...Αριστερός… Δεξιός… διαβάζουμε σε ένα κοντινό πλάνο των κουμπιών (Κώδων βήματος) που βρίσκονται στην έδρα του προέδρου της Βουλής στο βίντεο του Στέφανου Τσιβόπουλου "Η Γεωμετρία του Φόβου" και δεν μπορούμε να μην αναλογιστούμε τη σημασία των όρων αυτών στη σύγχρονη πολιτική σκηνή. Καθώς η κάμερα κάνει ένα αργό traveling στο άδειο κοινοβούλιο και τον εξοπλισμό του, οι φορτισμένες εικόνες της κεντρικής έκθεσης της PhotoBiennale 2023 "Το φάντασμα του λαού", μέρος της οποίας αποτελεί το έργο, βρίσκουν χώρο να κατακαθίσουν μέσα μας.
Τα πρόσωπα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του Βλαντίμιρ Πούτιν, του Μπόρις Τζόνσον καμουφλάρονται πίσω από αλά op art μοτίβα ζέβρας στα κολάζ του Craig Ames από τη σειρά "Επίσημα Πορτρέτα για μια Εποχή Μετά-αλήθειας" αφήνοντάς μας με τα παρεμφερή κουστούμια τους. Στην ασπρόμαυρη ταινία "Όχι άλλες σημαίες" των MacDonaldStrand οι εικόνες και τα κείμενα από τις σημαίες των ακροδεξιών διαδηλωτών στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ έχουν αντικατασταθεί από λευκό χρώμα, χωρίς αυτό να κάνει τα σώματά τους και την ατμόσφαιρα λιγότερο τρομακτική. Θυμάμαι την πρώτη φορά που η Χρυσή Αυγή μπήκε στη Βουλή με ποσοστό σχεδόν 7% να παρατηρώ φοβισμένη τα πρόσωπα των συνεπιβατών μου στο Μετρό αναζητώντας αυτούς τους 7… Η πολύ ενδιαφέρουσα αυτή έκθεση, η οποία φιλοξενείται ως τις 11/02/2024 στο MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών και στο MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, σε επιμέλεια του Julian Stallabrass, καταπιάνεται με το μονίμως αμφιλεγόμενο ζήτημα του αν μπορεί να αναπαρασταθεί ο λαός.
Η άνοδος του λαϊκισμού και η "συνεχώς μεταβαλλόμενη βάση στην οποία στηρίζεται η εξαιρετικά αόριστη έννοια του λαϊκισμού οξύνει, κατά τον Stallabrass, τα διλήμματα αναπαράστασης, ειδικότερα "αν λάβουμε υπόψη το πόσο διαφέρει η έννοια που αποδίδεται με την ελληνική και την αγγλική λέξη: στα ελληνικά ο "λαϊκισμός” ως όρος βρίσκεται εγγύτερα σε αυτό που στα αγγλικά αποδίδει η λέξη "δημαγωγία” και έχει πάντα αρνητική χροιά, ενώ ένας θετικός προσδιορισμός για κάποιο λαϊκό κίνημα θα ήταν ότι διαπνεέται από "λαϊκότητα”. Στα αγγλικά η ίδια λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τις δύο έννοιες”.
