ΔεΝ ξέρω σε ποια λογοτεχνική γενιά μπορεί κάποιος να κατατάξει το Γιώργο Σκαμπαρδώνη, αν δηλαδή πρέπει σώνει και ντε να κάνει κανείς κάτι τέτοιο, αλλά μπορώ να πω μετά βεβαιότητος πως ό,τι ήταν ο Μ. Καραγάτσης για τη γενιά του '30, είναι ο Σκαμπαρδώνης για το σήμερα.
Κι οι δυο έχουν μια τρυφηλότητα στη γραφή, μια περίσσεια λόγου, κι οι δυο ειναι εξόχως ιμερικοί, κι δυο τους είναι ιδιοφυείς στη σύλληψη των αισθητικών και νοητικών εικόνων τους, και τόσο γενναιόδωροι στην αφηγηματική αποτύπωσή τους στο χαρτί. Και των δύο τα βιβλία στάζουν χυμούς, φουσκώνουν από κραυγές, ανασαίνουν, βογκούν, τραντάζονται – επίσης κι οι δυο είναι αστοί φιλελεύθεροι με άποψη.
Εκεί που ο Καραγάτσης περιγράφει, στον Γιούγκερμαν, τον κεφαλαιούχο που τιθασεύει τους ατακτούντες κομουνιστές εργάτες του εργοστασίου του με σιδερένιο χέρι, έρχεται ο Σκαμπαρδώνης και κάνει ήρωα του βιβλίου του ένα ταγματάρχη της Αντικατασκοπίας, που ανακαλύπτει πως οι Κουκουέδες της εποχής του, αυτής της "επίχρυσης" εποχής της Μπελ Επόκ στη Θεσσαλονίκη του ’30, είναι μίσθαρνα όργανα της Μόσχας και υπονομεύουν την εθνική ακεραιότητα της βενιζελικής Ελλάδας, οπότε τους συμπεριφέρεται αναλόγως. Βέβαια, η ομαλότητα είναι η πρώτη προτεραιότητα του αξιωματικού, ο οποίος προσπαθεί να ελέγξει με το καλό και το άγριο τους πάντες: κομουνιστές, εθνικιστές, πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, πυροπαθείς της πυρκαγιάς του 1917, πράκτορες ξένων δυνάμεων, ακόμα και τις πρώτες φασιστικές, μουσολινικές οργανώσεις, οι οποίες, ακούστε τώρα να δείτε, ιδρύθηκαν από Εβραίους!
Και παραλλήλως με την εθνική του δράση, στα διαλείμματα των επαφών του με τους χαφιέδες και τους ρουφιάνους του, τους παρακρατικούς, τους νταβατζήδες και τις ιερόδουλες, που δουλεύουν για τον Ταγματάρχη και την πατρίδα γενικότερα (...), ο ευσταλής αξιωματικός συγκλονίζεται από ένα "δύσκολο και ακατόρθωτο" ερωτικό πάθος. Η κοκκινομάλλα Ντανιέλ, η ελεύθερη και ανεξάρτητη κόρη καπνοβιομήχανου, η πρώτη μοτοσικλετίστρια στη Θεσσαλονίκη τότε, όταν κυκλοφορούσαν καμιά εξηνταριά μηχανές στην πόλη συνολικά, έρχεται προς αυτόν όχι σαν την πλημμυρίδα, γιατί αυτή έχει μια κανονική περιοδικότητα, αλλά σαν την ιλαρά, σαν αρρώστια: ενσκήπτει αίφνης, όποτε γουστάρει, τον σαρώνει, και τον αφήνει τρεμάμενο.
Τα ιστορικά γεγονότα του βιβλίου στα βασικά τους σημεία είναι αληθή – απλώς είναι "μεταπλασμένα, μεταχαλκευμένα" όπως λέει ο ίδιος ο Σκαμπαρδώνης, για να οδηγήσουν τον αναγνώστη σε ένα "αισθητικό επέκεινα". Κάποιος άλλος συγγραφέας είχε πει πως ποτέ δεν αφήνει την πραγματικότητα να τον εμποδίσει από το να διηγηθεί μια ωραία ιστορία, κι αυτή του Σκαμπαρδώνη είναι ωραία, σαγηνευτική.
