Δεν είχα την τύχη να παρευρεθώ σε μια από τις ξεναγήσεις με τους επιμελητές της έκθεσης "Hic sunt dracones" του Rick Lowe στο Μουσείο Μπενάκη, Γιώργο Τζιρτζιλάκη και Πολύνα Κοσμαδάκη, και η ξενάγηση που πέτυχα από μέλος της ομάδας του μουσείου ομολογώ ότι λειτούργησε μάλλον παραπλανητικά ως προς την πρόσληψη της έκθεσης. Επιμένοντας στη σχέση των μοτίβων των αντικειμένων της συλλογής του μουσείου και των έργων ζωγραφικής του Lowe, στις συγγένειες ανάμεσα στα χρώματα και στα σχέδια και στο ότι το τάδε ή το δείνα έκθεμα άρεσε στον Lowe γι αυτό και επιλέχθηκε, τείνεις να "διαβάσεις” την έκθεση ως έναν αισθητικοποιημένο διάλογο που χαϊδεύει το μάτι και το προσωπικό γούστο και αφήνει απέξω τις ιδέες. Γνωρίζοντας την ματιά των επιμελητών είναι σίγουρο ότι οι ιδέες υπάρχουν, αναρωτιέμαι όμως πόσο αυτές επικοινωνούνται τελικά στον επισκέπτη δίνοντάς του επιπλέον κλειδιά για να προσανατολιστεί μέσα στους "χάρτες" τόσο των ιστορικών αντικειμένων όσο και του ίδιου του καλλιτέχνη.
Η πρακτική της συνομιλίας ενός σύγχρονου καλλιτέχνη με τη συλλογή ενός μουσείου έχει ενδιαφέρον (και είναι απαραίτητη για να ανανεώνεται το κοινό και ο τρόπος που βλέπουμε την πολιτιστική κληρονομιά), όσο και προκλήσεις, και είναι σημαντικό που το Μπενάκη έδωσε στην περίπτωση αυτή την ευκαιρία σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο να προτείνει έναν πρωτότυπο σχεδιασμό της έκθεσης. Τα πλέγματα που δημιούργησαν οι ARΕΑ, ένα γραφείο που έχει δώσει αξιοσημείωτα δείγματα γραφής, μεταξύ άλλων και με τον σχεδιασμό του χώρου τέχνης Tavros, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πρόσληψη των εκθεμάτων ενισχύοντας την οπτική κυριαρχία των μοτίβων που λέγαμε, ανεβάζοντας στο βάθρο εν είδη cabinet de curiosites διάφορα ξεχωριστά κομμάτια της συλλογής και σε μία μπάρα (αυτό έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον) εμάς τους θεατές στο τελευταίο, κομμάτι της έκθεσης που μοιάζει να σε βγάζει από το μουσείο έξω στους δρόμους της Πλατείας Βικτωρίας, όπου ξεκίνησε και η επαφή του Lowe με την Αθήνα.
Έχοντας γίνει γνωστός για τα λεγόμενα κοινωνικά γλυπτά του και ειδικότερα με το περίφημο Project Row Houses, όπου το 1993 αγόρασε και μετέτρεψε με τους συνεργάτες του ένα μπλοκ 22 υπό κατάρρευση κατοικιών σε χώρους καλλιτεχνικής δράσης για την κοινότητα και τα πιο ευάλωτα μέλη της και σε κατοικίες για ανύπαντρες νεαρές μητέρες, ο Lowe έφτιαξε και στην Αθήνα ένα από αυτά. Ο λόγος για το Victoria Square Project όπου σε συνεργασία με την εικαστικό Μαρία Παπαδημητρίου μετέτρεψε ένα χώρο στα πέριξ της πλατείας Βικτωρίας σε έναν κέντρο ενδυνάμωσης της κοινότητας, ανοιχτό σε δράσεις, σεμινάρια, συναντήσεις, το οποίο μάλιστα έμεινε ανοιχτό μέχρι πρότινος, αν και από ένα σημείο και μετά στράφηκε σε μια πιο συμβατική καλλιτεχνική δράση, μέσα από παραγγελίες π.χ. έργων στην περιοχή σε συνεργασία με γνωστούς εικαστικούς.
