στα ερημωμένα δωμάτια και διαδρόμους του μεγάρου, προκαλώντας μία έντονα συναισθηματική περιήγηση στον θεατή.
Η είσοδος του κτιρίου δεν σε προϊδεάζει για τα όσα θα αντικρίσεις ανεβαίνοντας τα πολυκαιρισμένα σκαλιά που οδηγούν στην έκθεση. Φτάνοντας όμως στον πρώτο όροφο, γρήγορα συνειδητοποιείς ότι βρίσκεσαι μέσα σε ένα κτίριο-φάντασμα, εγκαταλελειμμένο εδώ και πολλά χρόνια, με κανένα ίχνος συντήρησης. Τα έργα βρίσκονται μέσα σε δωμάτια, ορισμένα κρέμονται στους τοίχους των διαδρόμων, ενώ υπάρχουν δύο εικαστικά πρότζεκτ στο αίθριο, στην πίσω πλευρά του κτιρίου. Στον πρώτο όροφο, ηχοτοπία, προβολές στα ταβάνια, πλαστικά φτερά, εγκαταστάσεις από βαλίτσες και "χτυπημένοι" πλανήτες κάνουν ακόμα πιο υποβλητική την περιήγηση. Μας έκανε αίσθηση το έργο του Μανώλη Μπαμπούση, "Mon Repos". Ο καλλιτέχνης εμπνέεται από την έννοια της αναψυχής και της ξεκούρασης και αντιμετωπίζει το ξενοδοχείο, ως χώρο που σχετίζεται με το ταξίδι και την ανάπαυση. Φωτογραφίες και αρχειακό υλικό από το διαδίκτυο συνομιλούν με μια εγκατάσταση από ξεσκονίστρες που κρέμονται σαν πολυέλαιος, μια απόπειρα του καλλιτέχνη να ρίξει φως σε όσα συμβαίνουν "πίσω από τις κάμερες", εκεί όπου κρύβεται το προσωπικό κάθε ξενοδοχείου.
Στον ίδιο όροφο βρίσκεται και το "Μνημείο Ψιθύρων" της Μαριάννας Στραπατσάκη, που σίγουρα θα γίνει από τα δημοφιλέστερα της έκθεσης. Διάχυτο φως "λούζει" διακριτικά τα αποσυναρμολογημένα καθίσματα του "Ιντεάλ", που δώρισε ο διαχειριστής του σινεμά Γιώργος Σπέντζος για χάρη της έκθεσης. Η Στραπατσάκη διαχειρίζεται νοήματα μνήμης και ταυτότητας, καλώντας μας να αναρωτηθούμε τι αναμνήσεις κουβαλάει κάθε κάθισμα, τι επιφυλάσσει το μέλλον και πώς η καταστροφή μπορεί να οδηγήσει σε αναγέννηση. Ο Κώστας Πράπογλου μάς ανέφερε ότι υπήρξε η επιθυμία να φιλοξενήσει έργα και στο κλειστό πια "Ιντεάλ", όμως δεν ήταν εφικτό καθώς ο κινηματογράφος είναι "στατικά προβληματικός", σχόλιο που έχει ειπωθεί στο παρελθόν από τον όμιλο Mitsis ως εξήγηση για την αναστολή της λειτουργίας και την έναρξη των έργων συντήρησης και αποκατάστασής του.
Την αποδόμηση διερευνά και η Άντα Πετρανάκη με το "Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο", εστιάζοντας ωστόσο στην παιδική μας ηλικία. Μια επιχρυσωμένη παιδική χαρά, βυθισμένη στο χώμα, αποσυντίθεται και σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσο αντικειμενική είναι τελικά η μνήμη μας όταν βλέπουμε, μυρίζουμε ή ακούμε κάτι που την ανασύρει.
Στον δεύτερο όροφο τα πράγματα γίνονται πιο ενδιαφέροντα: Ανάγλυφα ζωγραφικά έργα της Άννας Αντάρτη ("Manuport"), μακέτες του Απόστoλoυ Φ. Βέττα που παίζουν με φωτοσκιάσεις ("Ερείπια από Χαρτί και Ατελεύτητες Ιστορίες"), αφηγήσεις για τη χορεύτρια Ισιδώρα Ντάνκαν αλλά και την οικογένεια Σλήμαν, η εγκατάσταση με θραύσματα από καΐκια της Πάρου (Δήμητρα Σκανδάλη, "Ναυτικές Ιστορίες"), αλλά και ένα από τα πιο δυνατά έργα της έκθεσης, η μεγάλη εγκατάσταση της Susan Daboll "A Journey to Presence". Η Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα καταλαμβάνει πέντε δωμάτια και κάνει αναφορά στα παιδικά της χρόνια, ανακατασκευάζοντας την κουζίνα της γιαγιάς της, ένα ιδιόμορφο θέατρο, ένα γραφείο, ένα δωμάτιο που συμβολίζει τη γραμμή της ζωής και ένα δωμάτιο κάθαρσης που μας οδηγεί ξανά στον διάδρομο του δεύτερου ορόφου. Καταλήγουμε στον κήπο για τις δύο τελευταίες στάσεις του "wanderlust", τους κίονες και τα ξύλινα κιβώτια της Εύης Σαββαΐδη ("Αρχαιολατρία") και τις κεραμικές αρκούδες που διαδηλώνουν για τα δικαιώματα τους και την καταστροφή της φύσης, του Νίκου Τρανού ("Χειμερία Νάρκη").
