Μπορεί να χαρτογραφηθεί μια περιοχή μέσα από τις μπουγάδες της; Aκολουθώντας σκοινιά, μανταλάκια και απλωμένα ρούχα, η Θεοδώρα Μαλάμου επιχείρησε μια εναλλακτική καταγραφή της ζωής στις γειτονιές νοτιοδυτικά της Πατησίων παρατηρώντας ότι ενώ "στη σύγχρονη Αθήνα η μπουγάδα βάσει κανονισμού πρέπει να είναι σεμνή και διακριτική, στις περιοχές γύρω από την πλατεία Βικτωρίας έχει σηκώσει το δικό της, αυθάδικο μπαϊράκι, προσθέτοντας ένα σουρεαλιστικό πρόσημο στην καθημερινότητα της συνοικίας”. Το εικαστικό project, το οποίο συμπληρώθηκε μόλις από την έκδοση Athens Laundry Μπουγάδα (εκδόσεις Dolce) "χρησιμοποιεί αυτή την καθημερινή συνήθεια σαν όχημα διερεύνησης των μορφών συνύπαρξης στην πολύπλοκη και πολυπολιτισμική πραγματικότητα της πρωτεύουσας”. Ζητήσαμε από την εικαστικό να μας παρουσιάσει τη διαδρομή του αλλά και τις αγαπημένες της διαδρομής γύρω από τη Βικτώρια.
Από φωτογραφικό project στα social media σε "έκθεση” στον ημιδημόσιο-ημι-ιδιωτικό χώρο και τώρα βιβλίο. Ποια είναι η ιστορία της "Μπουγάδας”;
To πρότζεκτ Athens laundry bougada, ή απλώς "Μπουγάδα” για συντομία, ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2020 ως μια καταγραφή στα social media. Μέσα από την επισταμένη φωτογράφηση των απλωμένων ρούχων στην πλατεία Βικτωρίας και τις πέριξ περιοχές, επιχειρούσε να καταγράψει την πραγματικότητα, την καθημερινή ζωή και το πολυπολιτισμικό γίγνεσθαι της γειτονιάς. Λίγο αργότερα προστέθηκε το εικαστικό σκέλος, όπου εννέα έργα σε ύφασμα, σύγχρονων καλλιτεχνών -της Ειρήνης Μπαχλιτζανάκη, Μαρίας Βαρελά, Ίριδας Πλαϊτάκη, The Callas, Μαρίνας Βελησιώτη, Μαριλίας Κολυμπίρη, Eleanor Lines, Σοφίας Κουλουκούρη και το δικό μου- φωτογραφήθηκαν κρεμασμένα σε μπαλκόνια διαφορετικών κτιρίων της περιοχής και παρουσιάστηκαν επίσης στις σελίδες του πρότζεκτ.
Γιατί αποφάσισες να προχωρήσεις στην έκδοση και πώς χρηματοδοτήθηκε το όλο εγχείρημα;
Η ομώνυμη έκδοση που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό προέκυψε από την ανάγκη να παρουσιαστεί πιο ολοκληρωμένα το πλαίσιο της δράσης, με τη σύμπραξη τριών κειμένων που την προσεγγίζουν από αρχιτεκτονική, εικαστική και κοινωνιολογική σκοπιά, γραμμένα από τον αρχιτέκτονα Πάνο Δραγώνα, την θεωρητικό και επιμελήτρια Δώρα Βασιλάκου και την κοινωνική και πολιτισμική ερευνήτρια Ιφιγένεια Δημητράκου. Είναι, ουσιαστικά, το επόμενο βήμα εξέλιξης του πρότζεκτ που περιλαμβάνει σκέψεις και πληροφορίες για την περιοχή, όχι απλά μια καταγραφή των όσων έχουν παρουσιαστεί ως τώρα.