Το κοινωνικό σκέλος της δουλειάς του Lowe έγινε αισθητό στο πρότζεκτ της Πλατείας Βικτωρίας, ένα από τα δύο ίσως έργα που μαζί με το χώρο τέχνης "Akwa Ibom" στα Εξάρχεια που προέκυψε ως απόρροια του έργου της Νιγηριανής καλλιτέχνιδας Otobong Nkanga και της συνεργασίας της με τη Μάγια Τούντα αφησαν μια παρακαταθήκη στην πόλη - αν εξαιρέσουμε το κτίριο και οικόπεδο στην Πλατεία Αμερικής που έχει αγοράσει η Maria Eichhorn μετατρέποντας το νομικό καθεστώς του έτσι ώστε καθίσταται χωρίς ιδιοκτήτη ("Building as unowned property” / Κτίριο ως περιουσία άνευ ιδιοκτήτη, 2017). Αυτό όμως το κοινωνικό κομμάτι της "γλυπτικής” του Lowe είναι λιγότερο παρών στην έκθεση στο Μπενάκη, αφού εκπροσωπείται κυρίως μέσα από τα φύλλα της εφημερίδας που εξέδιδε για ένα διάστημα το Victoria Square Project δίνοντας φωνή σε ανθρώπους της γειτονιάς και με ένα βίντεο.
Still Learning from Athens
"Μετά από δύο χρόνια σχεδιασμού της Documenta και διοργάνωσης εκθέσεων", γράφει ο Lowe, "οι περισσότεροι καλλιτέχνες και επισκέπτες προχώρησαν σε άλλα πράγματα. Εγώ συνέχισα να μαθαίνω από τους Έλληνες και τους μετανάστες και να χτίζω σχέσεις μαζί τους". "Μαθαίνοντας από την Αθήνα" ήταν ο τίτλος εργασίας της Documenta 14. Ένιωθα ότι μάθαινα πράγματα από την Αθήνα για πολύ καιρό, προτού καν βρεθώ στην πόλη" δίνοντας στην έκθεση που παρουσιάζει, παράλληλα με αυτή του Μπενάκη στη γκαλερί Gagosian της Αθήνας, στον τίτλο "Still Learning from Athens”.
Από τότε που ήρθε στην Αθήνα ο Lowe άρχισε να ζωγραφίζει και αφοσιώθηκε σ’ αυτό, μαθαίνουμε από την ξεναγό μας, και παρότι τα έργα του έχουν πάντα μια έμφαση στη διαδικασία και προκύπτουν συνήθως μέσα από εμπλοκή με διαφορετικές κοινότητες ή με έρευνα σχετική με την επικαιρότητα, η εικόνα που εισπράττει ο επισκέπτης, ανεξάρτητα αν τα κολάζ του χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη στίχους του Καβάφη, εικόνες από ένα φόρουμ δημάρχων που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 2019 ή τα χρώματά τους εμπεριέχουν ένα μήνυμα διαμαρτυρίας για το δυστύχημα στα Τέμπη, είναι αυτή μιας σειράς, συγγενών οπτικά και από άποψη διαστάσεων, μεγάλων καμβάδων - αντικειμένων προορισμένων να πουληθούν από μια γκαλερί.
Ο τίτλος της έκθεσης "Hic sunt dracones" αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι χαρτογράφοι του Μεσαίωνα απεικόνιζαν τόπους άγνωστους, εκτάσεις γης ή υδάτων που θεωρούσαν επικίνδυνες και οπωσδήποτε όχι οικείες, χρησιμοποιώντας δράκους, τέρατα ή άλλα φανταστικά όντα. Τα όντα αυτά κοσμούν χάρτες σε σημεία που θα έμεναν κανονικά κενά ή σε εκείνα των οποίων η γεωγραφία ήταν ακόμη άγνωστη. Αυτή η πρακτική της κρυμμένης υποσημείωσης έχει πολύ ενδιαφέρον και στο σύγχρονο πλαίσιο των συναισθηματικών χαρτών, των marginalia, των κενών και των περιθωρίων που με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους εμπνέουν τους σύγχρονους εικαστικούς.
