Ο "Φάμπιαν" έχει μεταφραστεί δύο φορές στα ελληνικά. Η δεύτερη μετάφραση κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια από τις εκδόσεις Πόλις. Το κείμενο ήταν πλήρες, αποκατεστημένο και με τον τίτλο που προτιμούσε ο Κέστνερ: "Στο χείλος της αβύσσου".
Η πρώτη, από καιρό εξαντλημένη, εμφανίστηκε στη σειρά τσέπης του Οδυσσέα, με τη χαρακτηριστική κόκκινη ρίγα στη ράχη κι ένα εξώφυλλο που θα με στοιχειώνει για πάντα. Ένας άντρας, με καπέλο και παλτό, έχει γείρει μπροστά και μολονότι έχει καρφώσει το μπαστούνι του στο χορτάρι, είναι έτοιμος να αιωρηθεί πάνω από την άβυσσο. Ακόμα κι αν η άβυσσος είναι το σπίτι, το γραφείο, το κρεβάτι του.
Παρά τις περιπλανήσεις του Φάμπιαν στους δρόμους και τα δωμάτια του μεσοπολεμικού Βερολίνου, παρά τις συνευρέσεις, τα εμπόδια και τις αποτυχίες του, ο ήρωας του Κέστνερ παραμένει ηθικά ακέραιος. Το πολύτιμο φορτίο που κουβαλά δεν εξαντλείται ποτέ.
Μόνο που δεν είναι ένας τυπικός "φλανέρ", ένας τύπος που υπολογίζει τα βήματά του και ακκίζεται με τις τρομερές ανακαλύψεις του. Είναι ένας αδέξιος περιπατητής που διαρκώς ρισκάρει επειδή αγαπά τους ανθρώπους και όχι τον εαυτό του. Περπατάει καθώς η σκληρή εκδοχή της πόλης ξεδιπλώνεται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο και καθρεφτίζεται στο πρόσωπό του. Ο Φάμπιαν δεν ψάχνει για ίχνη. Ψάχνει για μια απόδειξη που θα του επιτρέψει να μην παραιτηθεί.
Ίσως ο λόγος που εξακολουθώ να διαβάζω το βιβλίο είναι επειδή δεν μπορώ να βρω τον Φάμπιαν γύρω μου, όσο κι αν τον αναζητώ. Απογοητευμένος, επιστρέφω στις σελίδες του. Μπορώ να συναντήσω τη μελαγχολία του Λαμπούντε, του επιστήθιου φίλου του, μπορώ ν’ αγνοήσω την αφέλεια της Κορνέλια, της ερωμένης του, μπορώ να πέσω πάνω στην ξεδιαντροπιά του Μπράιτκοπφ, του διευθυντή του, αλλά δυσκολεύομαι να βρω τον ίδιο, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνω πεισματικά την ανάγνωση.
Ο "Φάμπιαν" είναι ένα μυθιστόρημα που θα έπρεπε να έχει γραφτεί σήμερα. Επειδή συνοψίζει την κατάστασή μας κατά τη διάρκεια της τελευταίων ετών -το βάρος, την απειλή, τον πανικό- κι αναρωτιέμαι μήπως γράφεται τώρα τελικά. Πιστεύω πως ο "Φάμπιαν" γράφεται την ώρα που διαβάζεται γιατί όταν σηκώνω τα μάτια μου από τις σελίδες του, κάτι έχει αλλάξει εκεί έξω. Κάτι έχει αντικατασταθεί και δεν υπάρχει πια.
Αλίμονο. Αυτό δεν σημαίνει πως το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί. Υπάρχουν ολόφρεσκα κι ευπώλητα βιβλία που ενθουσιάζουν την κριτική, ενώ η ανάγνωση του "Φάμπιαν" ακολουθεί την αντίθετη κατεύθυνση. Είναι μια αναποδογυρισμένη εμπειρία. Το μυθιστόρημα του Κέστνερ είναι ένα ενοχλητικό βιβλίο, μην το διαβάσετε, μην τολμήσετε να τ’ αγοράσετε γιατί τότε θα καταλάβετε τι ψέματα μας έχουν αραδιάσει για τα πρόσφατα αριστουργήματα που ήδη μαραίνονται στις βιβλιοθήκες μας. Φυλαχτείτε. Οι στάχτες του σιγοκαίουν από τη δεκαετία του ’30 και δεν έχουν πάψει να είναι επικίνδυνες.
Όταν ο Κέστνερ παρέδωσε το χειρόγραφο του "Φάμπιαν" στον εκδότη του, δεν φανταζόταν σε τι βαθμό θ’ αλλοιωνόταν το μυθιστόρημα μέχρι την κυκλοφορία του, προκειμένου να εξομαλυνθεί η αναστάτωση που θα προκαλούσε στον αναγνώστη αν διάβαζε αυτό που είχε σκαρφιστεί ο νεαρός συγγραφέας. Ν’ ανασυνθέσει το Βερολίνο σαν ένα μεγάλο πανόραμα παρακμής, χρησιμοποιώντας το ατημέλητο ύφος του "Ο Αιμίλιος και οι ντετέκτιβ", το παιδικό βιβλίο που τον είχε κάνει διάσημο.
Ο Κέστνερ είχε προσεγγίσει τη γλώσσα του "Φάμπιαν" χωρίς να ξεχνά την απλότητα με την οποία γράφονται τα βιβλία για παιδιά, αν και τώρα απευθυνόταν σ’ ενήλικους, μ’ επακόλουθο τα μαλακά στοιχεία της γραφής του να έχουν δέσει σ’ ένα κόκαλο, μακρύ σαν μπαστούνι, σπρώχνοντας έτσι τους αναγνώστες σ’ ένα λογοτεχνικό σύμπαν που τους έφερνε, απότομα, αντιμέτωπους με τη ζωή τους.
Έπρεπε να περάσουν δεκαετίες μέχρι το βιβλίο να εκδοθεί χωρίς περικοπές. Ποιος το περίμενε! Το μόνο που κατάφεραν οι λογοκριτές του ήταν να έχουμε στη διάθεσή μας τελικά δύο εκδοχές του: δύο Φάμπιαν, δύο απελπισμένους υποστηρικτές της ηθικής, δύο μάρτυρες που δεν σταματούν να ταλαντεύονται σαν μετρονόμοι σε σκοτεινούς καιρούς.
Αυτές τις μέρες είναι η 50η επέτειος θανάτου του Κέστνερ, σχεδόν ολόκληρη η ζωή μου. Ιδού μια αδιάφορη αφορμή για να θυμηθούμε ένα μυθιστόρημα που δεν το έχει ανάγκη.