Ως προς την χρηματοδότηση, όταν ξεκίνησε η ετοιμασία του βιβλίου από τον Φάνη Δαλέζιο και την Ματίνα Νικολαΐδου των εκδόσεων Dolce, δεν είχα καταφέρει να βρω κάποια οικονομική χορηγία, έτσι, ανέλαβα άλλες δουλειές (συνήθως την επικοινωνία πολιτιστικών εκδηλώσεων) μετά την πρωινή μου εργασία, προκειμένου να συγκεντώσω το απαραίτητο ποσό για την πραγματοποίηση της έκδοσης και την αμοιβή των συντελεστών. Σε μια αναπάντεχη τροπή των πραγμάτων, λίγο πριν πάει το βιβλίο στο τυπογραφείο, το ίδρυμα Ωνάση εξέφρασε το ενδιαφέρον του για να υποστηρίξει την έκδοση και κάλυψε ένα μέρος των εξόδων.
Με ποιόν τρόπο αντιμετώπισες την πρόκληση του να μην κάνεις ένα περιγραφικό έργο στο πλαίσιο της πανδημίας αλλά και του να μην πέσεις στην παγίδα της εξωτικοποίησης/ εργαλειοποίησης του/της "άλλου-ης” καθώς υλοποιούσες τα πρώτα στάδια του project;
"Ήθελα πάση θυσία να αποφύγω την περίπτωση να βρεθούν σε θέση εκθέματος προς παρατήρηση, χάριν κάποιας "καλτ” ωραιοποίησης του ξεχασμένου / παρηκμασμένου κέντρου".
Ελπίζω να τα κατάφερα! Το Athens laundry bougada είναι ένα προσωπικό πρότζεκτ, που εστιάζει στην περιοχή όπου μεγάλωσα και ακόμα ζω, οπότε με αφορά προσωπικά. Με απασχόλησε πολύ ο τρόπος που θα παρουσιαζόταν ώστε να μην φέρει την αίσθηση πως χρησιμοποιεί τους κατοίκους και την περιοχή σαν κάτι το ιδιόμορφο. Άλλωστε είμαι μέρος αυτής της καθημερινότητας και θεωρώ ότι αυτό βοήθησε στο να μην κάνω κάτι που θα ήταν προσβλητικό ή άβολο για τους γείτονές μου, εξ’ ου και η επιλογή να μην παρουσιαστούν τα έργα σε μορφή περιπάτου προσκαλώντας επισκέπτες, αλλά να αναρτηθούν κατευθείαν στα social. Ήθελα πάση θυσία να αποφύγω την περίπτωση να βρεθούν σε θέση εκθέματος προς παρατήρηση, χάριν κάποιας "καλτ” ωραιοποίησης του ξεχασμένου / παρηκμασμένου κέντρου. Δεν είμαι αρνητική σε τέτοιου είδους προσεγγίσεις, αλλά σε περιοχές που έχουν περάσει δύσκολα και οι κάτοικοι έχουν ταλαιπωρηθεί, φοβηθεί, κουραστεί, χρειάζεται κάποια ευαισθησία. Άλλωστε, όπως έχει πει και ο Jarvis Cocker, "everybody hates a tourist / especially one who thinks it’s all such a lough”.
Το ότι η Μπουγάδα συνέπεσε με την πανδημία ήταν συγκυριακό, είχα το πρότζεκτ στο μυαλό μου για πολύ καιρό, το ξεκίνησα το καλοκαίρι πριν την εμφάνιση του covid στην Ελλάδα και έτυχε το εικαστικό σκέλος να εμφανιστεί όταν μπαίναμε στο πρώτο lockdown, γεγονός που του έδωσε μεγάλη δυναμική και αναγνωρισιμότητα.
Πώς δούλεψαν οι καλλιτέχνες που κάλεσες να συμμετέχουν και τι κρατάς από τη διάδραση με τους ενοίκους των διαμερισμάτων;
Ακριβώς επειδή οι φωτογραφήσεις έγιναν εν μέσω πανδημίας, δεν υπήρχε η άνεση να γίνουν με τη φυσική παρουσία των καλλιτεχνών. Ακόμα και η διευθέτηση με τους γείτονες όφειλε να είναι προσεκτική -έμπαινα μόνο εγώ στο σπίτι τους για να κρεμάσω το έργο και είχα ένα-δύο φίλους να βοηθάνε εξωτερικά. Οπότε με τους καλλιτέχνες συζητούσα κυρίως το πριν, το σκεπτικό και εκείνοι πρότειναν το έργο που πίστευαν ότι θα ταιριάζει ή ενδεχομένως αν είχαν κάποια προτίμηση ως προς το είδος του κτιρίου όπου θα ήθελαν να το δουν. Πρέπει να πω ότι ήταν φοβερό που με εμπιστεύτηκαν τόσο, δεν το θεωρώ δεδομένο. Στο τέλος τους έστελνα υλικό από τη φωτογράφηση για να λάβω την έγκρισή τους και να προχωρήσω στην αντίστοιχη ανάρτηση.
