Η διαμεσική εγκατάσταση "Ξηρόμερο / Dryland", που θα αποτελέσει την ελληνική συμμετοχή στην 60ή Διεθνή Έκθεση Τέχνης - La Biennale di Venezia, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό το Σάββατο 9 Μαρτίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο πλαίσιο του 26ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Η διαμεσική εγκατάσταση Ξηρόμερο / Dryland, που επιλέχθηκε να ταξιδέψει στο Ελληνικό Περίπτερο της 60ής Διεθνούς Έκθεση Τέχνης της Μπιενάλε Βενετίας αποτελεί μια συλλογική διαδικασία έρευνας και ανασύστασης της ατμόσφαιρας αλλά και της οικονομίας και εργασίας του "άλλου" επαρχιώτικου πανηγυριού, πέρα από τις γνωστές καρτποσταλικές και νοσταλγικές εκφράσεις του "παραδοσιακού" και του "αυθεντικού" που έχει ξεκινήσει εδώ και 2 χρόνια σε ανάθεση του Onassis Culture και πλέον βρίσκεται υπ’ ατμόν στην τελική ευθεία για τα προ-εγκαίνια στις 17 Απριλίου.
Όπως περιέγραψαν το έργο, μια γεύση από το οποίο πήραμε από ένα βίντεο, οι καλλιτέχνες Θανάσης Δεληγιάννης και Γιάννης Μιχαλόπουλος, υπεύθυνοι για τη βασική σύλληψη του έργου, οι συνδημιουργοί καλλιτέχνες Έλια Καλογιάννη, Γιώργος Κυβερνήτης, Κώστας Χαϊκάλης και Φώτης Σαγώνας, καθώς και ο επιμελητής Πάνος Γιαννικόπουλος, το επίκεντρο της έρευνας ήταν τα πανηγύρια στο ορεινό Ξηρόμερο της Αιτωλοακαρνανίας σε αντιδιαστολή με τον εύφορο κάμπο της Θεσσαλίας, την ατμόσφαιρα των οποίων κατέγραψαν "με μεθόδους ντοκιμαντέρ, προφορικής ιστορίας, πολύ παρατήρηση και πολύ συναίσθημα". Αυτή τη συνθήκη την οποία έχουν δοκιμάσει ήδη να ανασυνθέσουν με διαφορετικούς τρόπους στο πλαίσιο του Margaroni Residency σε ανάθεση του Onassis Culture, ως Onassis Air Fellows, σε δύο εργοστασιακούς χώρους στην Αθήνα θα προσπαθήσουν να δουν πώς μπορεί να μεταφέρουν στα 250 τετραγωνικά του Ελληνικού Περιπτέρου "με τα υλικά και τη δύναμη" του δικού τους χώρου, "των παραστατικών τεχνών χωρίς όμως την παρουσία σώματος".
Ο Θανάσης Δεληγιάννης στάθηκε στο πώς εντάσσεται το ίδιο το περίπτερο στο έργο: "Όταν κάποιος πλησιάζει αυτό το κτίριο, το βλέπει ως έναν μισό βυζαντινό ναό. Στην έρευνά μας διαπιστώσαμε πως πολλά πράγματα συμβαίνουν γύρω από μία εκκλησία ή με αφορμή μια θρησκευτική γιορτή. Έτσι, λοιπόν, η αποθήκη, ο αγρός και η εκκλησία έρχονται όλα μαζί και φτιάχνουν κάτι σαν όνειρο". Ο Γιάννης Μιχαλόπουλος, από την άλλη, έδωσε έμφαση στην απομάκρυνση του έργου από το κυρίαρχο βλέμμα: "Υπάρχει ένας κόσμος πίσω από την κουρτίνα, ένα κομμάτι πολιτισμού εντοπιότητας που διαφέρει από το κυρίαρχο βλέμμα. Οπότε, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το πώς όλα αυτά τα αντικείμενα εξωτερικού χώρου συντίθενται σε έναν εσωτερικό χώρο και πώς αποκτούν μια συναισθηματική αμεσότητα".
