"Διαθήκη", Βίτολντ Γκομπρόβιτς (Πατάκης, 2014, μτφρ. Θεόφιλος Τραμπούλης)
Πριν μια δεκαετία, επέστρεψα από το νησί που παραθέριζα για την κηδεία του Ντενί. Πέρασα από τον Παπασωτηρίου της Πανεπιστημίου, έκλεψα τη "Διαθήκη" που μόλις είχε κυκλοφορήσει, και μετά περπάτησα μέσα στη ζέστη μέχρι την καθολική εκκλησία, στο ύψος της Ομήρου, για τη νεκρώσιμη ακολουθία. Ο Ντενί Λομ ήταν συγγραφέας και εικονογράφος. Βασικά, ήταν ποιητής. Μπορεί κανείς να βρει τα βιβλία του στην Άγρα και στις Cube Art Editions. Λάτρευε τον Γκομπρόβιτς. Ένα βράδυ, μάλιστα, αρχές της νέας χιλιετίας, με είχε συστήσει στη Ρίτα, τη χήρα του. Ήταν φίλοι. Η "Διαθήκη" είναι οι συνομιλίες του με τον Ντομινίκ Ντε Ρου, συγγραφέα και εκδότη. Σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα του Γκομπρόβιτς είναι εξαντλημένα, όπως το "Φερντυτούρκε", το αριστούργημά του. Φυσιολογικό. Πρόκειται για επικίνδυνα βιβλία: "Εγώ να εξεγερθώ; Πώς; Εγώ; Ένας υπηρέτης;"
"Η ωμότητα των πραγμάτων. Συζητήσεις με τον Francis Bacon", Ντέιβιντ Σιλβέστερ (Άγρα, 1988, μτφρ. Σπύρος Παντελάκης)
Αν επιθυμείτε να αράζετε στις ξαπλώστρες δίπλα στη θάλασσα και να χαζεύετε πίνακες που θυμίζουν ωμό κρέας κρεμασμένο σε τσιγκέλια, οι συζητήσεις του κριτικού τέχνης Ντέιβιντ Σιλβέστερ με τον ζωγράφο Φράνσις Μπέικον είναι το ιδανικό ανάγνωσμα. Αυτές οι εννιά συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν από το ’62 ως το ’86 είναι ένα μπαράζ ερωτοαπαντήσεων για τη βία, τον έρωτα, τη σταύρωση, το τυχαίο, τη μανία και τη διαύγεια: "Ο καλλιτέχνης μπορεί να ανοίξει ή μάλλον να ξεκλειδώσει τις βαλβίδες της αίσθησης, ώστε να επαναφέρει τον παρατηρητή πίσω στη ζωή πιο βίαια". Η αγαπημένη μου φιλόλογος μου είχε κάνει δώρο την έκδοση, με την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Μπέικον στο κροκί φόντο, στην τελευταία τάξη του λυκείου. Ακόμα να ξεμπλέξω.
"Ο ανυπόφορος γκάουτσο", Ρομπέρτο Μπολάνιο (Άγρα, 2024, μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος)
Μόνο και μόνο για τη σελίδα 210: "Οι σημερινοί συγγραφείς δεν είναι πια εύποροι νεαροί, πρόθυμοι να κατακεραυνώσουν την κοινωνική ευπρέπεια, ούτε φυσικά ένα τσούρμο απροσάρμοστοι, είναι άτομα βγαλμένα από τη μεσαία τάξη και από το προλεταριάτο έτοιμα να σκαρφαλώσουν στο Έβερεστ του σεβασμού, του επιθυμητού σεβασμού. Είναι άτομα της χαμηλής μεσαίας τάξης που ελπίζουν να τελειώσουν τις μέρες τους στην ανώτερη μεσαία τάξη. Δεν απορρίπτουν το σεβασμό. Τον αναζητούν απελπισμένα. Για να φτάσουν σε αυτόν πρέπει να ιδρώσουν πολύ. Να υπογράφουν βιβλία, να χαμογελούν, να ταξιδεύουν σε άγνωστα μέρη, να χαμογελούν, να κάνουν τον παλιάτσο σε πρωινάδικα, να χαμογελούν πολύ, προπάντων να μη δαγκώνουν το χέρι που τους ταΐζει, να πηγαίνουν σε εκθέσεις βιβλίου και να απαντούν με ευστροφία στις πιο ηλίθιες ερωτήσεις, να χαμογελούν και στις χειρότερες περιστάσεις, να παίρνουν ύφος ιδιοφυΐας, να ελέγχουν τη δημογραφική αύξηση, να λένε πάντοτε ευχαριστώ". Αμήν.