Η διάδραση με τους ενοίκους ήταν από τις ωραιότερες στιγμές της διαδικασίας. Με κάποιους ήμουν φίλη, με κάποιους γνωριζόμασταν λίγο και με άλλους ήρθα σε επαφή με αφορμή το πρότζεκτ. Μπήκα στα σπίτια τους, γνώρισα τις οικογένειές τους, τα κατοικίδιά τους, μου είπαν την ιστορία τους, με κέρασαν… Διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι, διαφορετικής καταγωγής, ηλικίας και κατάστασης, ζευγάρια και οικογένειες, νέα παιδιά και μεγαλύτεροι, παλιότεροι και πιο πρόσφατοι κάτοικοι, με όλους παραμένει μια τρυφερή σχέση συμπάθειας κι εκτίμησης, γι’ αυτό η τελευταία σελίδα της έκδοσης είναι αφιερωμένη σε αυτούς.
"Σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο, οι γειτονιές δυτικά της Πατησίων ανήκουν στο παρελθόν. Είναι οι άλλοτε ένδοξες μεσοαστικές περιοχές που σήμερα παρακμάζουν. Είναι οι ασήμαντοι τόποι όπου κατοικεί "ο άλλος”" διαβάζουμε στο κείμενο της Ιφιγένειας Δημητράκου στην έκδοση.
Ως κάτοικος της γειτονιάς της Βικτώριας πώς βλέπεις τις αφηγήσεις που κατασκευάζονται γι αυτήν μες στα χρόνια και πόσο απέχουν από την ίδια τη βιωμένη εμπειρία σου;
Το συγκεκριμένο κείμενο που έγραψε η Ιφιγένεια Δημητράκου (η οποία έχει κάνει παλιότερα προσωπική έρευνα στην πλατεία Βικτωρίας) είναι μια από τις πιο ψύχραιμες προσεγγίσεις που έχω διαβάσει σχετικά με την περιοχή. Κατά καιρούς έχουν δοθεί διάφοροι χαρακτηρισμοί στη Βικτώρια, κάποιοι ήταν ιδιαίτερα βαρείς, άλλοι μπορεί να μην ήταν λανθασμένοι, αλλά σε κάθε περίπτωση αδυνατούσαν να συλλάβουν την πολυπλοκότητα της περιοχής. Η Βικτώρια δεν είναι ένα πράγμα, μια μονοσήμαντη κατάσταση, όποιος θεωρεί ότι μπορεί να την περιγράψει έτσι δεν θα την καταλάβει ποτέ. Κατά καιρούς περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που δημιουργούν τρομακτικά πρωτοσέλιδα (εγκληματικότητα, εγκατάλειψη, μηδενική διαχείριση και ενσωμάτωση των μεταναστευτικών ροών, ρατσισμό, αδιαφορία) αλλά παράλληλα διαθέτει μια δυναμική που κάποιος απέξω δεν μπορεί ούτε να φανταστεί. Μέσα στα προβλήματα-που προφανώς δεν αμφισβητώ- υπάρχει μια αναπάντεχη διάθεση επικοινωνίας, η τριβή της γειτονιάς και μια ζωντανή καθημερινότητα που διαμορφώνεται από την ακούσια συνύπαρξη πολλών, διαφορετικών ανθρώπων και πολιτισμών.
