Όχι πως δεν του ταίριαζε η εικόνα. Άλλωστε, είχε γίνει πραγματικά διάσημος, εδώ και στο εξωτερικό, με την κινηματογραφική εκδοχή του "Ζ" από τον Κώστα Γαβρά.
Το "Ζ" (1966) ήταν ένα βιβλίο τόσο μυθικό όσο το "Λάθος" του Αντώνη Σαμαράκη, που είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο πριν, και η αίγλη τους κρατούσε ακόμα καλά τη δεκαετία του ’90. Πραγματικά, δεν ξέρω μέσα από ποιους δρόμους θα περάσουν τέτοιου είδους πολιτικά μυθιστορήματα στις επόμενες γενιές. Κανείς δεν παίρνει την ευθύνη να προβλέψει την τύχη των βιβλίων. Κανείς δεν βάζει το χέρι του στη φωτιά.
Τι λεγόταν σ’ αυτές τις εκπομπές με τον βαρύτιμο τίτλο "Άξιον Εστί"; Όσα μπορούν να ειπωθούν για ένα βιβλίο. Σχεδόν τίποτα.
Πάντως, εκείνη την εποχή, ο Βασιλικός, με το χαρακτηριστικό του στιλ, είχε ανοίξει την πόρτα προκειμένου να παρελάσει μια σειρά συγγραφέων μπροστά στα μάτια μας: άγνωστοι συγγραφείς που έγιναν γνωστοί, γνωστοί που έγιναν άγνωστοι, γνωστοί που παραμένουν γνωστοί. Ξεχασμένοι και αξέχαστοι. Τι λεγόταν σ’ αυτές τις εκπομπές με τον βαρύτιμο τίτλο "Άξιον Εστί"; Όσα μπορούν να ειπωθούν για ένα βιβλίο. Σχεδόν τίποτα.
Είναι φανερό πως η λειτουργία τους ήταν διαφορετική. Είχαν σχεδιαστεί ως μέσο προώθησης της λογοτεχνικής παραγωγής μιας μικρής χώρας, προτού μάλιστα οι ντόπιοι συγγραφείς εκτεθούν στην πληροφορία και χάσουν την αυθεντικότητα, την αφέλεια και τον αυθορμητισμό τους, κερδίζοντας κάτι άλλο βέβαια, που ακόμα δεν έχει χαρτογραφηθεί.
Ωστόσο, τελικά, δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Βασιλικός έγινε, ίσως άθελά του, ένας τεκμηριωτής. Ένας συλλέκτης που εμφανιζόταν στο τηλεοπτικό κουτί αποθηκεύοντας πρόσωπα. Όπως στο "Ζ", που είχε αναλάβει τη θέση ενός ρεπόρτερ, ή ενός ντοκιμαντερίστα με γραφομηχανή, ο οποίος ήθελε πάση θυσία να καταγράψει τη δολοφονία Λαμπράκη και του ωστικού κύματος που παρήγαγε το γεγονός, καθώς έπεφτε πάνω στην ελληνική κοινωνία, έτσι αντίστοιχα, η τηλεοπτική του πορεία αποτύπωσε τα σκαμπανεβάσματα της περιορισμένης μας λογοτεχνικής ζωής, σαν τη φόδρα μιας πραγματικότητας που δεν έχουμε πάψει να ράβουμε και, αμέσως μετά, να ξηλώνουμε.
Έχει ενδιαφέρον να ψάξει κανείς στο αρχείο της ΕΡΤ, αλλά και στο YouTube, επεισόδια της εκπομπής, που ξεκίνησε το ’94 και συνεχίστηκε μέχρι πριν ξεσπάσει η πανδημία: τον ζωγράφο και πεζογράφο Νίκο Χουλιαρά να συνυπάρχει με την Άντζελα Γκερέκου, την Ιωάννα Καρυστιάνη, με κοντά μαλλιά, να μιλάει μ’ ένταση για το πρώτο της βιβλίο, τον υπουργό Ευάγγελο Γιαννόπουλο να περιαυτολογεί, τον αιρετικό Ηλία Πετρόπουλο στο σαλόνι του σπιτιού του στο Παρίσι, ή τον Βασίλη Κιζήλο, για τον οποίο έχω χρόνια κάτι ν’ ακούσω. Για να φτάσουμε σε συγγραφείς που σίγουρα είχαν δει τις εκπομπές του, νεότεροι: τον Νίκο Α. Μάντη ή την Ευτυχία Γιαννάκη.
Ο Βασιλικός δεν ήταν σπουδαίος δημοσιογράφος κι αυτό ήταν το σημαντικό του πλεονέκτημα. Έδειχνε την ίδια στιγμή σίγουρος και αμήχανος, όπως ένας συνάδελφος που ξέρει πλέον τη δουλειά -δηλαδή, έχει βαρεθεί τη δουλειά- και σε μετράει με στοργική έπαρση.
Ένας συγγραφέας που αναγκάζεται να διαβάζει τόσο πολύ, και μάλιστα σύγχρονους ομότεχνούς του, ακόμα με σοκάρει. Από την άλλη, πιθανότατα, ο Βασιλικός κατάφερε να πετύχει το ανάποδο αποτέλεσμα. Να επιβεβαιώσει, μέσω της τηλεοπτικής του θητείας, πως η καλή λογοτεχνία είναι συνήθως αόρατη και δεν την πιάνει ο φακός.
Ποτέ δεν έπαψα να τον κοιτάζω καχύποπτα γιατί είχα την άποψη πως ένας συγγραφέας είναι ένας αγροίκος που ζει με πέντε, δέκα βιβλία στον κόρφο του και μ’ αυτά πορεύεται. Ένας συγγραφέας που αναγκάζεται να διαβάζει τόσο πολύ, και μάλιστα σύγχρονους ομότεχνούς του, ακόμα με σοκάρει. Από την άλλη, πιθανότατα, ο Βασιλικός κατάφερε να πετύχει το ανάποδο αποτέλεσμα. Να επιβεβαιώσει, μέσω της τηλεοπτικής του θητείας, πως η καλή λογοτεχνία είναι συνήθως αόρατη και δεν την πιάνει ο φακός: "Στη Γαλλία, πάρα πολλές προσωπικότητες δεν περνάνε ποτέ στην τηλεόραση. Ο Σαρτρ ποτέ δεν πέρασε. Ο Μπονφουά ποτέ δεν πέρασε. Και άλλοι διάσημοι ποιητές δεν περάσανε ποτέ από την τηλεόραση. Αντιθέτως, περνάνε ουκ ολίγα κωθώνια". Δεν νομίζω πως είναι πολιτικώς ορθό να συμφωνήσω με τον Πετρόπουλο.