
Τετάρτη βράδυ στη Μάρνη, προσπερνάω τα λαχταριστά φαλαφελάδικα των μεταναστών και ανοίγω το βήμα. Παρότι όλο και κάποια παράσταση με φέρνει τελευταία σε μια περιοχή που βράδυ κατέβαινα μόνο για το… "Ρόδον" και αν κι έχω αποστηθίσει τους μηχανισμούς κατασκευής των στερεοτύπων στην "Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία" του πρώτου έτους, αποφεύγω ενστικτωδώς τα σκοτεινά δρομάκια. Διασταυρώνομαι με μια εικαστικό που έχει ένα στούντιο-project space στην περιοχή. "Τι κάνεις εδώ βραδιάτικα;" Φυσικά αναζητάμε κι οι δυο το ίδιο σπίτι του ξένου φιλότεχνου, όπου φιλοξενούνται οι προβολές "Nothing good lasts" σε επιμέλεια του Πάνου Φουρτουλάκη.

Η ατμόσφαιρα στη γεμάτη ταράτσα με την αρχετυπική αστική ουρανογραμμή του κέντρου της Αθήνας, τη μυρωδιά της άνοιξης και τη λεπτή φέτα φεγγαριού έχει κάτι το ειδυλλιακό, σε κάνει να ξεχνάς ότι πριν λίγο, δυο ορόφους πιο κάτω, ένιωθες ολίγον ευάλωτη. O τοίχος-οθόνη γεμίζει με τις ιστορίες εικαστικών από διαφορετικά μέρη του κόσμου, που αποτυπώνουν καταστάσεις μετάβασης – από τις ραγδαίες αλλαγές στους παραδοσιακούς τρόπους ζωής στα απομακρυσμένα βουνά Tusheti της Γεωργίας εξαιτίας της πρόσφατης παροχής δωρεάν wifi (Sophio Medoidze, "Xitana", 2019) μέχρι τις επιπτώσεις του εξευγενισμού (gentrification) στις queer κοινότητες του νοτιοανατολικού Λονδίνου (Adam Christensen, "The Last Fucking Rave", 2012).
Τα TikTok βίντεο της Πάολας Ρεβενιώτη καταγράφουν εν είδει ημερολογίου προφορικές ιστορίες από τις αλλαγές που συμβαίνουν στις ευρύτερες γύρω γειτονιές της Ομόνοιας, του Αγίου Παύλου και της Πλατείας Βάθης. Προσπερνώντας τη νοσταλγική ματιά στα παλιά στέκια του ψωνιστηριού και τα τηλέφωνα που λειτουργούσαν με τηλεκάρτες, νιώθεις ότι έχεις μπροστά σου ένα αρχείο από εναλλακτικές αφηγήσεις της πόλης που διαφορετικά χάνονται, "που δεν θα τις μαθαίναμε ποτέ", λένε οι νεότεροι στο κοινό. Όπως παίρνει το αυτί μου, σχεδόν όλα τα ακίνητα στο στενό στο οποίο βρισκόμαστε έχουν αγοραστεί προς αξιοποίηση, ένα από τα οποία για πολυτελές ξενοδοχείο.
Θυμάμαι τις κινηματογραφικές προβολές avant garde κινηματογράφου της ομάδας KINO στις αρχές των 00s, σε μια ταράτσα στην Πανεπιστημίου, σε ένα loft στου Ψυρρή. Και τότε άλλαζε η πόλη, αλλά δεν είχες αυτό το ασφυκτικό αίσθημα. Παλιοί Παγκρατιώτες παραπονιούνται για τα νέα μπαρ που "βαράνε" κάτω από τις πολυκατοικίες τους, νέοι Κυψελιώτες της gen Z θυμίζουν τους γέρους των Muppets στραβοκοιτώντας ένα ακόμη copy paste brunchάδικο με specialty coffee και ψωμί μακράς ωρίμανσης, εμβληματικά σημεία του κέντρου κάνουν comeback με τη σφραγίδα των ίδιων, δυο-τριών αλυσίδων φαγητού. Μέχρι ποιο σημείο του ευρύτερου κέντρου θα φτάσει η (corporate) όψη της Αθήνας του τουρισμού και της διασκέδασης και πόσο γρήγορα θα συντελεστεί αυτή η μετάβαση, τις ψηφίδες της οποίας βλέπουμε να μπαίνουν καθημερινά; Λέτε να φτάσουμε σε μερικά χρόνια να νοσταλγούμε τις… σκοτεινές όψεις της πόλης;