Τελευταία βλέπουμε μια σειρά καλλιτεχνικών πρότζεκτς που μοιάζουν να "αντιδρούν”/πενθούν δημιουργικά για την πόλη που αλλάζει και αποκλείει σταδιακά τους κατοίκους της από συγκεκριμένες γειτονιές/ πρακτικές. Τι ρόλο πιστεύεις ότι μπορεί να παίξει η τέχνη στη διεκδίκηση ενός δημόσιου χώρου υψηλής πολιτειακής έντασης;
Η τέχνη από μόνη της δεν μπορεί να κάνει θαύματα αν οι κάτοικοι δεν αποφασίσουν να μιλήσουν, να ενεργοποιηθούν για να διεκδικήσουν το καλύτερο για τις γειτονιές τους. Σε περιοχές όπως η δική μου, όπου η παρατεταμένη αίσθηση εγκατάλειψης από την πολιτεία έφερε για πολλά χρόνια την απογοήτευση και την απάθεια, κανείς δεν πίστευε ότι έχει νόημα να προσπαθήσει για το οτιδήποτε, εφόσον ουδείς ενδιαφερόταν "για εμάς”.
Εκείνο που μπορεί να προσφέρει η τέχνη είναι την ανάδειξη του προβλήματος, μέσα από το δικό της λεξιλόγιο. Επίσης, πρότζεκτ που εμπεριέχουν τη συμμετοχή γειτόνων, μπορούν ενδεχομένως να αποτελέσουν το εφαλτήριο για να έρθουν πιο κοντά άνθρωποι που μένουν στην ίδια περιοχή, να γνωριστούν και μέσω του πρότζεκτ να ενδυναμωθεί η πεποίθηση ότι αξίζει / μπορεί να γίνει κάτι εδώ. Αυτό το συναίσθημα ήταν έντονο στην παρουσίαση του βιβλίου, όταν πολλοί γείτονές μου ανέφεραν ότι λειτούργησε σαν μια υπενθύμιση πως η περιοχή μας είναι πραγματικά ωραία.
Πώς είδες το εγχείρημα του Victoria Square Project;
"Κανείς δεν περιμένει αυτόκλητους σωτήρες για να του εξηγήσουν πώς πρέπει να ζει ή να εκφραστεί στην γειτονιά του, οπότε τέτοιες δράσεις θέλουν ήπιο χειρισμό και μια αίσθηση σεμνότητας, περισσότερο να ακούμε και λιγότερο να μιλάμε".
Έχω γνωρίσει και εκτιμώ πολύ τον Rick Lowe. Είναι δύσκολο εγχείρημα το να βρεθεί κάνεις σε μια γειτονιά που δεν γνωρίζει και να πρέπει να συνδεθεί με αυτήν, ιδίως όταν οι χορηγίες ή οι διοργανώσεις ζητούν άμεσα αποτελέσματα.
Εκείνο που μπορώ να πω από τη δική μου εμπειρία, είναι ότι χρειάζεται χρόνος για να μπορέσει να κατανοήσει κανείς, έστω στοιχειωδώς, την πραγματικότητα μιας γειτονιάς, να γίνει μέρος της και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των κατοίκων, ιδιαίτερα σε περιοχές έντονα φορτισμένες, όπως η Βικτώρια. Μην ξεχνάμε πως, όσο αυτάρεσκα κι αν οι καλλιτέχνες μπορεί να παρουσιάζουμε εαυτούς ως διαμεσολαβητές, τόσο αδιάφορα και αστεία φαίνονται όλα αυτά σε κάποιον που μένει εδώ. Κανείς δεν περιμένει αυτόκλητους σωτήρες για να του εξηγήσουν πώς πρέπει να ζει ή να εκφραστεί στην γειτονιά του, οπότε τέτοιες δράσεις θέλουν ήπιο χειρισμό και μια αίσθηση σεμνότητας, περισσότερο να ακούμε και λιγότερο να μιλάμε.
Ποιά στέκια και καταστήματα της γειτονιάς έχεις να μας συστήσεις;
Το καλύτερο μου είναι να γυρνάω στην περιοχή και να μπαίνω στα διάφορα καταστήματα. Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια αύξηση των γεωργιανών μαγαζιών γύρω από τον Άγιο Παντελεήμονα και όποιος έχει υπόψη του τί σημαίνει γεωργιανός φούρνος, ξέρειπόσο ευχάριστο είναι αυτό. Ο πιο αγαπημένος μου λέγεται Imerouli και βρίσκεται σχεδόν στη γωνία Ιουλιανού και Γ Σεπτεμβρίου, στη Βικτώρια.
