Καταραμένη πομπή / Σε κάθε μας βήμα, / αισθανόμαστε την αναπνοή σου/ που είναι δική μας. / Παιδιά και βαλίτσες στα χέρια,/ που δεν ξέρουμε ποια είναι δικά μας πια. / Πότε απογίναμε αυτό το πράγμα / που κάνει πόρτες και πρόσωπα να κλείνουν;
Αυτοί είναι οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα "Η πομπή", του Γάλλου συγγραφέα Λοράν Γκοντέ, το οποίο, στο βιβλίο, κοσμείται από έναν ωραίο πίνακα της συμπατριώτισσάς του Κριστέλ Λαμπουγκάρντ. Και ο ποιητής, κι η ζωγράφος, είναι δύο από τους τριάντα καλλιτέχνες που προσφέρουν τον πνευματικό και ψυχικό τους ανθό στην υπόθεση της υποστήριξης των μεταναστών. Μεταξύ τους είναι και ο Ζαν-Μαρί Γκυστάβ Λε Κλεζιό (βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, 2008), ο Μαροκινός συγγραφέας Ταχάρ Μπεν Τζελούν (βραβείο Goncourt 1987), η νεαρή συγγραφέας Καουτέρ Αντιμί (βραβείο Renaudot 2017), η Κριστίν Τομπιρά, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης και συγγραφέας, και ο ιστορικός Πασκάλ Μπλανσάρ.
Ο πρόλογος των Γάλλων επιμελητών της πρωτότυπης έκδοσης, των διακεκριμένων συγγραφέων Πατρίκ Σαμουαζό και Μισέλ Λε Μπρι, αρχίζει με μια συκλονιστική εικόνα που ξέρουμε όλες και όλοι πολύ καλά: το κορμάκι του μικρού Αϊλάν,του προσφυγόπουλου από τη Συρία, που ξεβράστηκε πνιγμένο σε μια παραλία της Αλικαρνασσού, έρμαιο και άθυρμα των κυμάτων.
Στην πραγματικότητα, όλο το βιβλίο είναι μια υποσημείωση, ένα εκτενές λογοτεχνικό γραπτό και εικαστικό σχόλιο σ’ αυτή φωτογραφία, σ’ αυτό το φριχτό γεγονός. Είναι η όμορφη περιγραφή ενός άσχημου θέματος. Είναι η καλλιεπής, μέσω της Τέχνης, άρθρωση μιας κραυγής, που οφείλουμε όλοι μας να βγάλουμε, για να μην ξανασυμβούν τέτοια εγκλήματα, τέτοια αίσχη, όπως αυτά που ώθησαν τους γονείς του Αϊλάν να τα μαζέψουν άρον - άρον απο τη Συρία, και να επιδιώξουν να περάσουν στην Ελλάδα, μέσω Τουρκίας.
Αυτό το βιβλίο είναι ένα μελωδικό ουρλιαχτό, ένα σκούντημα στον ώμο, ένας συνααργερμός που ηχεί, μπας και ξυπνήσουμε όλοι εμείς οι ασφαλείς, οι πολιτισμένοι, οι λιγότερο ή περισσότερο ευκατάστατοι και βολεμένοι, για να αντιμετωπίσουμε το αδήριτο γεγονός των συνθηκών, που αναγκάζουν εκατομμύρια ανθρώπους όπου γης να εγκαταλείπουν τις εστίες τους αναζητώντας αλλού μια καλύτερη τύχη. Όλοι αυτοί, τα παιδιά κι οι μητέρες και οι πατεράδες, όλες αυτές οι ψυχές, δεν ξεριζώνονται για πλάκα, δεν εξανεμίζουν τις οικονομίες τους για να κάνουν τουρισμό: μπαίνουν στο δρόμο της προσφυγιάς γιατί κινδυνεύει η υγεία, η τιμή, η ελευθερία και η ζωή τους.
Είναι περιττό να πούμε πως είμαστε όλοι μετανάστες, πως τα πρώτα έλλογα όντα ήταν μετανάστες, όπως επίσης δεν χρειάζεται να πούμε πως στεκόμαστε δίπλα, και όχι απέναντι, στους μετανάστες όχι μόνο γιατί είναι σωστό και δίκαιο, όχι μόνο γιατί είναι ανθρώπινο και πράξη πολιτισμού και αλληλεγγύης, αλλά και για ιδιοτελείς, συμφεροντολογικούς λόγους: κανείς και καμία δεν ξέρει τι της επιφυλάσσει η επαύριος, ε; Δυστυχώς δεν είναι απίθανο, με τους γεωστρατηγικούς συσχετισμούς να αναδιατάσσονται συνεχώς, να βρεθούμε κι εμείς κάποια αποφράδα στιγμή στο δρόμο, να αναγκαστούμε να αφήσουμε τα σπίτια μας, την περιουσία μας, τις δουλειές μας, την άνετη ζωή που ζούσαμε, επειδή ο πόλεμος, η πείνα, η πολιτική αναταραχή ή και τα τρία μαζί, τελικά χτύπησαν και τη δική μας πόρτα. Και τότε, με τι θράσος θα ζητήσουμε βοήθεια, όταν εμείς την είχαμε αρνηθεί; Τότε θα είμαστε εμείς που θα αναρωτιόμαστε συντετριμμένοι γιατί οι πόρτες και τα πρόσωπα των άλλων κλείνουνε μπροστά μας.
Όλα αυτά, αλλά φυσικά αρτιότερα, ελλογιμότερα, παραστατικότερα, συγκινητικότερα και πιο εμπεριστατωμένα τα λένε και τα ζωγραφίζουν οι συγγραφείς και οι εικαστικοί που έφτιαξαν αυτό το ωραίο βιβλίο, εστιάζοντας στους μετανάστες, στους ανθρώπους που είναι υπό διωγμόν γιατί δεν ταιριάζουν στο σημερινό μοντέλο διαχείρισης του ανθρωπίνου υλικού του πλανήτη, γιατί περισσεύουν από τα οικονομικά και πολιτικά πλάνα των ισχυρών. Οι μετανάστες έχουν φιλοδοξίες και όνειρα, φόβους και επιθυμίες, δικαιώματα και υποχρεώσεις, προτιμήσεις και απέχθειες, προτερήματα και ελαττώματα, μνήμες και θλίψη μέσα τους, ακριβώς όπως κι εμείς. Ωστόσο όλα αυτά είναι, συχνά, οι μόνες τους αποσκευές, καθώς μπαίνουν στο καΐκι του δουλέμπορου για να περάσουν από την Αλικαρνασσό στην Κω, όπως προσπάθησε να κάνει ο Αϊλάν Κουρντί, με τον αδελφό και τους γονείς του, για να τον πάρουν τελικά, μαζί με τον αδελφό του, τα κύματα του Αιγαίου. Έ, αυτό το βιβλίο μπαίνει σ’ αυτόν τον κόσμο, στον ψυχικό κόσμο των μεταναστών, με αγάπη, ενσυναίσθηση και αδελφοσύνη – είναι ένα καλό βιβλίο.