Έφυγα τρεις μέρες από την Αθήνα και αρρώστησα. Μάλλον δεν μπορώ ν’ αντέξω μακριά της. Ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να βρεθώ κοντά στη θάλασσα και να κάνω, παρέα με τον γιο μου, λίγα μπάνια. Μα μόλις μπήκαμε στο δωμάτιο (ένα δωμάτιο που θύμιζε ποντικότρυπα, αλλά μια ποντικότρυπα σε μια ξεχασμένη πανσιόν από τη δεκαετία του ’80), ξεκίνησε ο μηχανισμός της γαστρεντερίτιδας.
Το επόμενο απόγευμα προσπαθήσαμε να πάμε στην παραλία. Δεν απείχε παραπάνω από εκατό μέτρα. Τα καταφέραμε με μεγάλη δυσκολία. Βουτήξαμε και βγήκαμε αμέσως. Τρέμαμε από το κρύο. Τυλιχτήκαμε στις πετσέτες μας. Κοιτάξαμε το δειλινό. Γυρίσαμε πίσω. Έφτιαξα ρύζι. Φάγαμε δυο μπουκιές. Κοιμηθήκαμε.
Το πρωί ήταν κάπως καλύτερα. Ο Άρης χάζευε στο κινητό. Εγώ πήγα για εφημερίδα. Περπάτησα μέχρι την άκρη του κόλπου, ψάχνοντας το πρακτορείο. Είχε αέρα και συννεφιά. Κατέβηκα τα σκαλιά και βρέθηκα σ’ έναν χαμηλοτάβανο χώρο με ξύλινα ράφια, γεμάτα βιβλία και περιοδικά. Η κυρία πίσω από το ταμείο φορούσε κάτι τεράστια κοκάλινα γυαλιά. Θύμιζε την Ντιράς. Ήθελα να της πω: "Θυμίζετε τη Μαργκερίτ Ντιράς, τη Γαλλίδα συγγραφέα που έκανε σινεμά". Αλλά δεν είπα τίποτα. Αγόρασα το κυριακάτικο φύλλο και επέστρεψα στην ποντικότρυπα. Ο Άρης είχε αποκοιμηθεί ξανά.
Ενώ ξεφύλλιζα την εφημερίδα, άρχισε να βρέχει. Στην αρχή, αδύναμα, σχεδόν δειλά. Μα ξαφνικά δυνάμωσε. Έπεφτε για ώρα μ’ ένταση. Όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι, το σοκάκι είχε γίνει ρυάκι. Οι μαύρες γάτες που ξαπλώνανε κάτω από το παράθυρο είχαν κάπου κρυφτεί.
Η καλοκαιρινή βροχή είναι ό,τι καλύτερο. Η μυρωδιά της είναι ακαταμάχητη. Είναι σαν να φτιάχνει ένα κατώφλι προσδοκίας για το φθινόπωρο και παρά το γεγονός πως ποτέ δεν έχουν πραγματοποιηθεί τα σχέδια που έχουμε κάνει κατά τη διάρκεια των διακοπών για τη σεζόν που έρχεται, συνεχίζουμε να γλιστράμε στην αυταπάτη λες και είναι η πρώτη φορά.
Το μεσημέρι επιχειρήσαμε να φάμε κανονικό φαγητό αλλά δεν πήγε και τόσο καλά. Το απόγευμα δεν είχαμε αντοχή να κάνουμε μπάνιο. Μόλις νύχτωσε, φόρεσα τ’ ακουστικά μου και βγήκα έξω. Το λιμάνι είχε γεμίσει κόσμο πού έτρωγε κλαμπ σάντουιτς πίνοντας κόκα κόλα ζίρο, ναπολιτάνικη πίτσα με άπερολ, γύρο κοτόπουλο με ντόπια μπίρα.
Ένας παχύς νεαρός φώναζε τόσο δυνατά, μπροστά από τα υπολείμματα στο πιάτο του, που τρύπησε τ’ ακουστικά και κατάφερε ν’ ανακατευτεί με τη θυμωμένα δραματική φωνή ενός τύπου που ζει εδώ και χρόνια απομονωμένος στην Αριζόνα: "Περπατάει στην πόλη τη νύχτα. Τα ψηλά σκοτεινά κτίρια ρίχνουν αυτήν τη φασματική σκιά στα φλεγόμενα μάτια του". Για μια στιγμή μού λείπανε όλες οι πόλεις του κόσμου.
Μα όταν έφτασα στην προκυμαία και είδα μια κοπέλα να κάθεται ακίνητη, κουκουλωμένη στο γκρίζο της αδιάβροχο, κοιτώντας τη θάλασσα με άδειο βλέμμα, κατάλαβα πως βρισκόμουν στο σωστό μέρος.
Τη Δευτέρα, λίγο πριν επιβιβαστούμε στο πλοίο, μου τηλεφώνησε ο κολλητός μου από το Πολυτεχνείο. Ο Σ, ανακοπή. Τον βρήκανε στο αμάξι του, ώρες αργότερα, δεν προλάβαινε. Ζούσε εδώ και χρόνια στην Πελοπόννησο. Άφησε πίσω του μια γυναίκα, δυο παιδιά. Ο χρόνος είχε κλείσει για τον συμφοιτητή μας. Λίγο πριν φτάσουμε στη Ραφήνα, ανέβηκα μόνος στο κατάστρωμα. Δεν είχα δει ξανά τόσο ήρεμη τη θάλασσα. Ένα μικρό σύννεφο στάθηκε ψηλά στον ουρανό, ακριβώς από πάνω μας, αλλά γρήγορα διαλύθηκε στο δροσερό αεράκι.