Πέμπτη 25/5 στα Εξάρχεια, ώρα 10.30 το πρωί. Έξω από τον εκδοτικό οίκο opera έχει σχηματιστεί μια ουρά τουλάχιστον εκατό ατόμων. Όχι, δεν γίνεται προσκύνημα ιερών λειψάνων, ούτε μοιράζονται δελτία τροφίμων, αλλά δελτία εισόδου για την παρουσίαση των βιβλίων των διασήμων κυρίων Μπουκάι, πατρός και υιού, που ο εκδοτικός οίκος έχει προσκαλέσει στην Ελλάδα. Είναι μόλις η πρώτη ώρα, της πρώτης από τις δύο μέρες της διανομής των δελτίων προτεραιότητας, κι όμως η ουρά κοντεύει να φτάσει στην πλατεία.
Γιατί; Γιατί οι Έλληνες περιμένουν με τις ώρες για να δουν από κοντά τον Χόρχε και τον γιο του, τον Ντεμιάν Μπουκάι, τους διάσημους Αργεντίνους γιατρούς και ψυχοθεραπευτές, γιατί ξεροσταλιάζουν στην ουρά, σαν να περιμένουν μια ευλογία από το Δαλάι Λάμα, ή ένα αυτόγραφο από τον Έλβις Πρίσλεϊ, τι είναι εκείνο το μοναδικό στη σκέψη των Μπουκάι, που τους έχει κάνει κάτι σαν γκουρού της αυτοβοήθειας, κάτι σαν τους απόλυτους πνευματικούς οδηγούς για όλους τους χαμένους, τους αποπροσανατολισμένους, τους απογοητευμένους, τους θλιμμένους ανθρώπους του σήμερα, που παραδέρνουν στην τύρβη της σύγχρονης ζωής, των αφιλόξενων πόλεων και των αδιέξοδων κοινωνικών σχέσεων; Τι είναι αυτό που διαθέτουν οι Μπουκάι, που δελεάζει όλα αυτά τα εκατομμύρια των αναγνωστών τους σε όλο τον κόσμο, ώστε να τους θεωρούν κάτι σαν σωτήρες, λες και είναι οι πρώτοι που είπαν πέντε σωστά, έως και αυτονόητα, πέντε απλά, έως και απλοϊκά, πράγματα για την ανθρώπινη ψυχή;
Να μη μιλήσουμε εδώ για τον Πάουλο Κοέλιο, τον Μέγα Διδάσκαλο της Σπουδαιοφανούς Ασημαντολογίας, κι ας πούμε για κάποιους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, που μη έχοντας ανοίξει βιβλίο στη ζωή τους, που μη γνωρίζοντας ποιος είναι ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Χαρούκι Μουρακάμι κι ο Ουμπέρτο Έκο, έχουν ξεσκονίσει τα βιβλία του Χόρχε Μπουκάι.
Περιμένοντας υπομονετικά λοιπόν στην ουρά, αναρωτιέμαι: Γιατί οι άνθρωποι, τόσοι πολλοί άνθρωποι σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αντλούν παρηγοριά και καθοδήγηση από σκέψεις σαν κι αυτές: "Θα μου άρεσε πολύ να μ’ αγαπάνε όσοι αγαπώ, κι αυτοί που αγαπώ να μου το ανταποδίδουν. Αν όμως κάποιος δε μ’ αγαπά, ας μου το πει κι ας φύγει. Κι αν δε βρίσκει το κουράγιο να το πει, ας φύγει χωρίς να το πει. Ούτε μνησικακία ούτε πικρία είν’ αυτό. Απλώς, δε θέλω να ζω δίπλα σε κάποιον που δε θέλει να ζει δίπλα σ’ εμένα".
Τέσσερις μέρες αργότερα, με τα ίδια ερωτήματα κατά νου, φτάνω στο Βυζαντινό Μουσείο, όπου θα γίνει η παρουσίαση των βιβλίων. Ήδη γίνεται χαμός. Δυο ώρες πριν την επίσημη έναρξη της τελετής, υπάρχει πολύς κόσμος που περιμένει υπομονετικά με το δελτίο εισόδου στα χέρια, για να μπει και να κάτσει στις αυστηρά αριθμημένες θέσεις, στο προαύλιο του Μουσείου. Το κοινό είναι άτομα κυρίως ανώτερης οικονομικής και κοινωνικής τάξης, μεσήλικες οι περισσότεροι, λάτρεις του Μπουκάι, που έχουν διαβάσει όλα τα βιβλία του. Ωστόσο, είναι κάπως απρόθυμοι να μιλήσουν γι’ αυτόν, και να απαντήσουν στο βασανιστικό, για μένα, ερώτημα: "γιατί διαβάζετε Μπουκάι;".
"Είναι πολύ έξυπνος", λέει μια κυρία. "Λέει ωραίες ιστορίες", απαντά μια άλλη, ενώ ένας κύριος μιλάει για κάποιον γνωστό του, με ψυχολογικά προβλήματα, που σταμάτησε να πηγαίνει από τον ένα ψυχίατρο στον άλλο, όταν ανακάλυψε τον Αργεντινό ψυχίατρο και συγγραφέα. "Βρήκε θεραπεία στα βιβλία του Μπουκάι...", συμπληρώνει ο κύριος και σπεύδει να προχωρήσει, για να πιάσει τη θέση του.