"Τσάι στη Σαχάρα", Πολ Μπόουλς (Μεταίχμιο, 2019, μτφρ. Νίκος Α. Μάντης)
Δεν θυμάμαι τίποτα από το βιβλίο. Θυμάμαι μόνο πως το διάβαζα εκείνο το δύσκολο καλοκαίρι του 2009 σ’ ένα καφενείο της Ανάφης, προτού την ανακαλύψουν στρατιές από μοδάτους καλλιτέχνες, χαρούμενους ηθοποιούς, μουράτους γραφίστες που επιμένουν να κάνουν σκέιτμπορντ στα πενήντα τους, λες και είναι ρέπλικες του Χάρμονι Κορίν. Το "Τσάι στη Σαχάρα" εξακολουθεί να είναι μία από τις μεγαλύτερες θερινές αναγνωστικές απολαύσεις που έχω ζήσει ποτέ. Θυμάμαι πως το ύφος του Μπόουλς μού είχε φανεί συγκλονιστικό, δηλαδή λεπτό σαν κρύσταλλο και ζεστό σαν άμμος, μα δεν θυμάμαι τίποτα παραπάνω. Στο τέλος, το μόνο που μένει είναι εικόνες από τη μέτρια ταινία του Μπερτολούτσι, η καράφλα του Μάλκοβιτς ή ο κόκκινος μπερές της Γουίνκερ, βαρετά τουριστικά ινσταντανέ του εξωτισμού από την έρημο. Η έκδοση της Απόπειρας έχει εξαντληθεί, αλλά υπάρχει η μετάφραση του συγγραφέα Νίκου Α. Μάντη. Ούτε αυτός τόλμησε ν’ αποδώσει στα ελληνικά τον αυθεντικό τίτλο: "The Sheltering Sky". Καταφύγιο και φυλακή μαζί.
"Homo Faber", Μαξ Φρις (Πατάκης, 2014, μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου)
Προσπαθώ να ενώσω τα κομμάτια από το μυθιστόρημα του Φρις που πρωτοκυκλοφόρησε το ’57. Αλλά δεν τα καταφέρνω. Κι ας είναι ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα. Μόνο σκόρπιες εικόνες: ένα αεροπλάνο, η Γουατεμάλα, μια κινηματογραφική μηχανή, το βλέμμα του μηχανικού Βάλτερ Φάμπερ που έχει το ψυχρό συναισθηματισμό των μεγάλων ηρώων της λογοτεχνίας, ένα ταξίδι με πλοίο, ένα νεαρό κορίτσι, το τσίμπημα ενός φιδιού, η Ζυρίχη, η Νέα Υόρκη, η Αθήνα: "Έβρισκα την Αθήνα απαίσια πόλη, δεν μπορούσα να φανταστώ πώς μπορεί να ζει κανείς εδώ, κωμόπολη, σε μερικές μεριές χωριό, λεβαντίνικο, πλήθος άνθρωποι μέσα στη μέση του δρόμου, μετά ξανά ερημιά, ερείπια, στο ενδιάμεσο απομίμηση μεγαλούπολης, απαίσια" (εδώ από την εξαντλημένη έκδοση του Κάλβου). Τα βιβλία που σε καθορίζουν δεν αφήνουν τίποτα στη μνήμη σου. Τα σπρώχνουν όλα κατευθείαν στο αίμα σου.
