"Απεχθάνομαι ν’ ακούω τους χτύπους της καρδιάς μου που μου υπενθυμίζουν αδιάκοπα ότι ο χρόνος της ζωή μου είναι μετρημένος", είχε γράψει ο Μίλαν Κούντερα.
Τώρα τον βλέπω σε μια συνέντευξη του ’68. Μόλις έχει κυκλοφορήσει το "Αστείο", το πρώτο του μυθιστόρημα, στη Γαλλία. Είναι αραγμένος σε μια φουσκωτή διαφανή πολυθρόνα και απαντάει σε τετριμμένες ερωτήσεις με βαριά γαλλική προφορά. Δείχνει αυθάδης και σίγουρος. Το σκηνικό στο τηλεοπτικό πλατό είναι γελοίο. Αυτή η γελοιότητα σε συνδυασμό με την υποτιθέμενη σοβαρότητα θα μπορούσε κανείς να πει πως χαρακτήριζαν τα βιβλία του Κούντερα. Λες και κάτι σκληρό έπεφτε πάνω σε μια μαλακή επιφάνεια. Ένας συνδυασμός βίας (πολιτική, έρωτας, πάλη της καθημερινότητας) και φιλοσοφίας, εκλαϊκευμένης ή μη. Δείτε για παράδειγμα την εναρκτήρια πρόταση στην "Αβάσταχτη ελαφρότητας του είναι": "Η αιώνια επιστροφή είναι ιδέα μυστηριώδης και ο Νίτσε, με την ιδέα αυτή, έφερε πολλούς φιλοσόφους σε δύσκολη θέση". Πραγματικά, σου έρχεται να παρατήσεις την ανάγνωση. Ακόμα και ο τίτλος του μυθιστορήματος είναι ανυπόφορος.
Κι όμως. Αυτό το βιβλίο τον έκανε διάσημο από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 κι έπειτα. Γεγονός που οφειλόταν εν μέρει στη Ζιλιέτ Μπινός και τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, πρωταγωνιστές της κινηματογραφικής του μεταφοράς. Ο Κούντερα μίσησε την ταινία. Αλλά τον έφερε κοντά μας. Εκείνη την περίοδο πάντως, η βιβλιοθήκη του σωστού Έλληνα φιλότεχνου περιλάμβανε οπωσδήποτε αντίτυπα των βιβλίων του. Ακόμα και η Δήμητρα Λιάνη τον λάτρευε. Ισχυριζόταν μάλιστα πως τον είχε καθηγητή. Δεν ξέρω περισσότερα. Όλα καταλήγουν σε φάρσα. Οι Τσέχοι ποτέ δεν σταμάτησαν να μας το υπενθυμίζουν. Κάφκα, Χράμπαλ, Κούντερα.
Έχω ένα πρόβλημα. Δεν θυμάμαι τίποτα από τα μυθιστορήματα του Κούντερα. Μάλλον αυτό το μεικτό είδος φιλοσοφικού δοκιμίου και μυθοπλασίας που λάνσαρε με το "Βιβλίο του γέλιου και της λήθης", είδος που ευδοκιμεί στην εποχή μας, δεν αφήνει καμιά σκιά στην αναγνωστική δεξαμενή μου. Περισσότερο λήθη από γέλιο, δυστυχώς. Κανονικά λοιπόν δεν θα έπρεπε να γράψω τη νεκρολογία του. Ούτως ή άλλως οι νεκρολογίες είναι χυδαίες. Και έχω γράψει κάμποσες. Ωστόσο, πριν λίγες μέρες τον θυμήθηκα διαβάζοντας ένα εγχειρίδιο λογοτεχνίας, με όψη δοκιμίου, από τον Τζέημς Γουντ. Όχι επειδή τον αναφέρει. Αλλά κυρίως επειδή το απλό ύφος του Γουντ θυμίζει Κούντερα. Χωρίς το αγκάθι του. "Θα θέλαμε να λερώσει λίγο περισσότερο τα χέρια του με το μελάνι του κειμένου", υποστηρίζει ο Γουντ. Δεν θα διαφωνήσω στο βαθμό που διατηρώ το δικαίωμα να πω ακριβώς το ίδιο για τον Άγγλο κριτικό.