Συνεχίζοντας σε παρεμφερή γαστρονομικά μονοπάτια, επιβάλλεται να φάει κανείς ρωσικα πισορκί στον Άγιο Παντελεήμονα (Αχαρνών 140) ή να μπει στα πολωνικά καταστήματα της περιοχής, όπως το Wars I Sawa (Αχαρνών 59) για να δοκιμάσει καπνιστά τυριά, αλλαντικά, βότκες και να πάρει πιλμένι για να φτιάξει στο σπίτι. Δύο μαγαζιά ιστορικά συνδεδεμένα με την περιοχή είναι το Πετέκ (Γ Σεπτεμβρίου 81) με τα φοβερά γλυκά και το Εκλεκτόν (Φερών 19) με τις εξαιρετικές πίτες.
Πέραν του φαγητού, η Βικτώρια είναι τα στέκια και οι άνθρωποι της, μέσα από τις αντιθέσεις που την χαρακτηρίζουν: το εστιατόριο Κρούσκας στην πλατεία με τους – επι δεκαετίες- τακτικούς πελάτες, τα καταστήματα στην Γ Σεπτεμβρίου με τις όμορφες βιτρίνες, το ανθοπωλείο στην έξοδο του ηλεκτρικού, ο Δούκας με τα είδη ραπτικής στην Αριστοτέλους, το πρόσφατο μαγαζί με περσικά προϊόντα στην Παιωνίου, το κουρείο του Αλί και του Μοχάμεντ στην Αχαρνών, το Match Point στην Αινίανος, το Boho με τα βίντατζ ρούχα στην Ηπείρου, η λαϊκή της οδού Φυλής τις Τετάρτες και της Μιχαήλ Βόδα τα Σάββατα, το Αl Basha με τα φαλάφελ στην Αχαρνών, τα βιβλιοπωλεία Έλλη και Παιάν, όλα τα μέρη από τα οποία περνάς και ανταλλάσσεις δύο κουβέντες, έναν χαιρετισμό και προσδίδουν την αίσθηση της γειτονιάς.
Ως εικαστικός/ επιμελήτρια ποιά είναι τα κεντρικά σημεία του ενδιαφέροντός σου; Προς τα που κοιτάς για το επόμενο πρότζεκτ σου;
"Το αστικό περιβάλλον, η παρατήρηση της καθημερινότητας και τα προσωπικά βιώματα παραμένουν από τα βασικά μου ερεθίσματα, επαν-ιδωμένα μέσα από ένα, ζωηρόχρωμο συνήθως και χιουμοριστικό ενίοτε, πρίσμα".
Εδώ που τα λέμε, ο τίτλος της επιμελήτριας είναι λίγο υπερβολικός για εμένα. Είμαι απλά μια εικαστικός που της αρέσει να διοργανώνει και να συντονίζει εικαστικά δρώμενα μια στο τόσο, πάνω σε ιδέες που με ενθουσιάζουν και μου δίνουν την ευκαιρία να συνυπάρξω με άλλους ανθρώπους, απλά δεν είχα καλύτερη λέξη για να περιγράψω τις δραστηριότητες μου.
Είτε πρόκειται για προσωπικό είτε για ομαδικό πρότζεκτ πάντως, το αστικό περιβάλλον, η παρατήρηση της καθημερινότητας και τα προσωπικά βιώματα παραμένουν από τα βασικά μου ερεθίσματα, επαν-ιδωμένα μέσα από ένα, ζωηρόχρωμο συνήθως και χιουμοριστικό ενίοτε, πρίσμα. Έτσι θα συνεχίσω και στο επόμενο πρότζεκτ μου, όπου θα εστιάσω στην προσωπική μου εικαστική δουλειά, ενώ παράλληλα δουλεύω ένα βίντεο σχετικό με το Athens laundry bougada.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις DOLCE με την υποστήριξη του Onassis Culture