Ισορροπώντας ανάμεσα στο ρεαλισμό του φωτορεπορτάζ και σε μια πιο εννοιολογική διαχείριση του θέματος, η έκθεση μας βομβαρδίζει από τη μία με "πραγματικές" εικόνες του λαού, και συχνότερα, ιστορίες των λιγότερο προνομιούχων που μένουν αθέατες ή αποκλείονται. Όπως οι αντιδράσεις των ακτιβιστών ενάντια στη "νεκροπολιτική" της κυβέρνησης Μπολσονάρο στη Βραζιλία την εποχή της πανδημίας (Ana Carolina Fernandes), η σκληρή καθημερινότητα των συγγενών των δολοφονημένων στον λεγόμενο πόλεμο κατά των ναρκωτικών στις Φιλιππίνες που "μόνο στη θεωρία είναι μια εκστρατεία με στόχο την καταπολέμηση του εμπορίου ναρκωτικών" (Kimberly dela Cruz) ή οι μουσουλμάνες γυναίκες της συνοικίας Σαχίν Μπαγκ στο Δελχί, οι οποίες συμμετείχαν σε μια καθιστική διαμαρτυρία που κράτησε 100 μερόνυχτα σε έναν από τους πιο πολυσύχναστους αυτοκινητόδρομους της πόλης θέλοντας έτσι να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους στην αναθεώρηση του νόμου περί ιθαγένειας, ο οποίος είχε σκοπό να καταργήσει τη θρησκευτική ισότητα στο Σύνταγμα της Ινδίας, μια αντίδραση που καταπνίγηκε μέσω της επιβολής των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης με το ξέσπασμα της πανδημίας (Prarthna Singh, "Κάθε Bράδυ Aνήκει στο Σαχίν Μπαγκ”).
Ταυτόχρονα, η έκθεση μας παρέχει τα απαραίτητα διαλείμματα περισυλλογής, όπως η υπαινικτική φωτογραφία της Carey Young "Καλλιτέχνιδα της Αυλής (Ανώτατο Δικαστήριο, 2023)" με το θολωμένο πορτρέτο των δικαστών που στελεχώνουν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ πάνω στο οποίο διακρίνεται το είδωλό της φωτογράφου στο τζάμι του κάδρου, επιβάλλοντας την παρουσία της "σε αυτόν τον ανδροκρατούμενο κόσμο, ο οποίος ανέκαθεν εξουσίαζε τις γυναίκες –εσχάτως με ολέθρια αποτελέσματα".
Το βίντεο-δοκίμιο των Disnovation.org "Οι Εύπιστοι” παρουσιάζει εύγλωττα την πολιτική εργαλειοποίηση του διαδικτύου, ειδικότερα ως προς τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, ενώ το απόσπασμα από το κείμενο του Ισραηλινοαμερικανού συγγραφέα και καθηγητή στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ Yochai Benkler στον κατάλογο της έκθεσης αναδεικνύει τις προκλήσεις των κινημάτων να συνεχίσουν να υφίστανται καθώς μεταλλάσσονται σε πιο δομημένες πολιτικές οργανώσεις με αναφορά στην τύχη της προεκλογικής εκστρατείας από τα κάτω που οδήγησε στην εκλογή του Μπάρακ Ομπάμα αλλά και τις τεχνικές επιθέσεων που χρησιμοποιούνται για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας στο διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε μια συζήτηση που παραμένει πολύ επίκαιρη και στα καθ’ ημάς (πρόκειται για απόσπασμα από το βιβλίο των Benkler, Robert Faris και Hal Roberts, Network Propaganda: Manipulation, Disinformation and Radicalization in American Politics, 2018, Oxford University Press).
Ειδικότερα στον μισογυνισμό που αναπαράγεται από alt right ομάδες στην ανδρόσφαιρα του ίντερνετ εστιάζει η Αμερικανίδα συγγραφέας Angela Nagle στο κείμενό της "Ξενέρωτες γκόμενες, νορμάλ τύποι και τα παραδοσιοβαρετά ΜΜΕ” (απόσπασμα από το βιβλίο "Kill All Normies: Online Culture Wars From 4Chan And Tumblr To Trump And The Alt-Right”, 2017, Zero Books), ενώ η ενότητα της έκθεσης που εστιάζει στις απεικονίσεις του 1% αλλά και αυτών που φαντασιώνονται ότι ανήκουν σε αυτό, πέρα από το εμφανές σχόλιο περί εκχυδαϊσμού των προτύπων και ναρκισσισμού, αναδεικνύει, επίσης, τις έμφυλες παραμέτρους των κωδίκων της "Γενιάς του πλούτου" (Lauren Greenfield).
