Η Μις Τζέιν Μαρπλ ήταν, και μάλλον παραμένει, η πιο συμπαθητική ηρωίδα, η πιο οικεία φιγούρα της αστυνομικής λογοτεχνίας παγκοσμίως και διαχρονικώς. Οπωσδήποτε είναι το πιο επιτυχημένο "παιδί" της φαντασίας της πιο εμπορικής συγγραφέως στον κόσμο, της Άγκαθας Κρίστι. Η Μις Μαρπλ γεννήθηκε ως ηλικιωμένη δεσποινίς, τον Δεκέμβριο του 1927, στο διήγημα "The Tuesday Night Club" της αγγλίδας λογοτέχνιδας, και έκτοτε συνέχισε να ζει στη φαντασία της Κρίστι και στις βιβλιοθήκες των ενθέρμων αναγνωστών της για άλλα πέντε μυθιστορήματα και κάμποσες συλλογές διηγημάτων. Το τελευταίο μυθιστόρημα, το "Sleeping Murder", με την δεσποινίδα Μαρπλ, εκδόθηκε μετά το θάνατο της Κρίστι, το 1976.
Το ότι σήμερα έχουμε στα χέρια μας έναν απολαυστικό, χορταστικό τόμο με νέες, φρέσκες περιπέτειες της Μις Μαρπλ, φανερώνει ακριβώς πόσο δημοφιλής παραμένει. Έτσι, στη συλλογή διηγημάτων "Μαρπλ, Δώδεκα νέες ιστορίες, δώδεκα σπουδαίες συγγραφείς, μία και μοναδική Άγκαθα Κρίστι", σε μετάφραση Χίλντας Παπαδημητρίου, από τις εκδόσεις Ψυχογιός, δώδεκα σημαντικές γυναίκες της λογοτεχνίας αποτίουν φόρο τιμής στην Άγκαθα Κρίστι δίνοντας, κυριολεκτικά, μια νέα ζωή στην ηρωίδα της, την οξυνούστατη κυρία, συγνώμη, δεσποινίδα, ερασιτέχνιδα ντετέκτιβ. Η ίδια η Άγκαθα Κρίστι, είχε δηλώσει πως έγραφε τις περιπέτειές της Μις Μαρπλ για "να δώσει φωνή στις γεροντοκόρες"!
Όλες οι συγγραφείς έμειναν πιστές, λίγο-πολύ, στο πνεύμα και στη φόρμα των αρχικών ιστοριών με τη Μις Μαρπλ. Και όλα τα διηγήματα είναι γραμμένα με χιούμορ και καθαρό, γνήσιο βρετανικό φλέγμα. Ο χώρος τους είναι το γνωστό σκηνικό της αγνής και τίμιας αγγλικής επαρχίας, όπου όμως, όπως συμβαίνει και με την αντίστοιχη ελληνική, τα πάθη των ανθρώπων βράζουν, και τους οδηγούν σε απονενοημένα διαβήματα. Ζηλοτυπία, συμφέρον, προδοσία, μίσος, οργή, εκδίκηση, αυτοάμυνα, τρέλα: αυτά από μόνα τους, ή συνδυασμένα μεταξύ τους, είναι κάποια από τα κίνητρα που οπλίζουν τα χέρια των δολοφόνων στα μικρά μέρη, στις νυσταλέες, υποτίθεται, κωμοπόλεις και χωριά της βρετανικής υπαίθρου.