Τελικά, τι είναι το βιβλίο του Σκαμαρδώνη; Αρχικά να πούμε τι δεν είναι. Λοιπόν, κατά δήλωση του συγγραφέα, το βιβλίο του είναι ένα "αμάλγαμα: δεν είναι μόνο νουάρ, δεν είναι μόνο κατασκοπίας", επίσης δεν είναι μόνο ένα ερωτικό και υπαρξιακό θρίλερ, θα έλεγα. Ο "Ήλιος με ξιφολόγχες" είναι όλα αυτά, αλλά και κάτι παραπάνω: είναι ένα βιβλίο με ψυχή, που είναι η κοινή συνισταμένη, το ψυχικό γινόμενο των ηρώων του, οι οποίοι, όπως λέει κι ο συγγραφέας, ούτε κι ο ίδιος ξέρει τίακριβώς εννοούν, άλλωστε το βιβλίο του γεννήθηκε σε ένα "παροξυσμό" γραφής, αφήνοντάς τον, σαν και τον ήρωά του, άδειο.
Χαλάλι του όμως, γιατί μας έμαθε, μεταξύ άλλων, τι αποτέλεσμα μπορεί να επιφέρει στην αντρική λίμπιντο μια σταγόνα από το άρωμα Γκερλέν, που "για να βγούνε, φίλε, 30 ml απ’ αυτό, χρειάζονται 10.700 γιασεμιά και 356 τριαντάφυλλα". Αυτό, ούτε ο Καραγάτσης δεν το’χε πει ποτέ.
Μια εποχή και μια πόλη: η Θεσσαλονίκη της Μπελ Επόκ. Όμορφη και τρυφηλή, και συγχρόνως βρόμικη και κουρελιάρα. Δημοκρατική και φιλελεύθερη, και συγχρόνως πολιτικώς σπαρασσόμενη και ταξικώς εφιαλτική, που ζει χωρίς να ξέρει πως επέρχεται ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Κάπως έτσι, αντιφατική, ίσως είναι και σήμερα η κατάσταση γενικά στην Ελλάδα. Να περιμένουμε τον Τρίτο Παγκόσμιο;
Είναι αναπόφευκτος. Ευτυχώς εμείς δεν έχουμε πολλές προθεσμίες και ίσως δεν τον προλάβουμε. Είναι κι αυτό ένα προνόμιο.
"Ο συγγραφέας διαχέεται μέσα στα προσωπεία των ηρώων του, στις περιγραφές των χώρων, στον τόνο που επιλέγει, στην κύμανση του κειμένου. Είναι πανταχού παρών χωρίς να είναι ορατός. Σαν αναβράζον δισκίο που έχει διαλυθεί και αφομοιωθεί μέσα στην αφήγηση".
Στην παρουσίαση του βιβλίου σας είπατε πως το βιβλίο σας, ένα "ρέον καλειδοσκόπιο", είναι αυτοβιογραφικό. Πώς το εξηγείτε αυτό;
Κάθε βιβλίο, ακόμα κι εκείνο που δεν είναι καθόλου μα καθόλου βιογραφικό, περιέχει το βλέμμα και τις έσω προβολές του συγγραφέα του. Το τι επιλέγει να γράψει και τι όχι είναι αντανάκλαση της δικής του, προσωπικής υπόστασης. Αλλά και πώς το γράφει. Η γλώσσα, το ύφος, το στιλ. Το βιβλίο είναι σε κάθε περίπτωση ο συγγραφέας του, κατά βάθος, δηλαδή είναι από πολλές πλευρές αυτοβιογραφικό, ακόμα και αν αυτό δεν φαίνεται καθόλου. Ο συγγραφέας διαχέεται μέσα στα προσωπεία των ηρώων του, στις περιγραφές των χώρων, στον τόνο που επιλέγει, στην κύμανση του κειμένου. Είναι πανταχού παρών χωρίς να είναι ορατός. Σαν αναβράζον δισκίο που έχει διαλυθεί και αφομοιωθεί μέσα στην αφήγηση.