"Είμαστε οι εγγονές των μαγισσών που δεν καταφέρατε να κάψετε” διαβάζουμε σε ένα από τα πανό των διαδηλώσεων στην Πολωνία υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση που παρουσιάζεται στο βίντεο της συλλογής του Αρχείου Δημόσιων Διαμαρτυριών (Archive of Public Protests-APP) καθώς η υπνωτιστική μουσική που έγραψε ειδικά γι αυτό ο καλλιτέχνης ηλεκτρονικής μουσικής Avtomat-Kajetan Łukomski, μέλος της κολεκτίβας DJ Oramics, λειτουργεί εμβυθιστικά.
Στον αντίποδα, οι φωτογραφίες του Dougie Wallace "Harrodsburg” που αιφνιδιάζουν τους Ρώσους και Άραβες ολιγάρχες και τις οικογένειές τους έξω από τα ακριβά πολυκαταστήματα του Knightsbridge, ευθυγραμμίζονται, σύμφωνα με τον Stallabrass, "θεωρητικά με το πρόσφατο έργο της Chantal Mouffe, η οποία έχει υποστηρίξει ότι η αριστερά, για να αντιμετωπίσει τον δεξιό λαϊκισμό, χρειάζεται μια συναισθηματικού τύπου έκκληση, που θα βασίζεται στον ανοιχτά διακηρυγμένο ανταγωνισμό προς την ολιγαρχία. Χωρίς αυτό το στοιχείο η προαγωγή της δημοκρατίας και η προοδευτική ηγεμονία είναι αδύνατες". Απέχοντας από την λογική της πολιτικής επικοινωνίας, των συνθημάτων και των βεβαιοτήτων, η έκθεση "Το φάντασμα του λαού" δεν σε καθησυχάζει ούτε σε βοηθάει να ξεκαθαρίσεις τις προκλήσεις που εμπεριέχει σήμερα η πολιτική δράση, από τα κάτω ή από τα πάνω, σου δίνει όμως διαφορετικά εργαλεία, με τον τρόπο της τέχνης, για να ξανασκεφτείς πτυχές αυτής της δράσης και της αποτελεσματικότητάς της καθώς και λόγους για να συνεχίσεις να σκέφτεσαι και να δρας ως πολιτικό όν.
"ΦΑΝΤ ΣΜ ΤΑ" της ιστορίας της τέχνης στο Glass House του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Μια επίκληση σε άλλου είδους "ΦΑΝΤ ΣΜ ΤΑ" κάνει η ομώνυμη έκθεση του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, σε επιμέλεια του καλλιτεχνικού διευθυντή του Ορέστη Ανδρεαδάκη. Έργα τεσσάρων καλλιτεχνών που δεν ζουν πια παρουσιάζονται συνοδεία μιας σειράς φωτογραφικών σημειώσεων από τον εικαστικό Δημήτρη Τσουμπλέκα. Όπως αναφέρει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, στο επιμελητικό του σημείωμα: "Ο Νίκος Κεσσανλής, ο Βλάσης Κανιάρης, η Σίλεια Δασκοπούλου και ο Ιάσων Μολφέσης επιστρέφουν στο δικό μας παρόν με έργα που ζητούν μια δεύτερη ανάγνωση και, κάτω από τον τίτλο Φαντάσματα, θέτουν ερωτήματα για την έννοια της αναπαράστασης του φανταστικού κόσμου, τη φαντασμαγορική μνήμη των σκιών, την απουσία της ζωής, τις φασματικές μορφές της τεχνολογίας.
Ένας νέος φωτογράφος, ο Δημήτρης Τσουμπλέκας, τούς παρατηρεί και τους σχολιάζει με τον φακό του. Προσθέτει μικρές ψηφίδες ζωής, ανοίγει ρωγμές στον χρόνο, ακολουθεί την κοίτη του παρελθόντος και μαζεύει παλιά ρούχα και βιβλία – λατρεύει τα ξεχασμένα αντικείμενα μιας χώρας που δικαιωματικά ανήκει στα φαντάσματα".