Ιστορικά φετίχ
Παράλληλα με τους "χάρτες” λοιπόν του Lowe, παρουσιάζονται, χάρτες και έργα της συλλογής - από σχέδια του Δημήτρη Πικιώνη για τον πεζόδρομο του Φιλοπάππου και έναν τοπογραφικό χάρτη των Αθηνών του 1670 που αποδίδεται στο Τάγμα των Καπουτσίνων Μοναχών μέχρι σχέδιο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη για το "Κολωνάκι: Μετακίνηση των κατοίκων προς την κοινότητα από άλλες περιοχές των Αθηνών” κι ένα δειγματολόγιο κεντητικής με επεξηγηματικές επιγραφές για τα επιμέρους θέματα από τη Σκύρο στα τέλη του 18ου αι. ή μια πυξίδα από εφυαλωμένο πηλό που φέρει διάκοσμο με υπαρκτά και μυθικά όντα από την περίοδο της Δυναστείας των Χαν (Κίνα, 1ος-3ος αι. μ.Χ.).
Παρ’ όλα αυτά, τα ξεχωριστά αντικείμενα του μουσείου που επιλέχθηκαν από τον Lowe και τους επιμελητές δεν είμαστε σίγουροι κατά πόσο κερδίζουν από αυτή την συνάντηση με τα κολάζ του καλλιτέχνη. Αντίθετα, μάλλον αναπαράγεται μια φετιχιστική προσέγγισή τους, την οποία έχουμε δει στο παρελθόν και σε παρουσιάσεις σχεδίων του Κωνσταντίνου Δοξιάδη σε γκαλερί για παράδειγμα, όπου χάρτες και διαγράμματα, αποκομμένα από το ιστορικοκοινωνικό τους πλαίσιο, τείνουν να διαβαστούν ως καλαίσθητα αφηρημένα μοτίβα με αύρα νοσταλγίας με αποτέλεσμα να χάνουν την επιδραστικότητα που θα μπορούσαν να ξαναέχουν σήμερα.
Το βασικό ερώτημα παραμένει πόσο διαφορετική γνώση παράγουν τελικά αυτά τα αντικείμενα, ιδωμένα ως αισθητικοποιημένες οπτικές "σημειώσεις”, οι οποίες αντί να παρουσιάζονται στις συνήθεις προθήκες ενός μουσείου μπαίνουν σε ένα πιο μοντέρνο "βάθρο” δίπλα στα έργα του Lowe;
Η έκθεση "Hic sunt dracones" είναι εμφανές ότι έχει πίσω της πολύ δουλειά και σκέψη και αποτελεί προϊόν συνεργασίας διαφορετικών ειδικών δημιουργώντας ένα παράδειγμα που λείπει από την πολιτιστική ατζέντα της πόλης ενώ στο εξωτερικό αποτελεί κοινό τόπο. Το Μουσείο Μπενάκη δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρεί αντίστοιχες συνομιλίες, θα είχε όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον αυτές να μην εστιάζουν σε τέτοιο βαθμό σε φορμαλιστικές συνδέσεις αλλά να επιχειρούν και μια λιγότερο αναμενόμενη, πιο εννοιολογική σύνδεση, ή και θεσμική κριτική. Είναι, σίγουρα, σημαντικό να δούμε κι άλλες σχετικές προτάσεις τόσο στα δημόσια αρχαιολογικά μουσεία όσο και στην Εθνική Πινακοθήκη, η οποία άλλωστε έχει εξαγγείλει σχέδια διαλόγου σύγχρονων εικαστικών με έργα της συλλογής. Παράλληλα, προσθέτει στην ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με την παρουσίαση αντικειμένων των συλλογών σε ένα σύγχρονο πλαίσιο που άνοιξε ξανά τελευταία και με αφορμή την έκθεση "Recycling Beauty” στο Fondazione Prada στο Μιλάνο σε σχεδιασμό Rem Koolhaas/OMA’s, η οποία θεωρήθηκε από ορισμένους χαρακτηριστική ενός νέου διδακτισμού που με τη σειρά του μπορεί να φετιχοποιεί τα ιστορικά αντικείμενα όπως και μια πιο φαινομενικά επιφανειακή αισθητική προσέγγιση.