"Ιστορίες του κυρίου Κόινερ", Μπέρτολτ Μπρεχτ (Κείμενα, 2022, μτφρ. Πέτρος Μάρκαρης)
Αν σας θυμώσουν κάποιοι που παίζουν ρακέτες δίπλα σας ή ο νησιώτης ταξιτζής που προσπαθεί να σας κλέψει κάτω από τη μύτη σας ή ο ανάγωγος τουρίστας που νομίζει πως έχει αγοράσει ακόμα και τον αέρα που αναπνέετε, τότε χρησιμοποιείστε αυτό το μικρό βιβλίο του Μπρεχτ σαν όπλο. Μιλάει σχεδόν για τα πάντα. Για τα λάθη, την αγάπη, τη βία, τη φιλοξενία, την ιδιοκτησία, την ποίηση, την παρεξήγηση, τη δωροδοκία, τις εφημερίδες, το καλό ύφος και τη θυσία. Έχω στα χέρια μου την πρώτη έκδοση του "Κόινερ", από τις αυθεντικές εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ του Φίλιππου Βλάχου, με τη λιτή τυπογραφία, τη ροζ ρίγα στο εξώφυλλο, ανάμεσα στο όνομα του συγγραφέα και τον τίτλο, κι ένα λεκέ πάνω δεξιά, μάλλον από κάποιον καφέ που ήπιε ο θείος μου το ’71, όταν αγόρασε το βιβλίο. "Ρώτησαν τον κ. Κ.: Τι φτιάχνετε τώρα; Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: Κουράζομαι πάρα πολύ, ετοιμάζω το επόμενο λάθος μου".
"Παραμύθια από το τηλέφωνο", Τζάνι Ροντάρι (Μεταίχμιο, 2011, μτφρ. Άννα Παπασταύρου)
Όλο το καλοκαίρι του ’15 διάβαζα κάθε βράδυ τις ιστορίες του Ροντάρι. Στον γιο μου, λίγο πριν αποκοιμηθεί. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα πέντε. Ξεφυλλίζω τώρα τη σκληρόδετη έκδοση, με την εικονογράφηση του Αλτάν, και σκέφτομαι πόσο θα μου άρεσε να του διάβαζα για τελευταία φορά την παραλλαγή στο μύθο του βασιλιά Μίδα, ενώ ξέρω πως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ξανά. Είναι έφηβος πια: "Ο βασιλιάς Μίδας ήταν σπάταλος, ώσπου βρέθηκε χωρίς δεκάρα. Πήγε στο μάγο και του είπε πως ό,τι αγγίζουν τα χέρια του, θα γίνεται χρυσάφι. Στην αρχή, ο βασιλιάς χάρηκε πολύ. Γέμισε χρυσό. Μα μετά, το νερό έγινε χρυσό, όπως και το ψωμί. Πείνασε και δίψασε. Το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το μαξιλάρι ήταν σκληρό, χρυσό. Πήγε στον μάγο. Ο μάγος είπε πως σε επτά ώρες τα μάγια θα λυθούν. Αλλά μέχρι να περάσουν αυτές οι ώρες, ό,τι αγγίζεις, θα γίνεται σκατά. Ο Μίδας ήταν ανυπόμονος και γέμισε σκατά".
