Στις 11 Ιουλίου 2023, στο Παρίσι, σε ηλικία 94 ετών, ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους του 20ου αιώνα, ο Μίλαν Κούντερα, έφυγε από τη ζωή, βρίσκοντας τη δική του έξοδο κινδύνου για το Επέκεινα.
Στην "Τέχνη του μυθιστορήματος", ο Μίλαν Κούντερα, γεννημένος στην Τσεχοσλοβακία αλλά Γάλλος πολίτης από το 1981, αφηγείται ένα περιστατικό με έναν εκδότη, ενδεικτικό για την άποψή του περί του ρόλου της λογοτεχνίας. Ο Σκανδιναβός εκδότης λοιπόν, ήταν διστακτικός ως προς την έκδοση του βιβλίου του Κούντερα "Αποχαιρετιστήριο πάρτυ", επειδή νόμισε πως ο συγγραφέας είναι κατά των εκτρώσεων. Ο Κούντερα δεν τον διόρθωσε, δεν του εξήγησε τίποτα, διότι, όπως είχε πει ο ίδιος, "...ήμουν ευτυχής με την παρεξήγηση. Είχα επιτύχει ως μυθιστοριογράφος. Είχα επιτύχει στη συντήρηση της ηθικής ασάφειας της περίστασης. Είχα μείνει πιστός στην ουσία της τέχνης του μυθιστορήματος: στην ειρωνεία. Και η ειρωνεία δε δίνει δεκάρα για μηνύματα!"
"...ήμουν ευτυχής με την παρεξήγηση. Είχα επιτύχει ως μυθιστοριογράφος. Είχα επιτύχει στη συντήρηση της ηθικής ασάφειας της περίστασης. Είχα μείνει πιστός στην ουσία της τέχνης του μυθιστορήματος: στην ειρωνεία. Και η ειρωνεία δε δίνει δεκάρα για μηνύματα!"
Ο Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε το 1929 σε μία ευκατάστατη κοινωνικώς και μορφωτικώς οικογένεια στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας. Ο πατέρας του, Λούντβιχ, ήταν σημαντικός μουσικολόγος και πιανίστας, μαθητής του συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ. Ο Μίλαν έμαθε πιάνο από τον πατέρα του, συνεχίζοντας τις σπουδές του αργότερα στη μουσικολογία και τη σύνθεση, για να καταλήξει να σπουδάσει Λογοτεχνία και Κινηματογράφο. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον επηρέασε βαθιά, και νεότατος, έγινε μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας . Όμως, μερικά χρόνια αργότερα, ο Κούντερα διαγράφηκε από το Κόμμα για "αντικομματικές δραστηριότητες".
Όμως, ο Μίλαν δεν είχε τελειώσει με την υπόθεση του κομουνισμού. Το 1956 ξαναμπήκε στο Κόμμα, αλλά τον ξανάδιωξαν για δεύτερη φορά, μέχρι που έφτασε, το 1968, αυτή η ματωμένη Άνοιξη της Πράγας, που μαράθηκε πατημένη από τις ερπύστριες των σοβιετικών τανκ.
Ο Κούντερα παρέμεινε κάμποσο καιρό ακόμα στην πατρίδα του, ελπίζοντας πως τα πράγματα θα φτιάξουν, προς χάριν της ελευθερίας και των κοινωνικών αλλαγών, πλην όμως φευ - τελικά μετανάστευσε στη Γαλλία το 1975, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.
"Mυθιστοριογράφος χωρίς μήνυμα"
Αν και ο ίδιος ο Κούντερα αγιοποιήθηκε ως ο Απόστολος κατά του Ολοκληρωτισμού, ο ίδιος αυτοπροσδιοριζόταν ως "μυθιστοριογράφος χωρίς μήνυμα". Η έμμεση κριτική του στο ολοκληρωτικό σύστημα της χώρας του μέσω του λογοτεχνικού του έργου, περισσότερο ήταν μια ειρωνεία, όπως λέει κι ο ίδιος, ένα υψωμένο φρύδι και ένα στραβό χαμόγελο, όχι μόνο προς τους Τσεχοσλοβάκους κομουνιστές, αλλά και προς όλους αυτούς, που έχοντας ισχύ θεωρούσαν, και θεωρούν, πως είναι αθάνατοι – μόνο η ειρωνεία και το μαύρο χιούμορ, κατά τον Κούντερα, μπορούν να διαπεράσουν την πανοπλία της εξουσιοφρένειας. Στα πρώιμα έργα του, όπως το "Αστείο" και οι "Γελοίοι έρωτες", ο Κούντερα, αν και σκιαγραφεί το κωμικοτραγικό του ολοκληρωτισμού, ωστόσο ο ίδιος δεν θεωρούσε αυτά τα βιβλία του πολιτικό σχολιασμό: "η καταδίκη του ολοκληρωτισμού, δεν αξίζει ένα μυθιστόρημα", είχε πει.
Στην ουσία ο Κούντερα, με αυτό το πλάγιο, μισοφωτισμένο ύφος του, με τους ψιθύρους της πρόζας του, που είναι πιο ηχηροί από τις στεντόρειες λογοτεχνικές κραυγές πολλών άλλων ομοτέχων του, είναι ένας υπαρξιστής συγγραφέας, ένας γνήσιος απόγονος του Φραντς Κάφκα και του Φρειδερίκου Νίτσε, που φτάνει μέσω της περιγραφή της σχέσης του ανθρώπου με την κοινωνία και τον εαυτό του, σε μια άνυδρη, κακοτράχαλη ενδοχώρα: στο σεληνιακό, αφιλόξενο τοπίο της υπαρξιακής επίγνωσης.
Τα πάντα θα επαναλμβάνονται αιωνίως, χωρίς διαφυγή, χωρίς σωτηρία, κι ο άνθρωπος θα παραμένει εγκλωβισμένος, χωρίς καμιά δυνατότητα διαφυγής; Αυτή είναι μια ιδέα, που για να μπορέσει κάπως να τη διαχειριστεί ο Νίτσε, εφηύρε τον Υπεράνθρωπο, ο οποίος θα συνέτριβε αυτόν τον εφιαλτικό κύκλο. Τελικά όμως, ο Νίτσε δεν κατάφερε να γλιτώσει από την τρέλα.
"Αν κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μας είναι να επαναληφθεί αμέτρητες φορές, είμαστε καρφωμένοι στην αιωνιότητα όπως ο Ιησούς Χριστός επάνω στο σταυρό. Τι φριχτή ιδέα! Στον κόσμο της αιώνιας επιστροφής κάθε κίνηση φέρει το βάρος μιας αβάσταχτης ευθύνης. Αυτό είναι που έκανε τον Νίτσε να λέει ότι η ιδέα της αιώνιας επιστροφής είναι το πιο βαρύ φορτίο (das schwerste Gewicht). Αν η αιώνια επιστροφή είναι το πιο βαρύ φορτίο, οι ζωές μας μπορούν, σ’ αυτό το πλαίσιο, να φανερωθούν σ’ όλη τους τη λαμπρή ελαφρότητα. Στ’ αλήθεια, όμως, είναι φριχτή η βαρύτητα και ωραία η ελαφρότητα;" αντέτεινε, στο πασίγνωστο μυθιστόρημά του "Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι" ο μεγάλος διανοητής Κούντερα, βρίσκοντας τελικά τη δική του έξοδο κινδύνου από την ύπαρξη.
Μπορεί η πινακίδα σ’ αυτή την εξώπορτα να έγραφε "Ειρωνεία".