Από τις ήδη γνωστές και πάντα επιβλητικές δουλειές του Βλάση Κανιάρη και του Νίκου Κεσσανλή, οι οποίο εκπροσωπούνται εδώ με μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά έργα τους που αποτυπώνουν διαφορετικά ανθρώπινα "φαντάσματα", φευγαλέα, σκιές, ακέφαλα ανδρείκελα, το ενδιαφέρον της έκθεσης "ΦΑΝΤ ΣΜ ΤΑ" εντοπίζεται ακόμη περισσότερο στη λησμονημένη περίπτωση της Σίλιας Δασκοπούλου και των weird πορτρέτων της, μια ακόμη ένδειξη του πατριαρχικού και ελλειπτικού τρόπου που έχει γραφτεί η τοπική ιστορία της τέχνης, αλλά και στους πειραματισμούς του Ιάσωνα Μολφέση με τις μηχανιστικές φόρμες που αντλούν τόσο από την κωδικοποιημένη γλώσσα των πρώτων ηλεκτρονικών υπολογιστών όσο και από την απτότητά τους, και εξακολουθούν να συνομιλούν με σύγχρονους προβληματισμούς.
Οι γλυπτικές συνθέσεις, ή καλύτερα συναρμογές κατά τον Δημήτρη Τσουμπλέκα, στις
οποίες βασίστηκαν οι φωτογραφίες με τις οποίες διαδρά με τα έργα των ιστορικών καλλιτεχνών, αποτελούν μέρος της διαδικασίας δημιουργίας της έκθεσης "Αμαζόνιος" στο Χαλάνδρι, η οποία ξεκίνησε ως μια διαδικασία διαχείρισης πένθους και εξελίχθηκε σε μια σειρα memento mori αλλά και σε έναν πειραματισμό με τις διαφορετικές υφές της φωτογραφίας, αναλογικής και ψηφιακής, αλλά και από τη συμμετοχή του στην έκθεση "Ελευσίνα Mon Amour”.
Το Φεστιβάλ συμπληρώνεται και από την καλοστημένη έκθεση-αφιέρωμα στον ιστορικό σκηνοθέτη Τάκη Κανελλόπουλο, μια οπτικοακουστική κάψουλα σε επιμέλεια του Μανώλη Κρανάκη, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη Νίκο Πάστρα, όπου μπορείς μεταξύ άλλων να δεις αποσπάσματα από τις ταινίες του, να περιηγηθείς στη φιλμογραφία του αλλά και στην πόλη και τα περίχωρά της μέσα από ένα χάρτη των τοπόσημων με τα οποία συνδέεται ο σκηνοθέτης που έζησε και γύρισε όλες τις ταινίες του στη Μακεδονία, αλλά και να ακούσεις τα σάουντρακς και τα αφοπλιστικά μες στον συνδυασμό ελαφράδας και πνεύματος διηγήματά του με τη φωνή γνωστών δημιουργών, όπως η Ζυράννα Ζατέλη, η Σοφία Κόκκαλη και ο Ζαχαρίας Μαυροειδής ("Το βιβλίο αυτό θα διαβαστεί όπως κανείς βλέπει ένα άσπρο τριαντάφυλλο σε έναν κήπο και το κλέβει").
Ghost Cemetery
Η Θεσσαλονίκη και τα φαντάσματά της, όπως εύστοχα τα έχει ονομάσει ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ που συμμετείχε και σε συζήτηση στο σχετικό αφιέρωμα στον Κανελλόπουλο, μας περιμένουν σε διάφορες γωνιές της πόλης όπου η τέχνη και ο κινηματογράφος δυναμιτίζουν μνήμες και συναισθήματα. Όπως στο καλά φυλασσόμενο Εβραϊκό Μουσείο, όπου οι ιστορίες του εκτοπισμού της εβραϊκής κοινότητας οι οποίες παρουσιάζονται μέσα από ντοκουμέντα και διαδραστικά εκθέματα στη μόνιμη συλλογή, ξεφυτρώνουν, στο πλαίσιο της Photobiennale και της έκθεσης "Ghost Cemetery” σε απροσδόκητα σημεία της Θεσσαλονίκης με οδηγό τον Martin Barzilai που φωτογραφίζει τις ταφόπλακες του κατεστραμμένου νεκροταφείου στις νέες τους (μη) χρήσεις ανά την πόλη. Παρουσιασμένες στο σκοτεινό δωμάτιο ανάμεσα στα ονόματα των θυμάτων του Ολοκαυτώματος στο Άουσβιτς, οι φωτογραφίες του Barzilai αποτυπώνουν θραύσματα εβραϊκών επιτύμβιων λίθων, ξεχασμένα, καλυμμένα με γκράφιτι ή και ξασμένα για να εξαλειφθούν τα σύμβολά τους, από το περιμετρικό τείχος του σιδηροδρομικού σταθμού της Θεσσαλονίκης και την ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ως την Πανεπιστημιούπολη και ιδιωτικές κατοικίες και δρομάκια του Πανοράματος και της Άνω Πόλης. Παράλληλα, παρουσιάζονται ιστορίες ανθρώπων που συνέβαλαν στην ορατότητα είτε αυτών των στηλών είτε της Εβραϊκής ιστορίας της Θεσσαλονίκης γενικότερα.
