Με αφορμή την πρόσφατη παρουσίαση της δουλειάς της στην Art Athina και την ατομική της έκθεση στο korai space, που ανοίγει σε λίγες μέρες στην Λευκωσία, η καλλιτέχνις Ελένη Οδυσσέως μιλά στην Ιωάννα Γερακίδη για την εικαστική της πρακτική, τις ερευνητικές της θεματικές, τις διαδικασίες παραγωγής ή -καλύτερα- αναπαραγωγής ή σύνθεσης ενός κόσμου παρήγορου, συλλογικού, μεταφυσικού.
Ι.Γ.: Δεν ζωγραφίζεις πάνω σε καμβά αλλά χρησιμοποιείς μετάξι. Πώς προέκυψε η επιλογή αυτού του υλικού, δεδομένου ότι και αυτό με τη σειρά του κουβαλάει τη δική του σημειολογία, κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά;
E.O.: Τα έργα είναι ζωγραφισμένα σε αναξιοποίητα αποθέματα (deadstock) ακατέργαστου μεταξιού, τα οποία έχω συλλέξει από μικρά καταστήματα υφασμάτων σε όλη την Κύπρο. Ένα υποπροϊόν της πλούσιας παραγωγής μεταξιού στο νησί, η οποία μειώθηκε σταδιακά μετά το 1960, ήταν τα άδεια μεταξωτά κουκούλια, τα οποία έκοβαν οι Κύπριες γυναίκες σε σχήματα και τα έραβαν σε βελούδινα ή σατέν υφάσματα. Μια από αυτές της γυναίκες ήταν η θεία μου, η πολυτάλαντη Μαλτεζού, ένα από τα έργα της οποίας διασώζεται σήμερα στο σπίτι της κόρης της, Σοφίας.
Πάντοτε με ενέπνεαν οι τελετουργίες που καλλιεργούν τη γη και την ψυχή και ξορκίζουν με γητειές τους θεούς και τους δαίμονες που ορίζουν τις ζωές των ανθρώπων και τις δυνάμεις της φύσης, τη γη, τα νερά, τους ανέμους. Με δοξασίες, προλήψεις και δεισιδαιμονίες, οι συλλογικότητες, που πραγματοποιούν τις τελετουργίες, συντηρούν την αρχέγονη, μεταφυσική σύζευξη του ανθρώπου με το Σύμπαν, κατευνάζοντας τους φόβους της ψυχής στην ασφάλεια της αρχέγονης γυναικείας μήτρας, της αέναης αναγέννησης. Μια τέτοια συλλογικότητα θεωρώ πως είναι στο βάθος της η καθημερινή συναναστροφή μιας παρέας έξι γυναικών, της γιαγιάς μου και των αδελφών της. Αγρότισσες από την παιδική τους ηλικία, βαθιά δεμένες με τη γη και μεταξύ τους, δημιούργησαν μια συλλογικότητα φυσικής και ψυχικής αντίστασης στις κοινωνικές συνθήκες της εποχής στην οποία γεννήθηκαν, συνθήκες ανέχειας και πατριαρχικής επιβολής.