Ίσως τα δοκίμια του Κούντερα αντέξουν περισσότερο από τα μυθιστορήματα της δεύτερης συγγραφικής του φάσης. Γιατί αν η "Ελαφρότητα", η "Αθανασία" ή η "Βραδύτητα" είναι δοκίμια κάτω από το χιτώνα μιας πλοκής, τότε τα δοκίμιά του μεταφέρουν το σπόρο της μυθοπλασίας με μεγαλύτερη ελευθερία.
Ίσως τα δοκίμια του Κούντερα αντέξουν περισσότερο από τα μυθιστορήματα της δεύτερης συγγραφικής του φάσης. Γιατί αν η "Ελαφρότητα", η "Αθανασία" ή η "Βραδύτητα" είναι δοκίμια κάτω από το χιτώνα μιας πλοκής, τότε τα δοκίμιά του μεταφέρουν το σπόρο της μυθοπλασίας με μεγαλύτερη ελευθερία. Πόσο μοχθηρά ξεκινάει το κείμενό του για τον ζωγράφο Φράνσις Μπέικον. Κανείς δεν θα τολμούσε να γράψει τώρα κάτι αντίστοιχο. Το γράψιμο είναι ένα μαχαίρι που κόβει το κρέας στα δύο, μόνο και μόνο για να βρούμε ένα "κρυμμένο διαμάντι" ή έστω ένα "ψήγμα χρυσού". Όποιος δεν δέχεται τον ισχυρισμό, τον ζηλεύω.
Ο Κούντερα δραπέτευσε από την Τσεχοσλοβακία, έζησε στη Γαλλία από το ’75 και τα τελευταία του μυθιστορήματα, ολιγοσέλιδα και λιγότερο απαιτητικά στη σύνθεση, τα έγραψε απευθείας στα γαλλικά. Είναι αλήθεια πως ήταν πολύ αυστηρός με τις μεταφράσεις των έργων του. Αυτό τον οδήγησε να ελέγχει τις γαλλικές μεταφράσεις των τσέχικων βιβλίων του σε τέτοιο εξονυχιστικό βαθμό που πλέον θεωρούνται ισάξιες με το πρωτοτύπο. Ο πατέρας του ήταν μουσικολόγος και πιανίστας. Με τη Βέρα, τη δεύτερη γυναίκα του, απέκτησε δύο κόρες. Σιχαινόταν τη γραφειοκρατία, τη λογοκρισία, τη Ρωσία. Αγαπούσε με πάθος συγγραφείς όπως ο Γκομπρόβιτς, ο Ραμπελαί ή ο Κάφκα, για τον οποίο είχε γράψει το εξής εκπληκτικό: "Ο χρόνος στα μυθιστορήματα του Κάφκα είναι ο χρόνος μιας ανθρωπότητας που έχασε τη συνέχεια με την ανθρωπότητα, μιας ανθρωπότητας που δεν ξέρει τίποτα πια και δεν θυμάται τίποτα πια και κατοικεί σε πόλεις που δεν έχουν όνομα και που οι δρόμοι τους είναι δρόμοι χωρίς όνομα ή έχουν ένα όνομα διαφορετικό απ’ το χτεσινό, γιατί το όνομα είναι μια συνέχεια με το παρελθόν και οι άνθρωποι που δεν έχουν παρελθόν είναι άνθρωποι χωρίς όνομα". Επομένως, δεν είναι σύμπτωση που σε μια τηλεοπτική βραδιά αφιερωμένη στον Κάφκα, στην περίφημη εκπομπή του Πιβό, είχε πει πως όνειρό του ήταν να γράφει με ψευδώνυμο. Να γίνει αόρατος ή φάντασμα. Μετά απ’ αυτό έπαψε να δίνει συνεντεύξεις και κρύφτηκε πίσω από τη δουλειά του για σαράντα ολόκληρα χρόνια, μέχρι τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς του. Πέθανε την Τρίτη 11 Ιούλη. Ήταν 94 χρονών.