Όπως αναφέρει σχετικά με το ιστορικό πλαίσιο η Δρ Ξένια Ελευθερίου, Επιστημονική Υπεύθυνη του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης: "Έξω από τα ανατολικά τείχη της παλιάς Θεσσαλονίκης, στην θέση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, λειτουργούσε το αρχαίο εβραϊκό νεκροταφείο με τάφους ηλικίας πολλών εκατοντάδων ετών. Μέχρι το 1942 κάλυπτε την έκταση των 344 στρεμμάτων στεγάζοντας περίπου 350.000 πυκνά τοποθετημένους τάφους. Στην εβραϊκή θρησκεία η εκταφή των νεκρών απαγορεύεται και ο τάφος θεωρείται χώρος ιερός. Η ολοκληρωτική καταστροφή του νεκροταφείου ξεκίνησε στις 6 Δεκεμβρίου 1942. Ωστόσο, η αρχή έγινε με τα τραυματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Πλατεία Ελευθερίας στις 11 Ιουλίου του 1942, το αποκαλούμενο "Μαύρο Σάββατο", όταν περίπου 9.000 Έλληνες άρρενες Εβραίοι ηλικίας 18-45 ετών συγκεντρώθηκαν για να απογραφούν και μετά τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς που υπέστησαν στάλθηκαν για "καταναγκαστική εργασία". Για την απελευθέρωση των 3.500 αρρένων που στάλθηκαν για "υποχρεωτική εργασία" για την κατασκευή δρόμων, σιδηροδρόμων, αεροδρομίων και την εργασία σε λατομεία σε διαφορετικές περιοχές ο αρμόδιος των γερμανικών αρχών Δρ Μαξ Μέρτεν αιτήθηκε για λύτρα πέρα από τα 2 δισεκατομμύρια δραχμές σε μετρητά, την καταστροφή μέρος του νεκροταφείου, η αξία του οποίου υπολογιζόταν στο 1,5 δισεκατομμύριο δραχμές. Οι ταφόπλακες θα χρησιμοποιούνταν ως οικοδομικό υλικό για τις ανάγκες του γερμανικού στρατού.
Μετά την υπόδειξη του γενικού διοικητή Μακεδονίας Βασίλη Σιμωνίδη, ο Μέρτεν αιτήθηκε η Κοινότητα να συνεργαστεί με τον Δήμο Θεσσαλονίκης για τη μεταφορά του νεκροταφείου. Κατά την απόφαση του Μέρτεν έπρεπε να απαλλοτριωθεί τμήμα του νεκροταφείου κοντά στο Α.Π.Θ., να μείνει ανέπαφο το υπόλοιπο νεκροταφείο και να μην καταστραφούν οι τάφοι των τελευταίων 30 ετών. Ωστόσο, πεντακόσιοι εργάτες που ήταν απεσταλμένοι από την τεχνική υπηρεσία του Δήμου Θεσσαλονίκης κατέστρεψαν μαζικά το νεκροταφείο. Πολλοί ιστορικοί έχουν υποστηρίξει ότι η πρωτοβουλία για την καταστροφή του νεκροταφείου προήλθε από τις ελληνικές τοπικές αρχές. Mαρμάρινες ταφόπλακες και τούβλα χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό για την κατασκευή και επανόρθωση δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων. Στην αναστήλωση του Αγίου Δημητρίου, όπως και σε άλλες εκκλησίες, χρησιμοποιήθηκαν ταφικές πλάκες, οι οποίες καταστράφηκαν, απολαξεύτηκαν, κόπηκαν και μετατράπηκαν σε οικοδομικό υλικό. To νεκροταφείο μετατράπηκε σε ένα τεράστιο λατομείο.”