Και ενώ αυτά τα έργα είναι σύγχρονα, οι συνθήκες δεν άλλαξαν ριζικά. Ο πλανήτης συνεχίζει να διοικείται από πλειοδότες, ταξικώς και οικονομικώς "υπέρτερους". Στη Κύπρο, για παράδειγμα, η γη που άλλοτε ήταν διαθέσιμη για καλλιέργεια και παραγωγή τροφής, ολοένα συρρικνώνεται δίνοντας χώρο σε υπερπολυτελείς οικοδομές προς πώληση. Τα έργα δημιουργήθηκαν από τα αρχικά συστατικά της Γης, το χώμα, το νερό και τις μουριές, από τους μεταξοσκώληκες στην αυλή της θείας, από την περίπλοκη μετα- αποικιακή συνάρτηση της παραγωγής μεταξιού με την προϋπάρχουσα, από την αποικιοκρατική εποχή, ανάγκη για βιοπορισμό των Κύπριων. Και μαζί τους πάντα, η σκληρή πραγματικότητα του θανάτου. Γιατί, παρόλο που η πλούσια ιστορία της κυπριακής σηροτροφίας είναι συνυφασμένη με τη βιοτεχνία, το εμπόριο, την εκμετάλλευση, την οικιακή και βιομηχανική παραγωγή, έχει, παρδόξως ίσως, επίμονα αγνοήσει τη μετα-ανθρωπιστική προσέγγιση που θα αναδείκνυε την οπτική του μεταξοσκώληκα, του οποίου ο κύκλος ζωής διακόπτεται βίαια κατά τη διαδικασία παραγωγής. Για να αφήσουν ανέπαφα τα νήματα του μεταξιού, οι κάμπιες βράζουν ζωντανές μέσα στο κουκούλι προτού ολοκληρώσουν τον κύκλο ζωής τους και μεταμορφωθούν σε σκώρους.
Η δουλειά μου λοιπόν, ερευνά, αυτήν την τοξική μετάλλαξη του πλανήτη, που επιβάλλει την υπέρτατη εξουσία του θανάτου και συνάμα την εμπορευματοποίηση αυτού του φόβου, εθίζοντας την κοινωνία των ανθρώπων σε προϊόντα παράτασης της ζωής και της νεανικότητας. Οι ζωγραφισμένες ταπισερί από τη μια συμβολίζουν τα ασαφή όρια ανάμεσα στις ούτως ή άλλως ακατάληπτες έννοιες της δημιουργίας και του θανάτου, κι από την άλλη αποδίδουν φόρο τιμής στις περιθωριοποιημένες συλλογικότητες γυναικών οι οποίες χτίζουν και καλλιεργούν τόπους παρηγοριάς και αναδημιουργίας για τις κοινότητες τους, και στις ζωές που δεν έχουν ούτε φωνή ούτε αξία στην κοινωνία μας.
Ι.Γ.: Η συζήτηση αυτή μεταξύ μας ξεκίνησε πριν περίπου δύο εβδομάδες μετά από πρόσκληση δική σου και της Ντενίζ Αραούζου να γράψω ένα κείμενο ποιητικό ως απάντηση ή καλύτερα σε διάλογο με το νέο σώμα δουλειάς σου που θα εκτεθεί στην ατομική σου έκθεση στο korai space στις αρχές Οκτώβρη. Ο τίτλος της έκθεσης αυτής είναι "an elegy for coming undone". Πώς προέκυψε η επιλογή αυτών των λέξεων, δεδομένου ότι οι ερμηνείες και η σημασίες τους φέρουν παράλληλα, ταυτόχρονα ποιότητες λυρικές και άναρχες, πεισματικές και αδρανείς; Και πώς αυτά τα πιθανώς αντιφατικά σχήματα αντικατοπτρίζουν ή αντικατοπτρίζονται στην ίδια τη δουλειά, ως φόρμα, ή στις διαδικασίες έρευνας και παραγωγής της όπως τις περιγράφεις παραπάνω;
E.O.: Ήρθα σε επαφή με αυτό το καινούριο για μένα εικαστικό λεξιλόγιο όταν ερεύνησα σύμβολα και κατάλοιπα τελετουργιών μαγείας σε ταφικά ευρήματα κατά την αρχαϊκή περίοδο στην Κύπρο. Ούτως ή άλλως η ζωγραφική δημιουργία μοιάζει με τελετουργία αποδόμησης. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για αποδόμηση μιας ακραίας, νεοφιλελεύθερης αντίληψης της έννοιας της παραγωγικότητας, η οποία καθορίζει ως πιο σημαντικό το κέρδος σε συνάρτηση με την ποσότητα, αδιαφορώντας για τον εκφυλισμό των πόρων και την τραυματική ρήξη που προκαλούν ανάμεσα στον άνθρωπο και τον πλανήτη, με όλα του τα συστατικά στοιχεία, το χώμα, το νερό, τις άλλες μορφές ζωής, φυτικές και ζωικές, επίγειες και υποθαλάσσιες.