Στο βιβλίο σας λέτε, με το στόμα ενός υπουργού, πως το "ανθρώπινο είδος είναι μια επική αποτυχία". Άρα, ό,τι και να κάνουν οι φιλοσοφίες, οι επιστήμες και οι θρησκείες, η ανθρωπότητα δεν διορθώνεται. Οπότε, γιατί να προσπαθούμε για το οτιδήποτε, για ελευθερία και δικαιοσύνη, για γνώση και αισθητική, εφόσον το παιχνίδι είναι χαμένο από χέρι;
Αυτό είναι η αντίφαση του δράματος που επισημαίνει ο υπουργός. Πρόκειται για τον μύθο του Σίσυφου του Καμύ. Εξάλλου, ό,τι και να κάνουμε υπάρχει πάντα το τέλος και το ξέρουμε. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν ζούμε, ή πως δεν θέλουμε να ζήσουμε. Όλοι θα νικήσουμε και κανείς δεν θα γλιτώσει. Αλλά, ωστόσο, πάλι αύριο ξεκινάει μια νέα μέρα. Και ούτω καθεξής. Θεραπεία δεν υπάρχει – υγεία να’ χουμε.
Ο Πέτσας, ο διακεκριμένος νταβατζής του βιβλίου σας, λέει κάπου πως "άμα η γυναίκα είναι πουτάνα, κακό πράμα. Αλλά άμα δεν είναι πουτάνα, αυτό είναι πολύ χειρότερο". Συμμερίζεστε τη γνώμη του;
Ναι, εφόσον το εννοεί με την έννοια της τσαχπινιάς. Της πλανεύτρας γυναίκας. Αλλά πού να ξέρω κι εγώ ακριβώς τι εννοούν οι ήρωές μου –ενίοτε ξεφεύγουν, αυτονομούνται για λίγο, και λένε τα δικά τους.
Ο ηρωάς σας είναι ένας μετριοπαθής φιλελεύθερος αστός – στρατευμένος ωστόσο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Παρομοιάζει τον εαυτό του με έναν ήλιο, ένα κύκλο από ξιφολόγχες, με τις μύτες προς τα έξω, προς ό,τι απειλεί αυτόν και την τάξη του. Κι εδώ αυτοβιογραφικό είναι το βιβλίο σας;
Φυσικά. Ο καθείς παλεύει για την πατρίδα του καταρχήν κι έπειτα για τα συμφέροντά του. Αυτονόητο. Αλλά αυτή η γενική στάση δεν αίρει τον ουμανισμό και την συγκατάβαση – όταν χρειάζεται. Το λέγανε οι Ρωμαίοι: πρώτα ζεις, υπάρχεις, και μετά φιλοσοφείς. Κατά Αρκά: ας αφήσουμε τους εγωισμούς να δούμε λίγο τον εαυτό μας.
"Ένας νεκρός είναι πάντα η αυθεντία του εαυτού του", γράφετε κάπου. Τι εννοείτε;
Who is who? Χους εις χουν. Στο τετελεσμένο γίνεται κανείς η ταυτολογία του Τίποτε.
Αν είχατε τη δυνατότητα να ταξιδέψετε για μια βδομάδα στο μέλλον, ή στο παρελθόν, πού και πότε θα θέλατε να πάτε;
Στο Παρίσι, το 1920, κατά τη δεκαετία των σουρεαλιστών.
Το γράψιμο σάς έκανε πιο ευτυχισμένο;
Δεν με ενδιαφέρει να είμαι ευτυχής, αλλά ισορροπημένος. Οι εξάρσεις της ευτυχίας είναι πάντα λίγες. Και σίγουρα το γράψιμο είναι εφιάλτης κι ευτυχία μαζί – για όσο διαρκεί. Είναι ζήλος κατ’ επίγνωση, βασανιστήριο και χαρά.
Τι φοβάστε, τι ελπίζετε και τι απεχθάνεστε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο;
Φοβάμαι πάντα την προδοσία (αν και είναι θέμα ημερομηνίας), ελπίζω να φύγω χωρίς να το καταλάβω καν και απεχθάνομαι τις γυψοσανίδες και την οίηση.
Τελικά, η ομορφιά του έρωτα και της τέχνης, αυτό το "πολίτευμα κάλλους" που λέτε, κάνει όντως την ζωή μας αξιοβίωτη ή είναι και τα δύο υπερεκτιμημένα;
Θα έλεγα πως κατά βάθος ζούσα μόνο γι αυτά τα δύο, κυρίως. Επίσης για τα σκυλιά και τις γάτες. Τίποτε δεν είναι υπερεκτιμημένο. Συνήθως είναι τα πάντα, ή σχεδόν, υποεκτιμημένα. Μόνο η Τέχνη εκτιμά τα πάντα, μέσα από το Θάμβος, ακόμα και το χορταράκι του αγρού.