Η άγνωστη πρωτοπορία της Ιαπωνικής χαρακτικής
Την εποχή που ο Μολφέσης ανακάλυπτε το εικαστικό ενδιαφέρον των κωδίκων ενσωματώνοντας τη γλώσσα τους στο έργο του, συνδυάζοντας τις μαύρες κουκίδες των διάτρητων ταινιών του τηλέτυπου με τη δική του χειρονομιακή γραφή, και δηλώνοντας γοητευμένος από τον τρόπο με τον οποίο ο ηλεκτρονικός υπολογιστής "στερούμενος από κάθε φαντασία έρχεται να επικουρήσει το πνεύμα το ανθρώπινο" ή η Μπία Ντάβου ερευνούσε τη σειριακότητα ως μέσο υποβάθμισης της έννοιας του έργου-αντικειμένου, στην Ιαπωνία μια νέα γενιά χαρακτών μετέτρεπαν τις φωτογραφίες σε χαρακτικά μέσω της φωτογκραβούρας, εξαλείφοντας κάθε χειροποίητο ίχνος και κωδικοποιώντας την εικόνα.
Τις νέες τάσεις της Ιαπωνικής χαρακτικής στο κατώφλι της δεκαετίας του ‘70 διερευνά η ενδιαφέρουσα έκθεση "Φωτογραφικές εικόνες και ύλη: Ιαπωνικές εκτυπώσεις της δεκαετίας του 1970” στο MOMus-Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, σε επιμέλεια και συνδιοργάνωση: MOMus-Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Συλλογές Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Japan Foundation, Πρεσβεία της Ιαπωνίας στην Ελλάδα. Όπως αναφέρει το εισαγωγικό σημείωμα "Ανάμεσα στο 1968 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970, μια νέα τάση αναδύθηκε στην τέχνη στην οποία απλά υλικά όπως η πέτρα, το ξύλο, το βαμβάκι και φύλλα ατσαλιού παρουσιάζονταν ως έργα, άλλοτε μόνα τους και άλλοτε σε συνδυασμό μεταξύ τους. Σαν συνέχεια αυτού του κινήματος, τα χαρακτικά που περιόριζαν την ανθρώπινη εμπλοκή και την επέμβαση στην εικόνα στο ελάχιστο δυνατό, και άρχισαν να επιτρέπουν σε υλικά (ύλη) όπως οι μήτρες εκτύπωσης, το χαρτί και το μελάνι να μιλήσουν αυτόνομα, έλαβαν προσοχή εκτείνοντας την έννοια του χαρακτικού έργου και επιτρέποντας την άνοδο μιας νέας τάσης στο καλλιτεχνικό αυτό μέσο.".
Η διαφορετική αυτή έκθεση κάνει αίσθηση μες στην κυριαρχία του φωτογραφικού ρεαλισμού της Photobiennale και αποκαλύπτει την επικαιρότητα που ένα τέτοιο έργο μπορεί να έχει σήμερα αλλά και το πώς συνομιλούσαν οι εκεί πρωτοπορίες με τις αντίστοιχες δυτικές της εποχής.