"Νυχτολόγιο", Τάκης Σινόπουλος (Κέδρος, 1990)
Ένας καλός φίλος με ρώτησε αν έχω διαβάσει Σινόπουλο. Πήγα στη βιβλιοθήκη και βρήκα το "Νυχτολόγιο" (μου πήρε κάμποση ώρα, όχι επειδή έχω πολλά βιβλία, αλλά επειδή είμαι ακατάστατος). Τι είναι το "Νυχτολόγιο"; Μικρές ημερολογιακές καταγραφές της θλίψης και της εμπάθειας από έναν γιατρό που ζούσε στον Περισσό και ήταν πάντα δυσαρεστημένος, βαρύς, σκυθρωπός. Ένα αβάσταχτο βιβλίο, μαύρο, μίζερο όπως το ’78, έτος κυκλοφορίας του. Τρία χρόνια αργότερα, ο Σινόπουλος θα πέθαινε από καρδιά, παραμονή Πάσχα. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν το προτείνω για καλοκαίρι: "Τίποτα, δηλαδή σχεδόν τίποτα. Μονάχα την κριτική, αν υπάρχει κι αυτή, συνήθως από ανθρώπους που άλλα γράφεις κι άλλα καταλαβαίνουν, ύστερα έχεις τις γνώμες των 'φίλων' κατά κανόνα ευνοϊκές ή ενθουσιώδεις, ψεύτικες δηλαδή, πού και πού κανένα γράμμα από γνωστό ή άγνωστο — λίγα πράγματα, πολύ λίγα, για να σε ξεδιψάσουν, να σε ικανοποιήσουν, να σου δώσουν έστω και μια ελάχιστη ανταμοιβή για το μόχθο σου, τον αγώνα με τη γλώσσα, τις αγρύπνιες, τις αγωνίες". Υπερβολές και αλήθειες.
"Ημερολόγια", Άλεν Γκίνσμπεργκ (Εστία, 1993, μτφρ. Σπύρος Μεϊμάρης)
Ένα ακόμη βιβλίο που διάβασα εκείνο το περίεργο καλοκαίρι του 2009. Το ημερολόγιο ξεκινάει την άνοιξη του ’52 στη Νέα Υόρκη και καταλήγει στη Μομπάσα, δέκα χρόνια αργότερα. Λίγο πριν, ο Γκίνσμπεργκ επισκέπτεται την Ελλάδα. Μια φωτογραφία του, μπροστά στην Ακρόπολη. 30 Αυγούστου του ’61. Τριανταπέντε χρονών. Σελίδες από το σημειωματάριό του. Άτσαλα σκίτσα ενός ποιητή. Ολυμπία, Ύδρα, Άργος, Φαιστός, Αθήνα: "Μεθυσμένος από τρία μπουκάλια κρασί περιπλανήθηκα στους δρόμους στο φως του ήλιου την ώρα της μεσημεριανής ανάπαυσης, προσπάθησα να ηρεμήσω μ’ ένα γεύμα του ενός δολαρίου σε καλό εστιατόριο στη Βασιλίσσης Σοφίας και πήγα στο πάρκο να χαζέψω τις πάπιες και ν’ ακουμπήσω την ψυχή μου στ’ αγόρια που περιδιάβαζαν με σκισμένα παντελόνια και άσπρες ναυτικές στολές".
"Μια ζωή μέσα στη φωτιά. Εξομολογήσεις", Μαρίνα Τσβετάγιεβα (Εστία, 2008., μτφρ. Μάρω Κατσίκα)
Περασμένα μεσάνυχτα, ένα βιβλίο πέφτει από τη βιβλιοθήκη, είναι ένα "τούβλο" 900 σελίδων που κάποτε είχα διαβάσει απνευστί. Μου κάνει εντύπωση που επέζησα από εκείνη την ανάγνωση: "Άλλωστε, δεν είμαι φτιαγμένη για τη ζωή. Μέσα μου όλα είναι πυρκαγιά! Μπορώ να βρίσκομαι σε δέκα σχέσεις την ίδια στιγμή και από τα βάθη της ψυχής μου να υποστηρίζω για καθεμία από αυτές — ότι είναι μοναδική. Είμαι ένας άνθρωπος ρακένδυτος, ενώ εσείς φέρετε πλήρη εξάρτυση. Τα έχετε όλα: τέχνη, κοινωνική ζωή, φιλίες, διασκέδαση, οικογένεια, υποχρεώσεις, εγώ, στο βάθος, δεν έχω ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ. Δεν χωράω σε κανένα σχήμα — ούτε καν στο σύμπαν των ποιημάτων μου! Δεν μπορώ να ζήσω. Δεν έχω τίποτα κοινό με τους ανθρώπους. Μπορώ να ζήσω μόνο στο όνειρο". Καλές βουτιές!