Αν ο Ρομπέρτο Μπολάνιο ζούσε σήμερα, θα γινόταν εβδομήντα χρονών. Μα δεν ζει. Η αλήθεια είναι πως αν ζούσε, θα ήταν πολύ μεγαλύτερος και πολύ νεότερος. Την ίδια στιγμή. Μεγάλος και παλιός όπως ένα κλασικός συγγραφέας. Νέος όπως ένας συγγραφέας που γράφει τώρα, που γράφει γρήγορα, που ξέρει πως δεν πρόκειται να σωθεί. Αν ανοίξει κανείς τα βιβλία του, θα το διαπιστώσει ιδίοις όμμασι: το γράψιμό του έχει εκείνη την πολύπλοκη απλότητα την οποία συναντάς στα κείμενα που φαίνεται ν’ αντέχουν στο χρόνο (στρωτή γλώσσα, ελαφρύς πειραματισμός, αγάπη για την ανθρωπότητα), αλλά κι ένα νεανικό σφρίγος, λες και οι λέξεις έχουν βγει από την πλευρά της νύχτας –ή της μέρας- που μόνο αυτή γνωρίζει το ελιξίριο της νεότητας στην παρωδία που ονομάζεται λογοτεχνία και που τόσο καλά περιέγραψε ο Μπολάνιο.
Αν και γεννήθηκε στη Χιλή, η παραμονή του στην Πόλη του Μεξικού τον διαμόρφωσε οριστικά. Τα βιβλία του έχουν άλλωστε όλα τα χαρακτηριστικά της πόλης: είναι δαιδαλώδη, ασφυκτικά, τρυφερά, μολυσμένα, ευγενικά, βίαια, σκονισμένα, άνυδρα, κατακλυσμιαία. Έχουν το φως της πόλης, σαν λάμψη μετά από πυρηνική έκρηξη, τις απότομες εναλλαγές της, από την πιο ήσυχη γωνιά, προσγειώνεσαι απότομα σ’ έναν χαοτικό αυτοκινητόδρομο, και βέβαια περιέχουν το πλέον επικίνδυνο χαρακτηριστικό της: ανά πάσα στιγμή μπορείς να χαθείς. Όπου κι αν βρίσκεσαι. Και να εξαφανιστείς για πάντα.
Αν και γεννήθηκε στη Χιλή, η παραμονή του στην Πόλη του Μεξικού τον διαμόρφωσε οριστικά. Τα βιβλία του έχουν άλλωστε όλα τα χαρακτηριστικά της πόλης: είναι δαιδαλώδη, ασφυκτικά, τρυφερά, μολυσμένα, ευγενικά, βίαια, σκονισμένα, άνυδρα, κατακλυσμιαία.
Είναι περίεργο λοιπόν που ο Μπολάνιο επέζησε από το θόρυβο των δρόμων της και κατάφερε να γράψει μερικά από τα πιο σπουδαία βιβλία των τελευταίων δεκαετιών. Κανονικά δεν θα έπρεπε να διασωθεί τίποτα από το έργο του και αυτό είναι το πιο αστραφτερό εξάρτημα της γραφής του, το κομμάτι που εξακολουθεί να μας γοητεύει. Γιατί, κατά βάθος, έχουμε κουραστεί με όσους προσπαθούν με νύχια και με δόντια να μας υπενθυμίζουν τα κατορθώματά τους, τις υποτροφίες και τα βραβεία τους, λανσάροντας αδιάκοπα τον εαυτό τους. Έτσι, ο Μπολάνιο έρχεται ως ένα ανακουφιστικό αντιπαράδειγμα, σχεδόν παλαιομοδίτικο, σίγουρα ένα ρομαντικό μοντέλο για τους κυνικούς, που όμως τα κατάφερε περίφημα: διέσωσε μια ολόκληρη γενιά ποιητών, ένα είδος υπό εξαφάνιση, περιγράφοντας τις περιπέτειές τους στην κιβωτό που ονομάζεται "Άγριοι ντετέκτιβ", ενάντια σε όλες τις προγνώσεις. Ποιος θα το περίμενε πως εκείνη η παρέα της δεκαετίας του ’70 που σερνόταν στη λεωφόρο Ρεφόρμα και στα μπαρ της οδού Μπουκαρέλι, πίνοντας μεσκάλ και κάνοντας μπάφους, θ’ άφηνε το ανεξίτηλο χνάρι της στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας –ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- μέσα από ένα μυθιστόρημα εξακοσίων σελίδων; Και μάλιστα λες και η πόλη χτίστηκε γύρω από το κείμενο και όχι το αντίστροφο, που γράφτηκε με το "απεγνωσμένο βλέμμα ενός ντετέκτιβ πριν από ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα", όπως αναφέρει ο Μπολάνιο σ’ ένα πρώιμο ποίημά του.
Αλήθεια, τι θα έγραφε αν είχε ζήσει στην Αθήνα; Κανείς δεν ξέρει. Ίσως τίποτα. Ίσως έγραφε όπως γράφει ο μέσος Έλληνας συγγραφέας, μικρά κείμενα σαν σοκάκια που καταλήγουν σε μαντρότοιχους, κάνοντας το γράψιμο μια δειλή χειρονομία αποδοχής της κατάστασής μας. Μπορεί βέβαια να είχε εφεύρει μια άλλη Αθήνα, λιγότερη στενή, περισσότερο ατόφια, δηλαδή βρώμικη, κομψή και τρωτή, ένα λαβύρινθο του νότου, αποφεύγοντας ωστόσο να εκδώσει οτιδήποτε, αφού "οι εκδοτικοί οίκοι θυμίζουν γραφεία δικηγόρων που επειδή μίσησαν τη νομική, αποφάσισαν να την εξασκήσουν εκδικητικά εις βάρος των ποιητών", όπως γράφει στους "Ντετέκτιβ".
Ο ίδιος πάντως κατάφερε να γεννήσει μια ολόκληρη χώρα, μια ολόκληρη ήπειρο, ένα ολόκληρο έθνος και να το σύρει στο μικρό του γραφείο στο Μπλάνες, έξω από τη Βαρκελώνη, γράφοντας ασταμάτητα για μια δεκαετία προτού πεθάνει το 2003, σε μια γλώσσα που δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Και επειδή υπάρχει, αστράφτει. Αν ζούσε σήμερα, θα γινόταν εβδομήντα χρονών. Όμως δεν ζει. Αν και δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Ούτε στη σκόνη.