Αφετηρία για την έρευνα των καλλιτεχνών υπήρξε η Κική Μαργαρώνη, μια θρυλική μορφή της παραδοσιακής μουσικής σκηνής που συνδέθηκε άρρηκτα με τα πανηγύρια στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας. Μετά από αποτυχημένες απόπειρες της ομάδας να έρθουν σε επαφή με την τραγουδίστρια, οι καλλιτέχνες αποφάσισαν να διευρύνουν το ερευνητικό τους πρότζεκτ και να εστιάσουν στη μελέτη του μουσικού πολιτισμού στην ελληνική περιφέρεια, αλλά και να προσφέρουν νέα κατανόηση της εξέλιξης και της πρόσληψής του τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80. Με την αναδρομή στη ζωή μιας παραδοσιακής τραγουδίστριας ως case study και τη δημιουργική συλλογή πολυμεσικού υλικού, κάνουν ταξίδια στο Ξηρόμερο και τη Θεσσαλία, ηχογραφούν, κινηματογραφούν, ψάχνουν, βρίσκουν και δοκιμάζουν απαντήσεις σε ερωτήματα για τη γυναίκα, την εργασία με ρυθμούς εποχικούς, το αγροτικό τοπίο της επαρχίας.
Όπως μας αποκάλυψαν, κεντρική θέση στο Ελληνικό Περίπτερο της Μπιενάλε Βενετίας 2024 θα έχει ένα ποτιστικό μηχάνημα και το νερό κλείνοντας ειρωνικά το μάτι και στην κατάσταση της Βενετίας, ενώ οπτικοακουστικά στοιχεία (βίντεο και ήχος) με βάση το οπτικό και ηχητικό αρχείο που έχει δημιουργηθεί στο πλαίσιο της έρευνας θα συμπληρώνουν την υβριδική εγκατάσταση που δεν θέλει να διηγηθεί μια ιστορία αλλά να δώσει ερεθίσματα στον/στην επισκέπτη/επισκέπτρια να φτιάξει τις δικές του/της ιστορίες.
Το Ξηρόμερο είναι, όπως λέει και το όνομά του, μια πάρα πολύ ξηρή και σκληρή κτηνοτροφική περιοχή, κάτι σαν το "νεγκατίφ της Θεσσαλίας" όπου τα πανηγύρια, ειδικά μετά τον ερχομό του ηλεκτρικού τη δεκαετία του ‘70 και μέχρι το 2000 περίπου, είχαν ένα πιο πένθιμο, πιο αργό, περίεργα ξηρομερήτικο ιδίωμα. Οι συντελεστές του έργου μίλησαν για το ενδιαφέρον τους για την παράδοση που ζει και τραγουδιέται χωρίς τους ερευνητές και για την προσπάθειά τους να ανασυνθέσουν ένα όνειρο και μια κατάσταση αμιγώς εξωτερικού χώρου σε έναν εσωτερικό, να φέρουν κάτι από το συναίσθημα της. "Βαρέθηκα τη θάλασσα, το Αιγαίο και τα ρεμπέτικα είχε πει ο Νίκος Χουλιαρας. Κι εμείς εγγραφόμαστε σε αυτή την παράδοση."
Ο επιμελητής Πάνος Γιαννικόπουλος μίλησε για την ομάδα πίσω από το έργο και ευχαρίστησε το Φεστιβάλ για τη στήριξη, ενώ παράλληλα υπογράμμισε τη σημασία του τοπικού στοιχείου στο Ξηρόμερο και της τοποθετημένης γνώσης: "Το έργο έρχεται μέσα από το πρίσμα του πανηγυριού, αυτής της γιορτής, τις γεωργικές εργασίες, τη ζωή στην ύπαιθρο, και φέρνει στο προσκήνιο ιδιαίτερα επίκαιρα ζητήματα εργασίας. Όλα αυτά καταγράφονται με μεγάλη τρυφερότητα".
Η Έλια Καλογιάννη έκανε ειδική μνεία στον ρόλο της γυναίκας στα τοπικά πανηγύρια, λέγοντας πως "έχουμε συναντήσει δυναμικές γυναίκες στα πανηγύρια, οι οποίες έχουν όντως πρωταγωνιστικό ρόλο στη σκηνή, αλλά εξακολουθούν να υπακούουν σε κάποια ηθικά και στιλιστικά προστάγματα", ενώ ο Γιώργος Κυβερνήτης, εξηγώντας τον τρόπο προσέγγισης της ομάδας, δήλωσε πως "προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε κάτι με λογική ντοκιμαντέρ χωρίς σκοπό να φτιάξουμε ντοκιμαντέρ. Δεν είχαμε τον νου μας στο μοντάζ όσο καταγράφαμε. Συνθέσαμε έναν κόσμο που μας κίνησε το ενδιαφέρον".