Οι ζωγραφικές αυτές ταπισερί, θρηνούν για την ανάλωση και κατανάλωση, την πολιτικοποίηση και εμπορευματοποίηση της γονιμότητας με κάθε τρόπο και βλέποντας τη γονιμότητα σε όλες της τις κυριολεκτικές και μεταφορικές εκφάνσεις. Στο χώμα, στις ρίζες, στη μήτρα, στο νερό, στο μυαλό, στην σωματική και ψυχική δύναμη. Οι ταπεσαρί εξυμνούν την τελετουργία, την ανασύνδεση, την αναγέννηση, την αντίσταση, την οργή, τον έρωτα, και εξεγείρονται με αγανάκτηση για την παράλυση της μεταμόρφωσης.
Η δουλειά διαμορφώθηκε μέσα από πολλές συζητήσεις που κάναμε με την επιμελήτρια της έκθεσης, Ντενίζ Αραούζου, τους τελευταίους εννιά μήνες. Εστιάσαμε σε θέματα, πολιτικής οικολογίας, queer death studies, το κυνήγι των μαγισσών στη μεσαιωνική Ευρώπη, και μυθολογίας, μεταξύ άλλων.
Ι.Γ.: Μέρος αυτού του νέου σώματος δουλειάς, ήρθε και στην Αθήνα πριν λίγες μέρες στα πλαίσια της Art Athina. Αυτό που ξεχώριζε στα δικά μου μάτια, και ανάμεσα σε άλλα ήταν οι διαστάσεις του painting. Είναι αλλόκοτες, μη συνηθισμένες. Και στο ύψος των έργων αναγνωρίζω την ασφάλεια μιας πνευματικότητας ή ψυχικής ανάτασης, συχνά αντικανονικής, ενώ στο πλάτος, στον στενό αυτό χώρο, την διάθεση για μεγάλωμα, όχι απαραίτητα γραμμικά, περισσότερο σαν ένα μεγάλωμα μεταμορφωτικό, ρευστό στο χωροχρόνο.
E.O.: Οι διαστάσεις των έργων υπαγορεύτηκαν από τις διαστάσεις των αποθεμάτων που βρήκα στα παλιά καταστήματα. Όχι από ανάγκη, διότι θα μπορούσα να τα προσαρμόσω. Ωστόσο τα αναξιοποίητα ακατέργαστα μετάξια κουβαλούν τη δική τους ιστορία και συνεπώς σημειολογία, την οποία όφειλα να σεβαστώ, να αφουγκραστώ και να μελετήσω. Υποδηλώνουν αναφορές σε ένα σημαντικό μέρος της κυπριακής εθνογραφίας, το οποίο, ενώ συχνά οι μελετητές αδίκως αντιπαρέρχονται, εμπεριέχει τη καθοριστική εκείνη στιγμή της σύγκρουσης του ανθρώπου με άλλες μορφές ζωής. Παράλληλα, αντικατοπτρίζει την εκμετάλλευση πόρων και εργασίας, η οποία, με τον σταδιακό θάνατο της παραγωγής του ιδίου του υλικού, σηματοδοτεί τη μετατόπιση της γεωργικής παραγωγής συνεπεία της εκβιομηχάνισης σε μεγάλη κλίμακα.
Δεν θέλησα λοιπόν, να επέμβω σ’ αυτό το υλικό, παρά μόνο εικαστικά. Ένιωσα πως η ζωγραφική τελετουργία στη συγκεκριμένη δουλειά επέβαλλε τη σίγαση των δικών μου "θέλω". Λειτούργησα δημιουργικά, έχοντας πρώτα αφομοιώσει ψυχοσωματικά τις παραστάσεις αναφοράς που σας έχω περιγράψει, σε συνάρτηση με συναφείς θεωρίες, σκέψεις και προσεγγίσεις. Οι ταπεσαρί συνδιαλέγονται με το φως και τον αέρα για να δηλώσουν με παρρησία τη δική τους μαρτυρία.