Ο κύριος αυτός είναι ένας από τα 1100 άτομα που στριμώχνονται στον χώρο του προαυλίου. "Άλλες πέντε χιλιάδες, τουλάχιστον, ήθελαν να παρακολουθήσουν την ομιλία των Μπουκάι, πατέρα και γιου, αλλά δεν υπήρχαν θέσεις. Κάποιοι μας έβρισαν...", λέει ένα στέλεχος του εκδοτικού οίκου. "Όταν τον είχαμε ξαναφέρει, βούλιαξε το Μουσείο Μπενάκη – έγινε της τρελής..." συμπληρώνει, αδυνατώντας να δώσει απάντηση στο ερώτημα γιατί τόσοι πολλοί και τόσο διαφορετικοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αγαπούν τον Μπουκάι. "Έχει εργαλειοποιήσει το μύθο...", καταλήγει ο άνθρωπος από τον εκδοτικό οίκο, χωρίς όμως να με καλύπτει με την απάντησή του.
Ο Χόρχε Μπουκάι είναι ένας παχουλός, συμπαθής, μουσάτος, λευκοντυμένος εβδομηντάρης κύριος, Αργεντίνος αραβοϊσραηλινής καταγωγής, που συνοδεύεται υποβασταζόμενος από τον σαραντάρη γιό του – μια νεότερη εκδοχή του πατέρα του. Είναι στην Ελλάδα για να παρουσιάσουν τα πρόσφατα βιβλία τους: "Τα 3 ερωτήματα: Ποιος είμαι; Πού πηγαίνω; Με ποιον;" ο Χόρχε Μπουκάι, και το "Απιστία - και η λογική της", του Ντεμιάν Μπουάι, αμφότερα σε μετάφραση της Κωνσταντίνας Επισκοποπούλου.
Ο Χόρχε Μπουκάι αρχίζει με ένα παραμύθι, την ιστορία του τυχοδιώκτη Πέπε Νασρουντίμ, που οι άνθρωποι πίστευαν πως είναι σοφός, και μαζεύονταν για να τον ακούσουν, αν και ο ίδιος ήξερε πολύ καλά πως δεν ήταν σοφός. Το να δηλώνει, ο ήρωας του παραμυθιού, το αυτονόητο, δημιούργησε άθελά του ένα ολόκληρο ρεύμα οπαδών. Οι πιστοί του πλειοδοτούσαν σε επαίνους, γιατί κανείς τους δεν ήθελε να φανεί χαζός, που δεν καταλάβαινε τίποτε από αυτά που έλεγε, ή μάλλον που δεν έλεγε στο κοινό του ο Νασρουντίμ, εκτός από ένα παιδί που δήλωσε το προφανές: πως ο Νασρουντίμ δεν έλεγε τίποτα.
Ο Χόρχε Μπουκάι είναι ένας ευφυέστατος άνθρωπος: με αυτή την εισαγωγική του ομιλία, παραλληλίζοντας τον εαυτό του με τον ήρωα της ιστορίας του, είναι σαν να σου λέει πως εγώ δεν σου λέω κάτι πολύ σημαντικό, μόνο απλά πράγματα, που και μόνος σου θα τα καταλάβαινες, οπότε μην με κατηγορήσεις για αυθεντία.
Ο Χόρχε Μπουκάι είναι ένας ευφυέστατος άνθρωπος: με αυτή την εισαγωγική του ομιλία, παραλληλίζοντας τον εαυτό του με τον ήρωα της ιστορίας του, είναι σαν να σου λέει πως εγώ δεν σου λέω κάτι πολύ σημαντικό, μόνο απλά πράγματα, που και μόνος σου θα τα καταλάβαινες, οπότε μην με κατηγορήσεις για αυθεντία. Ο Μπουκάι, με αυτή την ιστορία, μας κλείνει το μάτι δίνοντας το στίγμα του: έχει αποκτήσει ένα τόσο μεγάλο κύρος παγκοσμίως, ως αυθεντία στην καθοδήγηση των ανθρώπων προς την ευτυχία και την ολολήρωση, ακριβώς υπονομεύοντας τεχνηέντως το κύρος της όποιας αυθεντίας.