Ο Κώστας Χαϊκάλης εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο το έργο εξερευνά τη φύση των πανηγυριών: "Άσχετα αν σ’ αρέσει ή όχι, είναι ένας εντυπωσιακός οργανισμός. Οι μουσικοί πάνω στη σκηνή, οι πάγκοι, τα παιδιά, η εκκλησία και πώς όλο αυτό το σύμπλεγμα αλληλεπιδρά με τη φύση και πώς ακούγεται το ποτάμι". Τέλος, ο Φώτης Σαγώνας μοιράστηκε την προσωπική του εμπειρία μέσα από τη διαδικασία δημιουργίας του έργου, λέγοντας πως "η καταγραφή αυτή κατάφερε να αλλάξει το προσωπικό μου βλέμμα, ένα βλέμμα αποστροφής απέναντι στο πανηγύρι, με έκανε να δω αυτή τη γεωγραφία με αποσταθεροποιημένο βλέμμα".
Προτείνοντας μια άλλη οπτική γι αυτό που συχνά ειρωνικά αποκαλούμε πανηγυρτζίδικο ανέφεραν ότι στην Κική Μαργαρώνη βλέπουν όλους αυτούς τους υπέροχους καλλιτέχνες που ποτέ το κέντρο δεν τους είδε όπως είναι. Μετατοπίζοντας το βλέμμα από τη χιουμοριστική ματιά με την οποία ίσως είναι ο μόνος τρόπος που έχουν προσεγγιστεί αντίστοιχα πανηγύρια αλλά και από την νοσταλγία της παρθένας φύσης ή του διονυσιακού στοιχείου, εδώ η προσοχή εστιάζεται στο ίδιο το στοιχείο της καταγραφής (τις κίτρινες κασέτες με τις οποίες καταγράφηκε ο ήχος του 70s-80s πανηγυριού που δεν υπάρχει πια και φτάνει στα αυτιά μας σήμερα) αλλά και τα αντικείμενα, την αισθητική και την τοπικότητα, τη σκηνογραφία που στήνεται για να ενισχυθεί το πανηγύρι (από τα ντεσιμπέλ που βαράνε από τα ηχεία και τις πλαστικές καρέκλες μέχρι το ποτιστικό νερό με το οποίο πλένονται οι μετανάστες εργάτες στα μετόπισθεν).
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, ευχαρίστησε τον επιμελητή, τους καλλιτέχνες και τους συνδημιουργούς της εγκατάστασης, κάνοντας αναφορά στη μακρά παράδοση των ελληνικών συμμετοχών στην Biennale, αλλά και στη στενή συνεργασία του Φεστιβάλ με τους πολιτιστικούς οργανισμούς της χώρας, μεταξύ των οποίων και το ΕΜΣΤ.
Εθνικός επίτροπος της ελληνικής αποστολής στην Biennale είναι το ΕΜΣΤ | Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ενώ το έργο χρηματοδοτείται από το Υπουργείο Πολιτισμού. Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι Υποστηρικτής της Εθνικής Συμμετοχής.
Ο δημιουργός διαμεσικών έργων και συνθέτης Θανάσης Δεληγιάννης και ο δραματουργός και φιλόλογος Γιάννης Μιχαλόπουλος ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 2022 την έρευνά τους με τίτλο "Margaroni Residency", σε ανάθεση του Onassis Culture, ως Onassis Air Fellows. Στο πλαίσιο αυτό συγκρότησαν μια καλλιτεχνική ομάδα, με την οποία εργάστηκαν συλλογικά. Η έρευνα και οι διάφορες μουσικές, εικαστικές και σκηνικές δράσεις του residency αποτέλεσαν τα υλικά για την ανάπτυξη της πρότασης Ξηρόμερο/Dryland, που θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 60ή Μπιενάλε της Βενετίας, τον Απρίλιο του 2024. H ελληνική συμμετοχή στην Μπιενάλε της Βενετίας είναι, για δεύτερη συνεχή διοργάνωση, powered by Onassis Culture.