Ο πόλεμος μέσα από τα μάτια των ζώων
Από τις ατομικές εκθέσεις του θεσμού που συνολικά μας άφησε μια θετική εντύπωση έτσι όπως απλώνεται στην πόλη και τα πολιτιστικά της τοποσημα και μας καλεί να την περπατήσουμε και να τα (ξαν)ανακαλύψουμε, ξεχωρίσαμε την έρευνα της Πολωνής εικαστικού και κινηματογραφίστριας Marta Bogdańska "Shifters” στο Πολεμικό Μουσείο / Παράρτημα Θεσσαλονίκης, σε επιμέλεια της Ηρώς Κατσαρίδου. Ανασύροντας περιπτώσεις ζώων που έπαιξαν τον δικό τους ρόλο σε ιστορικούς πολέμους και μελετώντας και το αρχείο του Henri-Paul Boissonnas (1864-1940), που κάλυψε φωτογραφικά τη Μικρασιατική Εκστρατεία και αποτύπωσε όλα τα ζώα που συνόδευσαν την επιχείρηση είτε επικουρικά είτε ως τροφή για τα στρατεύματα και το οποίο φυλάσσεται στο MOMus, η Marta Bogdańska επιχειρεί να αφηγηθεί την ιστορία μέσα από τη δική τους οπτική, ένα εγχείρημα που εμπνέεται από τις ιδέες του Eric Baratay, πρωτοπόρου θεωρητικού στις Σπουδές ζώων.
Η Cher Ami (;-13.06.1919) το ταχυδρομικό περιστέρι χάρη στο οποίο σώθηκαν 194 Αμερικανοί στρατιώτες του "Χαμένου Τάγματος” στο Βερντέν το 1918 και στη συνέχεια επέζησε χάρη στις προσπάθειες των γιατρών παρότι χρειάστηκε ακρωτηριασμό ή η Judy (1937-1950) το αγγλικό πόιντερ που υπηρέτησε στο Βασιλικό Βρετανικό Ναυτικό και βοήθησε τους ναυαγούς στρατιώτες να σωθούν από τη δίψα σκάβοντας μια λιμνούλα με πόσιμο νερό σε ένα έρημο νησί της Νότιας Κίνας όταν το πλοίο τους βομβαρδίστηκε από τους Ιάπωνες και παρασημοφορήθηκε αργότερα, είναι δύο μόνο από τους πρωταγωνιστές στις συν-αισθηματικές ιστορίες που διηγείται μέσα από τις φωτογραφίες που ανασύρει η Bogdańska στο περιθώριο της επίσημης πολεμικής, ανδρικής ιστορίας.
Χωρίς να προσφέρουν κάποιο twist στην ίδια την αφήγηση, οι φωτογραφικές συνθέσεις και το βίντεο με τα οποία η εικαστικός συνομιλεί με την ηρωική τοιχογραφία του Πολύκλειτου Ρέγκου (1903-1984), που αποτοιχίστηκε από το κατεδαφισμένο πλέον Εντευκτήριο Οπλιτών και εκτίθεται μόνιμα στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, φέρνουν παρόλα αυτά ένα διαφορετικό input στην επιτακτική συγχρονη συζήτηση περί της αξίας του πέρα-από-το-ανθρώπινο, η οποία κερδίζει διαρκώς έδαφος, και παράλληλα ανανεώνουν το ενδιαφέρον μας για ένα μουσείο που μοιάζει σταματημένο στο χρόνο. Κάνοντάς μας να σταματήσουμε και να αφιερώσουμε ένα λεπτό παραπάνω μπροστά στο έκθεμα μιας σέλας αλόγου, για παράδειγμα.
Photobiennale συνέχεια: από το Δυτικό Σίδνεϋ των μεταναστών στην Αίγυπτο του βαμβακιού και τα αρχοντικά της Χίου
Ο Emmanuel Angelicas (1963) φωτογραφίζει, μεταξύ άλλων, από παιδί τον ίδιο Δυτικό Δήμο του Σίδνεϋ, τη γειτονιά μεταναστών όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Τα πάντα ασπρόμαυρα και τετράγωνα κάδρα του που παρουσιάζονται στην έκθεση "Marrickville / Silent Agreements” σε επιμέλεια του Ηρακλή Παπαϊωάννου στο MOMus-Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης αποτυπώνουν εύστοχα μέσα από το προσωπικό το συλλογικό και το ταξικό, τις δακρύβρεχτες οικογενειακές ιστορίες της εργατικής τάξης αλλά και τις αντισυμβατικές μορφές που ξεφεύγουν από τις κατηγοριοποίησεις, τη μητέρα του με το πορτρέτο και την κιθάρα του αποθανόντος πατέρα του, τον μπέιμπι σίτερ που τρελαίνεται, τον Έλληνα επιχειρηματία με την κατοικίδια λέαινα του, τον χρεοκοπημένο ιχθυοπώλη και την καθολική γυναίκα που προσεύχεται (γυμνή).