Όμως, γιατί σκοτώνει κανείς; Και γιατί υπάρχει τόση "συσσώρευση κακού στα μικρά μέρη" όπως αναρωτιέται η Μις Μαρπλ, στο πρώτο διήγημα, διά χειρός Λούσι Φόλεϊ; Για όλα τα προαναφερθέντα σκοτώνει κανείς, ή ίσως κι "από ανία", όπως λέει, τρομοκρατώντας μας, η Μις Μαρπλ. Δηλαδή, κάποιος σκοτώνει και γιατί δεν έχει να κάνει τίποτα καλύτερο, γιατί βαριέται, γιατί δεν έχει θέατρα, εστιατόρια, κινηματογράφους και αίθουσες συναυλιών κοντά στο σπίτι του, γιατί δεν έχει κάτι να απασχολήσει το μυαλό του, να εκτονώσει την υπερβάλλουσα ενέργειά του, δηλαδή κάποιος σκοτώνει ανθρώπους για να σκοτώσει, κυριολεκτικά, την ώρα του;
Ωστόσο, για τον οποιοδήποτε λόγο κι αν αφαιρεί κάποιος τη ζωή κάποιου συνανθρώπου του, και μάλιστα στην ενδοχώρα της Μεγάλης Βρετανίας, δεν θα μπορέσει να ξεφύγει. Μπορεί να κρυφτεί για λίγο, στην περσόνα του πιο απίθανου προσώπου, που λες ότι αυτός ή αυτή αποκλείεται να έκανε το εγκλημα, αλλά δεν θα μπορέσει να γλιτώσει από την οξυδέρκεια της Δεσποινίδος Μαρπλ – το σταυρόλεξο της ανθρωποκτονίας, ακόμα κι αν είναι για δυνατούς λύτες, αυτή θα το λύσει με ψυχραιμία. Η Μις Μαρπλ αντιμετωπίζει όλο αυτό το αιματηρό πάθος με επιστημονική ψυχρότητα. Άσπιλη και αμόλυντη η ίδια, καθαρή και αρωματισμένη, πίνοντας τσάι ατσαλάκωτη κι οχυρωμένη μέσα στην ευπρεπή στολή της γεροντοκόρης, παρατηρεί τους ανθρώπους που ψεύδονται, που βιαιοπραγούν, που μαίνονται, που φονεύουν, με κλινική περιέργεια.
Το ότι η δεσποινίδα βοηθά την αστυνομία, είναι ένα πρόσχημα. Ασφαλώς σέβεται την νομιμότητα και την υπηρετεί, αλλά το κάνει για τη ψυχούλα της. Για να ικανοποιήσει την ακόρεστη περιέργειά της να ψυχολογεί τους άλλους, να ερμηνεύει τις πράξεις και τα λόγια τους, να τους ανατέμνει ωσάν να ήταν παράξενοι ζωντανοί οργανισμοί, για να δει και να αγγίξει τα ζωτικά τους όργανα. Η ακόρεστη δίψα της για γνώση των ανθρωπίνων κινήτρων φέρνει πάντα τη δεσποινίδα Μαρπλ στο σημείο να αποκαλύπτει τα πάντα, να φωτίζει τα πάντα, να διεισδύει σε κάθε ψυχή, να γυρίζει τα μέσα – έξω τους ανθρώπους σαν να είναι κάλτσες.
Και, όπως είπαμε, τα δικά της κίνητρα, όπως διαγράφονται καθαρότατα στις δώδεκα ιστορίες, μόνο ανιδιοτελή δεν είναι, ούτε καν προς χάριν του Νόμου. Η Μις Μαρπλ εξιχνιάζει φόνους όχι γιατί είναι υποχρεωμένη, αλλά γιατί γουστάρει τρελά να το κάνει, γιατί έτσι αποδεικνύει την ανώτερη ευφυία της έναντι των εντεταλμένων οργάνων της πολιτείας, των επιθεωρητών της αστυνομίας που καλούνται να διαλευκάνουν τις δολοφονίες. "Είστε κατώτεροι όλοι σας από εμένα, μια ηλικιωμένη δεσποινίδα", είναι σαν να τους λέει με κακοκρυμμένη ικανοποίηση, πηγαίνοντας στην επόμενη ιστορία της, για να ζήσει τη ζωή της, σαν καλή γεροντοκόρη, μέσα από τις ζωές, και τον θάνατο, των άλλων.