Για να γυρίσουμε στην έκθεση του Μουσείου Μπενάκη, ένα βασικό ερώτημα παραμένει πόσο διαφορετική γνώση παράγουν τελικά αυτά τα αντικείμενα, ιδωμένα ως αισθητικοποιημένες οπτικές "σημειώσεις”, οι οποίες αντί να παρουσιάζονται στις συνήθεις προθήκες ενός μουσείου μπαίνουν σε ένα πιο μοντέρνο "βάθρο” δίπλα στα έργα του Lowe; Πόσο μάλλον όταν η έμφαση δίνεται στις φορμαλιστικές κυρίως συγγένειες με αποτέλεσμα και το κοινό να εκπαιδεύεται να βλέπει με έναν αντίστοιχο τρόπο (ή απλά να επιβεβαιώνει τον τρόπο που έχει μάθει να βλέπει). Και ποιος αντλεί, τελικά, προστιθέμενη αξία από αυτό το διάλογο, το μουσείο ή η γκαλερί που εκπροσωπεί τον καλλιτέχνη, η οποία άλλωστε είναι ο βασικός υποστηρικτής της έκθεσης; Τέλος, η έκθεση εγείρει επίκαιρα ερωτήματα σχετικά με τη συνύπαρξη των επιμελητών, καλλιτεχνών, παραγωγών με τους θεσμούς και στο κατά πόσο τα ιδρύματα μας ωθούν σε συγκεκριμένους τρόπους εμπειρίας της τέχνης. Η συμβίωση μας με τους θεσμούς είναι απαραίτητη, εξίσου απαραίτητο είναι, όμως, να είμαστε σε εγρήγορση εντός τους δημιουργώντας με τη δράση μας μικρότερες ή μεγαλύτερες μετατοπίσεις.
Η έκθεση "Hic sunt dracones" διαρκεί ως τις 30 Ιουλίου.
Περισσότερες πληροφορίες
Hic sunt dracones (Εδώ υπάρχουν δράκοντες). Χαρτογραφώντας το άγνωστο: ένα project του Rick Lowe
Ο Rick Lowe και οι επιμελητές Πολύνα Κοσμαδάκη και Γιώργος Τζιρτζιλάκης σε συνεργασία με την επιστημονική ομάδα του Μουσείου Μπενάκη και το αρχιτεκτονικό γραφείο ARΕΑ στο σχεδιασμό της έκθεσης, ξεκινούν εδώ έναν διάλογο ανάμεσα στο ιστορικό υλικό της μόνιμης συλλογής του Μουσείου και στα έργα του καλλιτέχνη. Οι απροσδόκητες συνδέσεις αλλά και τα μεταξύ τους διάκενα συγκροτούν ένα εργαλείο αναστοχασμού για να αναπτυχθούν στρατηγικές αφήγησης του κόσμου – ιδιαίτερα των πιο σκοτεινών πτυχών του – και φαντασιακής σύλληψης νέων κοσμολογιών και διαδρομών. Δεδομένης της σύγχρονης συνθήκης, όπου τα πάντα (διαρκώς) καταγράφονται, ελέγχονται, η χαρτογράφηση αυτή μπορεί να υποδείξει έναν τρόπο να σκεφτούμε ξανά το σημείο που βρισκόμαστε και τι μπορούν να προσφέρουν η σύγχρονη τέχνη και ο πολιτισμός - ερωτήματα που βρίσκονται στην καρδιά της καλλιτεχνικής πρακτικής του Lowe. Ο τίτλος της έκθεσης αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι χαρτογράφοι του Μεσαίωνα απεικόνιζαν τόπους άγνωστους, εκτάσεις γης ή υδάτων που θεωρούσαν επικίνδυνες και οπωσδήποτε όχι οικείες, χρησιμοποιώντας δράκους, τέρατα ή άλλα φανταστικά όντα. Τα όντα αυτά κοσμούν χάρτες σε σημεία που θα έμεναν κανονικά κενά ή σε εκείνα των οποίων η γεωγραφία ήταν ακόμη άγνωστη.