Πληροφοριακές μεν και σημαντικές ως έρευνα, αλλά υπερβολικά σκηνοθετημένες και λυρικές στην παρουσίασή τους βρήκα, αντίθετα, ορισμένες άλλες εκθέσεις. Όπως της Amina Kadous "Λευκός χρυσός” (MOMus-Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, επιμέλεια Amina Kadous, Ηρώ Κατσαρίδου) που αφηγείται μέσα από την ιστορία της οικογένειά της, εμπόρων υφασμάτων και ιδιοκτητών εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας από τη δεκαετία του 1960, τη σχέση της Αιγύπτου με το βαμβάκι μέσα στις δεκαετίες, και "από τα χρόνια της μεγάλης ακμής των εθνικοποιημένων βαμβακοβιομηχανιών της εποχής του Νάσερ, στη νεοφιλελεύθερη πολιτική των δεκαετιών που ακολούθησαν και στη σταδιακή παρακμή του αιγυπτιακού βαμβακιού".
Αντίστοιχα, στον "Κάμπο” ο Στρατής Βογιατζής (Επιμέλεια: Στρατής Βογιατζής, Δημήτρης Θεοδωρόπουλος, Γιώργος Πρίνος) σκηνογραφεί θα λέγαμε στην Αγιορειτική Εστία το απόσταγμα της έρευνάς του στα παραμελημένα επιβλητικά αρχοντικά του κάμπου της Χίου φτιάχνοντας μια κάψουλα ευρημάτων, κειμένων-ιστοριών και φωτογραφικών εικόνων. Η πρόθεση του να σκηνοθετήσει ενίοτε την παρουσίαση είναι μεν συνειδητή και εκφρασμένη, πέρα από το στήσιμο, ακόμη και στον τρόπο που καθοδηγεί τους φωτογραφιζόμενους κατοίκους των αρχοντικών στο φιλμ που συνοδεύει τις φωτογραφίες, παρόλα αυτά η έμφαση στη σαγήνη και το υπερβολικό στυλιζάρισμα της ανασύστασης εικόνων, ιστοριών, αρωμάτων, αισθήσεων που επιχειρείται στο χώρο μας παρασύρει περισσότερο σε μια νοσταλγική θέαση παρά σε έναν τόπο αναστοχασμού.
Φ ΝΤΑΣΜ ΤΑ / FANT SM S
Διάρκεια: 3/11/2023 - 12/11/2023
Εγκαίνια: 3/11/2023, 18:00
Διοργάνωση: Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Εκθεσιακός Χώρος: Glass House
Διεύθυνση: προβλήτα 1, Λιμάνι Θεσσαλονίκης
Ωράριο λειτουργίας: 10.00-22.00
Είσοδος: Ελεύθερη
Επιμέλεια: Ορέστης Ανδρεαδάκης
Παραγωγή-Συντονισμός: Θάνος Σταυρόπουλος
Η συγκέντρωση των έργων της έκθεσης πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της Εθνικής Πινακοθήκης - Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου και των γκαλερί Kalfayan, a.antonopoulou.art και CAN Christina Androulidaki, οι οποίες τα παραχώρησαν αφιλοκερδώς στο Φεστιβάλ. To Φεστιβάλ ευχαριστεί τον Δήμο Θεσσαλονίκης για την παραχώρηση χρήσης του κτιρίου του πρώην βρεφονηπιακού σταθμού (Glass House) για τις ανάγκες της έκθεσης.
Thessaloniki Photobiennale
Αναλυτικά οι διάρκειες των εκθέσεων και τα ωράρια στο https://photobiennale-greece.gr/