Η καθαυτή παρουσίαση των βιβλίων του πατέρα και του γιου Μπουκάι γίνεται με τη μεθοδο των ερωτήσεων του ενός προς τον άλλο. Έτσι, το ενθουσιασμένο κοινό, που κρέμεται από τα χείλια των ομιλητών, ακούει από το στόμα του Χόρχε Μπουκάι πως "δεν έχω απαντήσεις, μπορώ όμως να βοήθήσω τους αναγνώστες να δώσουν την απάντηση μόνοι τους". Για να δώσει στο ακροατήριο του την δυνατότητα να κατανοήσει το βιβλίο του, ο Αργεντίνος ψυχίατρος χρησιμοποιεί ένα αγαπημένο του παραμύθι, το "Ασχημόπαπο". Έτσι, οι τρεις θεμελιώδεις ερωτήσεις που πρέπει όλοι να υποβάλουμε στον εαυτό μας, και να πάρουμε μια ειλικρινή απάντηση, εάν θέλουμε να βρούμε το "μονοπάτι προς την ευτυχία", δηλαδή "ποιοί είμαστε, πού πηγαίνουμε και με ποιους", στο παραμύθι παίρνουν την απάντηση πως το Ασχημόπαπο, πρώτον καταλαβαίνει πως δεν είναι πάπια, αλλά κύκνος, που πηγαίνει προς την ελευθερία από τη μοίρα που του έχουν επιβάλει οι άλλες πάπιες, μαζί με άλλους κύκνους σαν κι αυτό.
Η ομιλία του Χόρχε Μπουκάι συνεπαίρνει τους ακροατές και τις ακροάτριες, ακόμα κι όταν λέει ατάκες του τύπου "δεν είσαι μόνο αυτό που οι άλλοι λένε ότι είσαι. Είσαι αυτό που εσύ λες ότι είσαι", ή "λανείς δεν αλλάζει στην πραγματικότητα, μόνο πέφτουν οι μάσκες που μας έχουν επιβάλλει". Πραγματικά, ο ομιλητής είναι ο καλύτερος πλασιέ του εαυτού του, είναι εξόχως προικισμένος στο να ασημαντολογεί με γλαφυρότητα και θεατρικότητα. Για να δείξει παραστατικά στο κοινό του πόσο χρειαζόμαστε τους άλλους, ώστε να δούμε και να βρούμε τον εαυτό μας, ο Μπουκάι κολλάει με σάλιο στο μέτωπό του ενα κομματάκι χαρτί. Γέλια από το κοινό, αλλά ο Χόρχε παρατηρεί πως "όλοι σας βλέπετε το χαρτί, εγώ όμως, που το έχω στο ίδιο μου το κούτελο, όχι".
Κάποια στιγμή έρχεται η σειρά του γιου του, ο οποίος, αξιοποιώντας τις ερωτήσεις του πατέρα του, λέει πως έγραψε το βιβλίο για την απιστία, όταν είδε ένα φιλικό του ζευγάρι, πολύ αγαπημένο, με παιδιά, να χωρίζει εξαιτίας της απιστίας της κοπέλας. Αναλύοντας το κοινωνικό φαινόμενο της απιστίας από ψυχολογική σκοπιά, αλλά πάντα στο ύφος των πρακτικών διαπιστώσεων και συμβουλών προς τους ανθρώπους, σαν να δίνει δηλαδή οδηγίες χρήσεως, ο Ντεμιάν Μπουκάι υποστηρίζει πως το βιβλίο του μας βοηθάει να καταλάβουμε την απιστία, επισημαίνοντας πως δεν είναι απαραίτητο πως μια συζυγική απιστία, ("που δεν είναι καθόλου καλό πράγμα"), οδηγεί νομοτελειακά στον χωρισμό. Το βιβλίο δεν υμνεί την απιστία, αλλά προτείνει νέους τρόπους αντιμετώπισής της, που υποβάλλει η σύγχρονη εποχή, θεωρώντας πως ο περιορισμός, οέλεγχος και η τιμωρία του άπιστου ή της άπιστης, από τον προδομένο ή την προδομένη, μπορούν να βλάψουν πειρσσότερο το ζευγάρι.
Η παρουσίαση τελειώνει μέσα σε θερμά και παρατεταμένα χειροκροτήματα, με τον χαρισματικό, πράγματι, Χόρχε Μπουκάι να προσφέρει στους αναγνώστες και ακολούθους του ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο με ένα μαγικό ζάρι για να δείξει τη δύναμη της φαντασίας. Που μπορεί να σε πείσει, λέω εγώ τώρα, πως το αυτονόητο, το τετριμμένο είναι και σοφό. Τη δύναμη της φαντασίας, που μπορεί να σε πείσει πως οι καλοπροαίρετες συμβουλές που θα σου έδινε ο κολλητός σου από το τηλέφωνο όταν τραβάς ζόρι, είναι το απαύγασμα της βαθιάς φιλοσοφίας της αυτεπίγνωσης.
Ναι, όντως, οι μεγάλες αλήθειες λέγονται καλύτερα, αποτελεσματικότερα μέσα από ένα παραμύθι, όπως για παράδειγμα οι διδακτικές παραβολές του Ιησού Χριστού. Όμως, ο Χόρχε Μπουκάι δεν είναι ο Ιησούς Χριστός. Ή μήπως είναι; Κάποιοι ίσως και να το πιστεύουν αυτό, αλλά όχι εγώ, που τελικά δεν πήρα απάντηση στην ερώτησή μου: γιατί οι άνθρωποι δημιούργησαν και συντηρούν με την προσοχή, το δέος και τα χρήματά τους το φαινόμενο Μπουκάι;