Μπαινοβγαίνοντας στα δωμάτια στολισμένα με έργα σύγχρονης τέχνης, περπατώντας στα σχεδόν σαπισμένα πατώματα και περνώντας δίπλα από τοίχους που καταρρέουν, μπορεί να νιώσεις δέος, όμως αυτό που μας προκάλεσε η έκθεση ήταν θλίψη για την κατάσταση του επιβλητικού μεγάρου, η οποία εντείνεται αν σκεφτούμε την προσεχή επαναλειτουργία του ως ξενοδοχείο. Διαβάζοντας για την πλούσια ιστορία του κτιριακού συγκροτήματος σε έναν πίνακα με πληροφορίες που έχει στηθεί στον κήπο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την έλλειψη αφηγήσεων που να διερευνούν πού οδεύει το Μέγαρο Σλήμαν-Μελά. Υπάρχουν, βέβαια, καλλιτέχνες που εμπλέκουν παρόν και παρελθόν, ιστορία και μέλλον, αλλά η γενική θεματική του ταξιδιού καθιστά ελεύθερα σε ερμηνεία τα έργα. Επιλογή που, μεν, αφήνει αχαλίνωτη τη φαντασία μας ως θεατές, αποφεύγει, δε, οποιαδήποτε (αναγκαία, κατ’ εμέ) συσχέτιση με το αβέβαιο μέλλον του κτιριακού συγκροτήματος, την άτυχη κατάληξη του "Ιντεάλ" και το διαρκώς αυξανόμενο ζήτημα του εξευγενισμού που ταλανίζει το αθηναϊκό κέντρο. Το εικαστικό εγχείρημα είναι, παρόλα αυτά, η μοναδική ίσως ευκαιρία να δούμε το μέγαρο πριν αλλάξει εντελώς ταυτότητα.
Λίγο πριν ξεκινήσει η ξενάγηση, τέθηκε επίσης το ζήτημα της υποστήριξης της έκθεσης από την Πρεσβεία του Ισραήλ, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις του κοινού λίγες μέρες πριν τα εγκαίνια. Το BDS Greece δημοσίευσε ανοικτή επιστολή κατακρίνοντας τη χορηγία επικοινωνίας και την Τρίτη 15/10 ο Κώστας Πράπογλου ανακοίνωσε την απόφασή του να διακόψει τη συνεργασία με την πρεσβεία.
Η έκθεση εγκαινιάζεται σήμερα, 17/10, με ελεύθερη είσοδο.
Παρακαλούνται οι επισκέπτες να εισέρχονται στον χώρο της έκθεσης με πεζά κλειστά υποδήματα.
Δείτε όλες τις εκθέσεις της πόλης στον οδηγό τεχνών του athinorama.gr.
Περισσότερες πληροφορίες
wanderlust / all passports
Χτισμένο από τον αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ το 1890 για την οικογένεια του Ερρίκου Σλήμαν, το Μέγαρο Σλήμαν-Μελά ξεκίνησε τη ζωή του ως συγκρότημα οικογενειακών κατοικιών και στη συνέχεια στέγασε πολλά ιστορικά στέκια, με πιο πρόσφατα το αδικοχαμένο σινεμά «Ιντεάλ». Σήμερα, το κτίριο βρίσκεται ξανά σε μετάβαση καθώς θα μετατραπεί σε ξενοδοχείο, με αποκατεστημένα όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και διακοσμητικά χαρακτηριστικά που χάθηκαν με την πάροδο του χρόνου. Οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες συνομιλούν με έννοιες του χωροχρόνου και πραγματεύονται νοήματα που σχετίζονται με το μέλλον μέσα από το πρίσμα του παρελθόντος και του παρόντος. Τέτοιες ιδέες μετατρέπονται σε υποκειμενικές συνθήκες όπου μια οπτική γωνία παρεμβαίνει και επηρεάζει η μια την άλλη, επανεγράφοντας και ανατρέποντάς την, οδηγώντας σε μια αναδιάρθρωση των νοητικών αξόνων και της αντίληψής μας για τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Οι μεγάλες αίθουσες, τα μικρότερα δωμάτια, οι διάδρομοι και τα διάφορα περάσματα συγκροτούν μια συνειδησιακή ροή και μια συναισθηματική διαδρομή. Η ενεργοποίηση αυτού του χώρου αντιπροσωπεύει συμβολικά μια πνοή ζωής, δημιουργικότητας και έμπνευσης. Σηματοδοτεί μια ζωτική δύναμη και μια επιθυμία για αναγέννηση και εξέλιξη.