Ι.Γ.: Τόσο στα πλαίσια αυτής της δουλειάς όσο και προηγούμενων υπάρχει μια υπόνοια για αυτό που αφορά την μνήμη, ή την ανάμνηση που μένει όταν κάτι φθείρεται, φεύγει ή πεθαίνει. Και στη δουλειά αυτή η υπόνοια είναι θολή, αλλά ταυτόχρονα πολλαπλασιάζεται, επαναλαμβάνεται, ενισχύεται πεισματικά. Δημιουργεί αυτό ακριβώς που αποκαλείς εσύ "μαρτυρία". Και αυτό συμβαίνει τόσο μέσω της φόρμας όσο και μέσω της τιτλοδότησης έργων όπως το "the end of the world" ή το "how could I forget you". Θες να μου πεις δύο λόγια για αυτήν την ιδιόλεκτο; Για αυτήν τη δική σου συμβολική λεκτική και οπτική γλώσσα και πώς διαμορφώνεται μέσα στο χρόνο;
E.O.: Η πρακτική μου ανέκαθεν εξέφραζε θεωρίες οριζοντιοποίησης ιεραρχιών και μεθοδολογιών ελέγχου, αλλά και προσεγγίσεις διασύνδεσης τόπου και χρόνου. Τα μέρη αλληλεπιδρούν μέσα από την κίνηση του φωτός και τις υπόνοιες του χρώματος, της διαφάνειας και της απόκρυψης. Οι άλλοτε ζωόμορφες, άλλοτε ανθρωπόμορφες, άλλοτε φυτόμορφες κινήσεις αναπτύσσουν ένα δικό τους, ιδιόμορφο, συμβολικό λεξιλόγιο, που επικεντρώνεται στα απομεινάρια των διασυνδέσεων. Η ανάμνηση του πόνου και της μοναξιάς είναι συχνά τόσο ζωντανή που σε συνθλίβει. Τα μέρη βρίσκουν παρηγοριά στην ερμηνεία σημαινομένων, και στην πίστη του μεταφυσικού.
Ι.Γ.: Θες να μας πεις και λίγα λόγια για το τι άλλο ερευνάς ή ετοιμάζεις αυτήν την περίοδο; Παρηγορητικό, καθαρτικό ή μεταφυσικό;
E.O.: Αυτή την περίοδο διερευνώ τον διάλογο μεταξύ χαρτιού και ανακυκλώσιμων μετάλλων. Διδάσκω ζωγραφική στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και συνεργάζομαι με μια διεπιστημονική δικοινοτική ομάδα που θα παρουσιάσει μια σειρά οικοπαιδαγωγικών πειραμάτων με τη μορφή εργαστηρίων στο Φεστιβάλ Ξαρκής, με εισηγήτρια την Ντενίζ Αραούζου. Επίσης, είμαι μέλος του συμβουλίου/συντονιστικής ομάδας του συνδέσμου Εικαστικών Καλλιτεχνών και Θεωρητικών Τέχνης – Φυτωριο, όπου εργαζόμαστε για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και τις συνθήκες κοινωνικής πρόνοιας των αυτοεργοδοτούμενων καλλιτεχνών της Κύπρου. Η συνέργεια όλων αυτών των δράσεων συντελεί στη στρωμάτωση, στην δικαιωματική έκφραση της ένστασης, στην ελπιδοφόρα σηματοδότηση του μέλλοντος, στην διαπραγμάτευση μεταξύ φωτός και χώρου.
Η ατομική έκθεση, "an elegy for becoming undone" της Ελένη Οδυσσέως, σε επιμέλεια της
Ντενίζ Αραούζου, ανοίγει στις 6 Οκτωβρίου, στο korai space, Λευκωσία.